Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Η Γερμανία του μεσοπολέμου και η αιτιοκρατία.


«Στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, αλλά προηγήθηκαν της ανάπτυξης της αναιτιακής κβαντομηχανικής, ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών φυσικών αποσπάστηκε από την αιτιότητα στην φυσική ή την αποποιήθηκε ρητά, υπό την επιρροή ρευμάτων σκέψης και για λόγους που μόνο ευκαιριακά συνδέονται με τις εξελίξεις του κλάδου τους». Απόσπασμα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό και το πιο σημαντικό, από το κλασσικό βιβλίο του Paul FormanWeimar culture, causality and quantum theory, 1918-1927”. Στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορεί και εξηγεί πώς και γιατί η κοινωνία της Γερμανίας του μεσοπολέμου επηρρέασε αποφασιστικά τις εξελίξεις στον χώρο της φυσικής προς την κατεύθυνση της αντιαιτιοκρατίας, του ιντετερμινισμού. Αυτό, βέβαια, κάνει εντύπωση στους περισσότερους, δοθέντος ότι έχει καλλιεργηθεί η αντίληψη πως ό,τι γίνεται σ΄ έναν επιστημονικό κλάδο εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από εσωτερικές διεργασίες, οι οποίες αφορούν στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Δεν θα πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι οι επιστημονικές θεωρίες, τα ιστορικά γεγονότα κ.ο.κ. για να γίνουν κατανοητά θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια της εποχής τους. Και το μεγαλύτερο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Φυσικής στην περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου εύρισκε την Γερμανία βαριά λαβωμένη. Ένα ολόκληρο έθνος βίωνε την ταπείνωση μιας βαριάς στρατιωτικής ήττας και τις συνέπειες μιας εξευτελιστικής συνθήκης «ειρήνης». Ενός πολέμου ο οποίος είχε δημιουργήσει πληθώρα οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία ζητούσαν άμεση λύση. Οι κινήσεις των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο και η επικράτηση της Ρώσικης Επανάστασης προκαλούσαν επιπρόσθετες ανησυχίες στην άρχουσα τάξη και στα κοινωνικά της στηρίγματα. Η προοπτική μιας βαθιάς κοινωνικής ανατροπής περιγράφεται από τον Nenni με τον ακόλουθο τρόπο: «Η πτώση των Ηohenzollern στην Γερμανία, η συντριβή της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και η φυγή του τελευταίου αυτοκράτορα, οι κινήσεις των Σπαρτακιστών, η Μπολσεβίκικη επανάσταση στην Ουγγαρία, όλα τα πρωτόγνωρα και ταραχώδη συμβάντα του τέλους του 1918 και της αρχής του 1919, ανακίνησαν την φαντασία και έδωσαν ελπίδες, ότι ο ίδιος ο παλιός κόσμος βρισκόταν στην διαδικασία κατάρρευσης και ότι η ανθρωπότητα βρισκόταν στο κατώφλι μιας νέας εποχής και μιας νέας κοινωνικής τάξης» (P. Nenni. Il Diciannovismo, Milano, 1952, σ. 18). Βέβαια, ο Nenni εξετάζει τα πράγματα από την σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Αν αντικαταστήσουμε την λέξη «ελπίδες» με την λέξη «φόβος» μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ποια ήταν η ψυχική κατάσταση της Γερμανικής αστικής τάξης το 1920. Η απόγνωση, η οποία είχε κυριεύσει ευρέα στρώματα του πληθυσμού, εκφράστηκε σε επίπεδο συμπεριφοράς ως μία υπαρξιστική «φιλοσοφία της ζωής» (Lebensphilosophie), η οποία ήταν δυναμικά αντίθετη προς τον ορθολογισμό, και ειδικώτερα, προς τον ορθολογισμό των θετικών επιστημών. Η «φιλοσοφία της ζωής» δεν ήταν μία πραγματική φιλοσοφία την οποία ανέπτυξε και ανέδειξε κάποια συγκεκριμένη σχολή. Περισσότερο ήταν μία γενική τάση όλης της Γερμανικής κουλτούρας, η οποία αντιτίθετο σε κάθε ορθολογική κοσμοαντίληψη, όπως η διαλεκτική, η λογική συστηματικοποίηση, η αιτιοκρατική ερμηνεία, τα μαθηματικά κ.ο.κ. Αυτή η τάση είχε την υποστήριξη των διανοούμενων, των πολιτικών, των ανθρώπων του πνεύματος, διαχέονταν δε σε μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Η άρχουσα τάξη στήριζε και υποδαύλιζε αυτήν την τάση, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τον λαό και ταυτόχρονα να φορτώσει τις δικές της ευθύνες για όσες συμφορές είχαν βρει την χώρα σε αποδιοπομπαίους τράγους, όπως ήταν όλοι εκείνοι που υποστήριζαν τον ορθολογισμό και την αιτιοκρατία. Και όταν τελείωσαν όλοι αυτοί, βρήκαν άλλους αποδιοπομπαίους τράγους, τους Εβραίους της Γερμανίας. Η Lebensphilosophie, επομένως, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Lukacs, ήταν «η άρχουσα ιδεολογία όλης της ιμπεριαλιστικής περιόδου στην Γερμανία». Όπως αναφέρει ο ίδιος, στο πρώτο διάστημα του μεσοπολέμου, σχεδόν όλα τα αναγνώσματα του γερμανικού αστισμού είχαν ένα κοινωνικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο εμπνευσμένο από την Lebensphilosophie. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, «η γενική επιτυχία της ιδεολογίας της απόγνωσης στην Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν, χωρίς αμφιβολία, και πρώτα απ΄ όλα συνέπεια της ήττας, της συνθήκης των Βερσαλλιών, της απώλειας της εθνικής και πολιτικής προοπτικής» (G. Lukacs: La distruzione della ragione, Einaudi, Torino, 1959, σ. 81).
Σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της τάσης διεδραμάτισε ο Spengler, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτιστικούς προδρόμους του ναζισμού, σύμφωνα με την Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια. Το βιβλίο του Spengler Η πτώση της Δύσης είχε μία τεράστια εκδοτική επιτυχία, και ασφαλώς ανάλογη απήχηση. Οι ιδέες του Spengler για την φυσική ήταν ότι το περιεχόμενό της ήταν απόλυτα επικαθορισμένο ιστορικά: απλά, δεν υπάρχουν παρά μόνον ανθρωπομορφικές αντιλήψεις, και, κατ’ αυτόν, έτσι συμβαίνει και με κάθε φυσική θεωρία, όσο καλά θεμελιωμένη και εάν είναι. Η αιτιοκρατία ήταν ένας από τους πλέον αγαπημένους στόχους του Spengler. Έγραφε, λοιπόν, για την αιτιοκρατία τα εξής: «Πιστεύω ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην ιδέα του πεπρωμένου και της αρχής της αιτιότητας, μία αντίθεση της οποίας η βαθιά σημασία δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωριστεί… Το πεπρωμένο είναι η λέξη που αποδίδει μία εσωτερική βεβαιότητα, η οποία δεν μπορεί να εκφρασθεί. Την ουσία αυτού που είναι αιτιακό μπορούμε να την εκφράσουμε με αριθμούς, με εννοιολογικές αναλύσεις… Το ένα μας ζητά να αναλύσουμε λεπτομερώς, το άλλο να δημιουργούμε. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο το πεπρωμένο προσκολλάται στην ζωή και η αιτιότητα στον θάνατο».
Οι ιδέες αυτές για την αιτιότητα δεν ήταν καινούριες. Ήδη ο Νίτσε είχε υποστηρίξει ότι η έννοια της αιτιότητας δεν ήταν παρά η συμβολική μεταγραφή της βούλησης για δύναμη, δηλαδή του εσωτερικού αισθήματος δύναμης ή χαρούμενης διαχυτικότητας.
Στο ίδιο βιβλίο ο Spengler διαπίστωνε μία γενική κρίση της επιστήμης, και προέβλεπε το τέλος των δυτικών φυσικών επιστημών, επιστημών οι οποίες ως επί το πολύ είχαν στηριχτεί στις ελληνικές υλιστικές αντιλήψεις του Λεύκιππου, του Δημόκριτου, του Επίκουρου. Και φυσικά, με το τέλος των φυσικών επιστημών θα έρχονταν και το τέλος της αιτιοκρατίας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα αυτά γράφονταν πολύ πριν συλληφθεί και διατυπωθεί μία μη αιτιοκρατική φυσική, όπως αυτή προέκυψε από τις θέσεις των θεωρητικών της σχολής της Κοπεγχάγης. Μέχρι εκείνη την στιγμή υπήρχε μόνον η κλασσική φυσική, η οποία ήταν απόλυτα αιτιοκρατική, έστω και κατά τρόπο μηχανιστικό.

Όμως ο Spengler δεν ήταν ο μόνος που ξιφουλκούσε κατά του ορθολογισμού και κατά των φυσικών επιστημών. Οι πολιτικοί αρχηγοί της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με πάθος και επιμονή έγραφαν και έλεγαν παρόμοια πράγματα. Ο υφυπουργός Carl Heinrich Becker επιτέθηκε κατά «της πολύ μεγάλης υπόληψης που χαίρει η καθαρά διανοητική πλευρά της πολιτισμικής μας δραστηριότητας και της αποκλειστικής υπερίσχυσης του ορθολογικού τρόπου σκέψης, που έχει οδηγήσει και θα συνεχίσει να οδηγεί στον χονδροειδή εγωισμό και υλισμό». Έγραφε, επίσης, ότι «όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι αποκλειστικά προσανατολισμένο προς την νόηση. Πρέπει να επανακτήσουμε τον σεβασμό μας για το ανορθολογικό». Παρόμοιες δηλώσεις είχαν γίνει και από τον υπουργό πολιτισμού Konrad Haenisch, έναν σοσιαλδημοκράτη, που επιτέθηκε ενάντια στον μηχανισμό και στον υλισμό και επιθυμούσε μεγαλύτερο σεβασμό προς το ανορθολογικό.
Πολλοί διανοούμενοι με επιρροή είχαν παρόμοιες θέσεις. Ο Alfred Vierkandt έγραφε το 1920: «Σήμερα βρισκόμαστε όλοι σε μία περίοδο απόλυτης άρνησης του θετικού. Διανύουμε μία περίοδο όπου έχουμε πάλι ανάγκη ενότητας, μιας συνθετικής τάσης σε όλες τις περιοχές της γνώσης, ενός τρόπου σκέψης που εξυμνεί κυρίως το οργανικό παρά το μηχανιστικό, το ζωντανό παρά το μη ζωντανό, την έννοια της αξίας, του στόχου και του αποτελέσματος στην θέση της αιτιότητας». Ο Ernst Troeltsch επετίθετο επίσης ενάντια στην «αποπνικτική αιτιοκρατία», και θεωρούσε την αιτιότητα στις φυσικές επιστήμες, στην ψυχολογία και στην κοινωνιολογία ως την πρώτη έννοια που έπρεπε να καταρριφθεί.
Ένα γεγονός το οποίο είναι αποκαλυπτικό για την βαριά ατμόσφαιρα στην Γερμανία του 1920, είναι οι δραστηριότητες τις οποίες ανέπτυξε μία ομάδα γνωστή ως «Ένωση ενάντια στον Einstein». Η ομάδα αυτή διοργάνωσε στις 24 Αυγούστου 1920 μία εκδήλωση στο Βερολίνο, η οποία είχε διαφημιστεί πολύ. Ο Einstein την παρακολούθησε μόνο για να ακούσει ότι «καταγγέλλονταν ως ένα άτομο άξιο περιφρόνησης, ένας λογοκλόπος, ένας τσαρλατάνος και ως ένας επιστημονικός ντανταϊστής». Όλα αυτά εξελίσσονταν σε καταθλιπτική ατμόσφαιρα με αγκυλωτούς σταυρούς στους τοίχους και αντισημητικά φυλλάδια, τα οποία διανέμονταν στους παριστάμενους. Την ίδια εποχή δεκάδες οργανώσεις νεολαίας ακροδεξιών τάσεων άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και να παρουσιάζουν δράση. Σε κάποιες από αυτές εντάχθηκαν ωρισμένοι, οι οποίοι στην συνέχεια διεδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της κβαντομηχανικής. Στο θέμα, όμως, αυτό θα αναφερθούμε στην  συνέχεια. Ένα άλλο περιστατικό χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής ήταν η υπερενθουσιώδης υποδοχή, η οποία επιφυλάχθηκε στον βραβευμένο με βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας Ινδό ποιητή, συγγραφέα και φιλόσοφο, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, σύμβολο του μυστικισμού και της αντιαιτιοκρατίας, όταν αυτός επισκέφτηκε την Γερμανία το 1921. Ο τύπος της εποχής κάνει λόγο για «σκηνές έξαλλης λατρείας, που αποδίδεται σε ήρωες». Εκατοντάδες έφηβες και έφηβοι συνωθούντο στις αίθουσες, όπου ο Ταγκόρ θα έδινε διαλέξεις εν μέσω ποδοβολητών, χειροκροτημάτων, τσιρίδων και λιποθυμιών. Εάν οι ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης ζούσαν μερικές δεκαετίες αργότερα, θα παρομοίαζαν τις τέτοιες εκδηλώσεις του κοινού με εκείνες που οι σημερινοί νέοι επιφυλάσσουν στα σύγχρονα συγκροτήματα ροκ μουσικής.
Οι άνθρωποι του πνεύματος δέχονταν σοβαρές επιθέσεις στις εφημερίδες, σε δημόσιες συγκεντρώσεις και στις ιδιωτικές τους συνομιλίες. Μερικές φορές κριτικάρονταν από μέλη της ίδιας τους της οικογένειας. Ο Forman αναφέρεται στις «κατηγορίες που έπρεπε να ακούει ο κακόμοιρος ο Max Born καθημερινά από την γυναίκα του, μία, υποτίθεται, ποιήτρια και δραματική συγγραφέα». Μάταια ο Einstein προσπαθούσε να την πείσει ότι αυτό που η ίδια έλεγε «ο υλισμός του Max» ήταν απλά η αιτιακή προσέγγιση στην διερεύνηση των πραγμάτων. Σ’ αυτές τις επιθέσεις οι επιστήμονες δεν αντέτασσαν μία ομοιογενή αντίσταση. Μία ισχνή μειοψηφία παρέμενε αμετακίνητη στις θέσεις της υπέρ της αιτιοκρατίας και του ορθολογισμού. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν οι Planck και Einstein. Ο πρώτος, ως καθαρόαιμος Γερμανός,  βρισκόταν σχετικά στο απυρόβλητο. Ο Einstein όμως, λόγω της Εβραϊκής καταγωγής του, είχε γίνει κυριολεκτικά «ο σάκκος του μποξ». Παρά ταύτα ο μεγάλος αυτός επιστήμονας και διανοητής με στωϊκότητα δέχονταν τις εναντίον του επιθέσεις, οι οποίες αρκετές φορές έφταναν στα όρια της χυδαιότητας. Και οι δυο μεγάλοι αυτοί επιστήμονες παρέμειναν ως το τέλος της ζωής τους αμετακίνητοι στις θέσεις τους αναφορικά με την αιτιοκρατία, τον ορθολογισμό και τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει η επιστήμη γενικώς, και ειδικώτερα η επιστήμη της Φυσικής.
Οι περισσότεροι, πάντως, επιστήμονες μεταστράφηκαν γρήγορα σε μία αναιτιακή φιλοσοφία, πολύ πριν την δημιουργία της κβαντομηχανικής. Άλλοι, πάλι, είχαν μία χλιαρή αντίδραση, υπερασπιζόμενοι από την μία πλευρά την επιστήμη και δεχόμενοι από την άλλη τις «νέες ιδέες». Ωρισμένοι καταπιάστηκαν με την έρευνα, στηριζόμενοι στις αντιαιτιοκρατικές ιδέες, ιδέες τις οποίες ήδη είχαν αποδεχτεί στις κοινωνικές και πολιτικές τους δραστηριότητες πριν ακόμη γίνουν φυσικοί. Αυτή ήταν η περίπτωση των Jordan και Heisenberg. Ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο γεγονός ήταν η ταχύτατη μεταστροφή ανθρώπων, οι οποίοι πρωτύτερα είχαν πιστέψει στην αιτιότητα. Ο Forman αναφερόμενος στο φαινόμενο αυτό σημειώνει τα εξής: «Η σχεδόν θρησκευτική αλλαγή φρονημάτων και η προσχώρηση στην αναιτιότητα έγινε ένα συνηθισμένο φαινόμενο το καλοκαίρι και προς το τέλος του 1921. Κάπως σαν να εδημιουργείτο ξαφνικά ένα μεγάλο ξύπνημα, ο ένας φυσικός μετά τον άλλο απαρνιόταν μπροστά σε μία ακαδημαϊκή συγκέντρωση το σατανικό δόγμα της αιτιότητας και ανήγγειλε το ευχάριστο νέο, ότι οι φυσικοί είχαν φτάσει στο σημείο που μπορούσαν να απαλλάξουν τον κόσμο από την δουλεία  του». Το 1921 ο Richard von Mises επικαλέσθηκε την κβαντική θεωρία, η οποία στο μεταξύ είχε διατυπωθεί, ως την ευκαιρία για να απορριφθεί η αιτιότητα και προσπάθησε να δείξει ότι ακόμη και στην περιοχή της κλασσικής μηχανικής η αιτιότητα δεν ήταν πια αποδεκτή. Την ίδια χρονιά ο Walter Schottky δημοσίευσε ένα αντιαιτιοκρατικό μανιφέστο με τίτλο «Το πρόβλημα της αιτιότητας στην κβαντική θεωρία ως βασικό ζήτημα για ολόκληρη την επιστήμη της φυσικής». Ο Walter Nernst, στον εναρκτήριο λόγο του ως πρύτανης του Πανεπιστημίου του Βερολίνου (1921), βεβαίωνε, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, ότι: «Η γνώμη της αρχής της αιτιότητας ως απόλυτα αυστηρού νόμου της φύσης περιορίζει τις δυνατότητες του πνεύματός μας και γι’ αυτό σήμερα το ερευνητικό καθήκον στις φυσικές επιστήμες είναι να σπάσουν τα δεσμά για να επιτραπεί μία ελεύθερη πορεία στην επιστημονική σκέψη, ώστε να μην είναι πια υπό περιορισμό».


Τα παραπάνω αναφερθέντα παραδείγματα προσχώρησης στην αναιτιότητα είναι μόνον λίγα από όσα συνέβησαν στην πραγματικότητα. Μία πιο γενική, και πάλι όμως ενδεικτική, αξιολόγηση αυτού του προβλήματος δίνεται από την διερεύνηση ακόμη και των τίτλων των γερμανικών βιβλίων και περιοδικών κατά την περίοδο 1918-1922, όπου ο όρος «αιτιότητα» εμφανίζεται με αξιοσημείωτη συχνότητα. Ήδη από το 1920 ο Born  ομολογούσε σε μία επιστολή του προς τον Einstein ότι είχε λάβει υπ΄ όψιν του, με ευνοϊκό τρόπο, την ιδέα της μη αιτιότητας (προφανώς ο άνθρωπος δεν θα άντεξε την ατέλειωτη κρεβατομουρμούρα της γυναίκας του). Το 1919, ο Franz Exner διακήρυξε ότι η αιτιότητα πέθανε, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Willy Wien, ένας φυσικός με μεγάλη επιρροή, αποκήρυττε την αιτιότητα. Οι πιέσεις που ασκούντο στους φυσικούς έκαμψαν ακόμη και τον Erwin Schrödinger. Στο εναρκτήριο μάθημα που έκανε ως καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, εξήρε την σημασία των αναιτιακών απόψεων του Exner και ουσιαστικά τις αποδέχτηκε. Πάντως, το 1925 επέστρεψε στην αιτιότητα, από την οποία και δεν μετακινήθηκε ως το τέλος της ζωής του. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, την ταραγμένη αυτήν περίοδο, οι ακροδεξιών τάσεων οργανώσεις της νεολαίας φύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Σε μία από αυτές, την Jugendbewegung, είχε ενταχθεί ο νεαρός τότε Heisenberg. Για το θέμα αυτό ο Forman γράφει: «Ο Heisenberg έγραψε πολλές φορές στα απομνημονεύματά του… ότι όταν αφοσιώθηκε στις σπουδές της θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στο τέλος του 1920, ήταν ήδη ενεργό μέλος της  Jugendbewegung για μερικά χρόνια και συνέχισε να είναι για κάποιο διάστημα ακόμη. Ενώ ο Heisenberg ήταν εσκεμμένα ασαφής για την ιδιαίτερη οργάνωση του περίεργου κινήματος νεολαίας στο οποίο ανήκε – ο W. Z. Laquer βεβαιώνει ότι ο Heisenberg ήταν ένας Weisser Pitter – οι ακόλουθες παρατηρήσεις ισχύουν γι’ αυτήν την ομάδα που ήταν γενικά δεξιά. Ο διανοητικός προσανατολισμός του συγκεκριμένου κινήματος χαρακτηρίστηκε σωστά από τον Theodor Wilhelm: «Η Jugendbewegung είναι σταθερά και βαθειά στρατευμένη σ’ αυτήν την εξύμνηση της εσωτερικής ζωής που εκθειάστηκε από τον Νίτσε, που ανήχθη σε σύστημα από την Lebensphilosophie στην αρχή του αιώνα, που παραφράστηκε από κινήματα μεταρρύθμισης της τέχνης και της παιδαγωγικής, και από την οποία το κίνημα του Hitler κατάφερε επίσης να καρπωθεί οφέλη με τον τρόπο του». Πράγματι, οι πιο ριζοσπαστικοί αντίπαλοι των θετικών επιστημών ήταν οι χονδροειδείς Lebensphilosophen – Ludwig Klages, Hermann Keyserling, Rudolf Steiner – που είχαν την μεγαλύτερη επιτυχία και που άσκησαν την πιο ισχυρή επιρροή στο εσωτερικό της Jugendbewegung… Ενώ κανένας τέτοιος προσανατολισμός δεν εμφανίζεται ρητά στα απομνημονεύματα του Heisenberg, μπορούμε να τον βρούμε «ανάμεσα στις γραμμές». Έτσι ο Heisenberg περιγράφει για τον εαυτό του ότι είχε εξαναγκαστεί να υπερασπιστεί την απόφαση του να επιχειρήσει μία σταδιοδρομία θεωρητικού φυσικού. Αυτό που είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί είναι ότι δηλώνει πως το έκανε προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η θεωρητική φυσική είχε «αναδείξει προβλήματα που αψηφούσαν όλη την φιλοσοφική βάση της επιστήμης, την δομή του χώρου και του χρόνου, ακόμη και την ισχύ των αιτιακών νόμων». (P. Forman, σ. 105-106). Αυτό το τελευταίο – ισχύς των αιτιακών νόμων – φαίνεται πως ήταν ένα δυνατό επιχείρημα, το οποίο έκαμψε τις αντιρρήσεις των σκληρών της οργάνωσης, οι οποίοι και επέτρεψαν στον νεαρό Heisenberg να διακονήσει την «επάρατη» φυσική. Και ο Heisenberg αποδείχτηκε συνεπής στις αντι-υλιστικές, αντιαιτιοκρατικές και αντιρεαλιστικές του θέσεις. Στο βιβλίο του Φυσική και Φιλοσοφία γράφει μεταξύ άλλων: «Η έννοια του ατόμου αντιπροσώπευε την κεντρική έννοια του υλισμού που δίδασκαν ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Από την άλλη πλευρά, η τρέχουσα ερμηνεία των ατομικών φαινομένων πολύ λίγη ομοιότητα έχει με μία καθεαυτό υλιστική φιλοσοφία. Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι η ατομική φυσική έχει στρέψει την επιστήμη από την υλιστική κατεύθυνση που είχε υιοθετήσει κατά τον 19ο αιώνα». Σε άλλο σημείο γράφει: «Όλοι οι αντίπαλοι της ερμηνείας της Κοπεγχάγης συμφωνούν σ΄ ένα σημείο: κατά την γνώμη τους θα ήταν ευκταίο να επιστρέψουμε στην έννοια της φυσικής πραγματικότητας της κλασσικής φυσικής ή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν πιο γενικό φιλοσοφικό όρο, στην οντολογία του υλισμού… Όμως αυτό είναι αδύνατο, ή τουλάχιστον δεν είναι εντελώς δυνατό, λόγω της φύσης των ατομικών φαινομένων». Και αλλού χαρακτηρίζει τον ρεαλισμό, την ρεαλιστική δηλαδή αντίληψη για την πραγματικότητα, ως «δογματικό».


Πλέον αποκαλυπτικός υπήρξε ο Jordan, ο οποίος επίσης στοιχήθηκε με αποφασιστικότητα ενάντια στον υλισμό και στην αιτιοκρατία. Στο βιβλίο του Η Φυσική στον 20ο αιώνα έγραφε: «Οι νέες αντιλήψεις που προήλθαν από τα κβαντικά φυσικά πειράματα και την θεωρητική τους επεξεργασία σημαίνουν την εκκαθάριση της υλιστικής εικόνας του κόσμου, που είχε αναπτυχθεί στην κλασσική δυτική επιστήμη, στην βάση της υλιστικής φιλοσοφίας». Λίγες σελίδες πιο πριν μπορούμε να διαβάσουμε: «Ξεφορτωθήκαμε οριστικά ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά της υλιστικής αναπαράστασης του κόσμου (σημ. εννοεί την αιτιοκρατία), ενώ η θετικιστική θεωρία βρίσκεται επιβεβαιωμένη και αιτιολογημένη με αποφασιστικό τρόπο».
Οι αντιλήψεις αυτές, βέβαια, αντικρούστηκαν με εξίσου αποφασιστικό τρόπο από εξίσου ισχυρές επιστημονικές προσωπικότητες, όπως τον Einstein, τον de Broglie, τον Schrödinger, τον Ευτύχη Μπιτσάκη, τον Franco Selleri και άλλους πολλούς. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, και αυτός άλλωστε είναι ο σκοπός αυτού του άρθρου, είναι να καταλάβουμε ωρισμένα πράγματα: Η αιτιοκρατία, για λόγους που εξηγούμε στο σχετικό άρθρο (βλ. σύνδεσμο στο τέλος του παρόντος άρθρου) υπήρξε πάντοτε ο στόχος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες σε συγκεκριμένη κοινωνία της Ευρώπης και για συγκεκριμένους λόγους ευνόησαν την ανάπτυξη ενός μαζικού αντιαιτιοκρατικού κινήματος. Από τις γραμμές του οποίου αναδύθηκαν επιστημονικές φυσιογνωμίες του αναστήματος του Heisenberg, οι οποίες και υπηρέτησαν με πάθος και συνέπεια αυτήν την συγκεκριμένη ιδεολογία. Εκείνο, επίσης, που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ακόμη και οι επιστημονικές θεωρίες δεν θα πρέπει να εξετάζονται ξεκομμένες από το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι θεωρίες αυτές αναπτύσσονται. Ακόμη ότι η αντιαιτιοκρατία (ιντετερμινισμός) αναπτύχθηκε πριν ακόμη διατυπωθεί η κβαντική θεωρία, πριν ακόμη υπερισχύσουν και απόλυτα κυριαρχήσουν οι αντιαιτιοκρατικές, αντιϋλιστικές και αντιρεαλιστικές θέσεις της Σχολής της Κοπεγχάγης. Με άλλα λόγια, δεν ήταν η κβαντική θεωρία εκείνη που έφερε την αντιαιτιοκρατία, αλλά αυτή, για τους λόγους που αναλύσαμε, προϋπήρξε της νέας επιστήμης. Επίσης θα πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι στην γείτονα της Γερμανίας Δανία ανδρώνονταν ο μετέπειτα αρχηγέτης της Σχολής της Κοπεγχάγης Niels Bohr, ο οποίος εξ απαλών ονύχων και καθ’  όλην την διάρκεια της ζωής του βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση και την επιρροή του Harald Høffding, συνεχιστή του έργου του Δανού φιλόσοφου Søren Kierkegaard, πρόδρομου του σύγχρονου υπαρξισμού και της νεορθόδοξης θεολογίας. Οι φιλοσοφικές επιρροές αυτών των δυο ανδρών είναι καταφανείς στο επιστημονικό έργο του Niels Bohr, ειδικώτερα στην «αρχή της συμπληρωματικότητας». Μαθηματική στήριξη  στην οποία παρέσχε ο Heisenberg  με την «αρχή της αβεβαιότητας». «Ο κύκλος, έτσι, έκλεισε» και η αντιαιτιοκρατία, η οποία είχε γιγαντωθεί στην Γερμανία του μεσοπολέμου, απετέλεσε την συνεκτική ύλη για την διαμόρφωση της τάσης εκείνης, η οποία έμελλε να αναδειχθεί ως η κυρίαρχη ερμηνεία στον χώρο της κβαντικής μηχανικής.


ΠΗΓΕΣ:
Paul Forman. Weimar culture, causality and quantum theory, 1918-1927: Adaptation by German Physicists and Mathematicians to a hostile intellectual environment. “Historical studies in the Physical Sciences” 3, University of Pennsylvania Press, 1971.
Franco Selleri. Παράδοξα και Πραγματικότητα. Τα θεμέλια της μικροφυσικής. Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2004.
Σύνδεσμοι:

    

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Γιατί ο ουρανός είναι γαλανός;



Το ερώτημα φαντάζει απλό, ίσως και απλοϊκό. Η απάντηση του όμως δεν είναι και τόσο εύκολη. Τουλάχιστον η κλασσική Φυσική δεν μπορεί να την δώσει. Απάντηση δίδει η κβαντική Φυσική, και πιο συγκεκριμένα η κβαντική θεωρία της αλληλεπίδρασης του φωτός με την ύλη.
Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία το άτομο περιγράφεται ως ένα σύστημα του οποίου η ενέργεια είναι  κβαντωμένη, δηλαδή παρουσιάζει μία αλληλουχία ενεργειακών επιπέδων, διαχωρισμένων μεταξύ τους: η ενέργεια ενός ατόμου δεν μπορεί να λάβει παρά ωρισμένες τιμές, τις τιμές αυτών των επιπέδων, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για αυτό το άτομο, ή, ακριβέστερα, για το είδος στο οποίο ανήκει (άνθρακας, άζωτο κλπ). Στην κανονική κατάσταση, το άτομο, από τις επιτρεπόμενες καταστάσεις, βρίσκεται σ’ εκείνην που χαρακτηρίζεται από την ελάχιστη ενέργεια (μη διεγερμένη ή θεμελιώδης κατάσταση). Όταν στο άτομο προσπέσει ένα φωτόνιο συχνότητας ν, η οποία αντιστοιχεί ή πιο σωστά γίνεται αντιληπτή από εμάς ως κάποιο χρώμα, π.χ. κόκκινο, και ενέργειας Ε=hν (όπου h η σταθερά του Planck ίση με 6,55x10-27erg.sec), το άτομο μπορεί να περάσει σε μία ανώτερη ενεργειακή κατάσταση, υπό τον όρο πάντοτε ότι η ενέργεια των προσπιπτόντων φωτονίων θα είναι ακριβώς ίση με την διαφορά μεταξύ ενός από τα επιτρεπόμενα ενεργειακά επίπεδα και του θεμελιώδους. Στην διεγερμένη δηλαδή κατάσταση, το άτομο, πάντοτε υπό την προϋπόθεση που τέθηκε παραπάνω, απορροφά ένα φωτόνιο, το οποίο εξαφανίζεται από την προσπίπτουσα δέσμη και το άτομο οδηγείται σε μία ανώτερη ενεργειακή κατάσταση. Ονομάζουμε αυτές τις απορροφήσεις συντονισμένες απορροφήσεις ή απλώς συντονισμούς. Στην ανώτερη αυτήν ενεργειακή κατάσταση το άτομο μπορεί να παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά να μεταπέσει στην θεμελιώδη του κατάσταση εκπέμποντας ένα φωτόνιο ίδιας συχνότητας και συνεπώς ίδιας ενέργειας με εκείνο το οποίο είχε απορροφηθεί. Το άτομο δηλαδή μπορεί να γίνει πομπός φωτός.

                  (Πηγή εικόνας: http://users.sch.gr)
Ας φανταστούμε, τώρα, τα ηλεκτρόνια του ατόμου ως μικρούς ταλαντωτές, ικανούς να πάλλονται υπό την επίδραση ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος, και των οποίων οι ιδιοσυχνότητες (δηλαδή οι συχνότητες για τις οποίες το ηλεκτρόνιο συντονίζεται, παλλόμενο με μέγιστο πλάτος) αντιστοιχούν σε μεταβάσεις του ατόμου από την θεμελιώδη κατάσταση σε μία από τις διεγερμένες. Εάν ένα φωτεινό κύμα προσπέσει στο άτομο ο ταλαντωτής αρχίζει να πάλλεται. Η απόκριση του ταλαντωτή είναι ασήμαντη (αλλά μη μηδενική) όταν η συχνότητα του προσπίπτοντος κύματος είναι διαφορετική από τις ιδιοσυχνότητες του, ενώ, αντίθετα, γίνεται πολύ σημαντική όταν οι συχνότητες του κύματος και του ταλαντωτή συμπίπτουν, όταν έχουμε δηλαδή συντονισμό. Για την πλειονότητα των απλών ατόμων (Ο, Ν, Η) οι συχνότητες συντονισμού είναι αρκετά υψηλότερες από αυτές που χαρακτηρίζουν το ορατό φως. Ανήκουν στην περιοχή του φάσματος, η οποία ονομάζεται υπεριώδης. Αυτός είναι ο λόγος που ένα αέριο είναι διαφανές.
Για τα μόρια (Ο2, Ν2, Η2Ο), οι συχνότητες συντονισμού είναι χαμηλότερες από τις ορατές συχνότητες, άρα και σ’ αυτήν την περίπτωση βρίσκονται έξω από το ορατό φάσμα. Με την εξής, όμως, σημαντική διαφορά: στην περίπτωση των ατόμων, οι μάζες που ταλαντώνονται είναι αυτές των ηλεκτρονίων. Στην περίπτωση των μορίων, οι ταλαντούμενες μάζες είναι αυτές των ατόμων. συνεπώς, είναι πολύ βαρύτερες απ’ ό,τι στην πρώτη περίπτωση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ένα και το αυτό κύμα να θέτει πολύ ευκολότερα σε κίνηση τους ταλαντωτές που αντιστοιχούν σε άτομα απ’ ό,τι εκείνους που αντιστοιχούν σε μόρια.
Το ηλιακό φως αποτελείται από ένα σύνολο ακτινοβολιών που περιλαμβάνει όλες τις δυνατές συχνότητες του φάσματος, από το υπεριώδες ως το υπέρυθρο, μέσω του ορατού. Οι υπέρυθρες ακτινοβολίες προκαλούν τον συντονισμό των μορίων, αλλά τα αντίστοιχα πλάτη είναι μικρά. Αντίθετα, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες προκαλούν τον συντονισμό των ατόμων, και τα αντίστοιχα πλάτη είναι σημαντικά. Το ορατό φως θέτει σε κίνηση τους ταλαντωτές με ένα πλάτος ταλάντωσης σχετικά μικρό, αλλά το ίδιο για όλους. Συνολικά, το ηλιακό φως προκαλεί ταλαντώσεις μέσου ή μικρού πλάτους στο ορατό, αμελητέου στο υπέρυθρο και πολύ μεγάλου στο υπεριώδες. Όπως ήδη αναφέραμε, ένα ταλαντούμενο φορτίο, όπως συμβαίνει να είναι το ηλεκτρόνιο ενός ατόμου που εξαναγκάζεται σε ταλάντωση, είναι επίσης πομπός φωτός. Δηλαδή, ένα ταλαντούμενο ηλεκτρόνιο εκπέμπει προς όλες τις κατευθύνσεις ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα (φως), του οποίου η συχνότητα είναι ίση με την ιδιοσυχνότητα της ταλάντωσης του. Οι φυσικοί έχουν αποδείξει ότι η ένταση της εν λόγω εκπομπής είναι ανάλογη με την τέταρτη δύναμη αυτής της συχνότητας.
Έχοντας κατά νου τα όσα ήδη εκθέσαμε μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε γιατί τα μόρια του ατμοσφαιρικού αέρα όταν φωτίζονται από τον Ήλιο εκπέμπουν φως. Η εκπομπή αυτή είναι εντονότερη στην συχνότητα του κυανού (σχεδόν διπλάσια εκείνης του ερυθρού) απ’ ότι στο ερυθρό, η ένταση δε του εκπεμπόμενου φωτός είναι πολλαπλάσια της ιδιοσυχνότητας των ταλαντούμενων μορίων του αέρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο ουρανός φαίνεται γαλάζιος. Η κβαντική φυσική δίδει την απάντηση και σ’ αυτό το απλό ερώτημα.
           (Πηγή εικόνας:www.physics.ox.ac.uk )
Σημείωση.
Η απορρόφηση και εκπομπή φωτονίου από το άτομο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αέναων μετασχηματισμών της ύλης, των μεταπτώσεων της μιας μορφής της σε άλλη, την εμφάνιση νέας μορφής ύλης ή την επανεμφάνιση της προηγούμενης σ’ ένα αδιάκοπο «Τα πάντα ρει».
Πηγή: Victor Weisskopf. Η Κβαντική Επανάσταση. Εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1994.




Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Το σύστημα διακυβέρνησης των επαναστατημένων Ψαρών.


Ενώ η Ύδρα και οι Σπέτσες είχαν αριστοκρατική διοίκηση, καθώς κουμάντο κάνανε οι νοικοκυραίοι, τα Ψαρά είχανε μία θαυμαστή για εκείνον τον καιρόν δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι νοικοκυραίοι της Ύδρας και των Σπετσών δεν βλέπανε αυτό το σύστημα με καλό μάτι. Στο ημερολόγιο του ο Σαχτούρης σημειώνει ειρωνικά για τους Ψαριανούς: «Εφαντάσθησαν ότι ήναι άλλοι Αθηναίοι, και ονόμασαν την τοπικήν Διοίκησιν τους, Βουλήν των Ψαρών».
Κάθε χρόνο, κάθε Μάρτη συγκεκριμένα, μαζεύονταν ο λαός στα Ψαρά και βγάζανε σαράντα αντιπροσώπους απ’ όλες τις τάξεις. από τους «παρτσινέβελους, τους καπεταναίους, τους καραβοκυραίους, τους εμπόρους και τους μαρινάρους». Αυτοί οι σαράντα ήταν η Βουλή των Ψαρών, που θα όριζε για έναν χρόνο τους δημογέροντες. Οι αντιπρόσωποι μετά την εκλογή τους, κλειδώνονταν στην εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα μαζί μ’ έναν παπά, ο οποίος δεν αναμειγνύονταν καθόλου στις πολιτικές συζητήσεις, αλλά παρίστατο για να αγιάσει την εκλογή. Από την εκκλησία δεν τους ξεκλειδώνανε εάν δεν εξέλεγαν τους καινούριους δημογέροντες. Έπειτα μαζεύονταν όλος ο λαός και αφού κάνανε «μονοκκλησιά», οι παλιοί δημογέροντες δίνανε την σφραγίδα του νησιού, που είχε την εικόνα της Παναγιάς, στους νέους. Η σφραγίδα αυτή ήταν χωρισμένη σε τέσσερα μέρη και ο κάθε δημογέροντας κράταγε από ένα. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, να πάρουν απόφαση αν δεν μαζεύονταν και οι τέσσερις για να την σφραγίσουν. Καθώς στο νησί δεν υπήρχε τούρκικη διοίκηση, οι δημογέροντες ήταν η κυβέρνηση του. Μια κυβέρνηση, όμως, με περιορισμένα δικαιώματα. Λύνανε τις διαφορές σύμφωνα με τα έθιμα, όμως τα εγκλήματα δεν δικάζονταν από αυτούς αλλά από την συνέλευση του λαού. Αλλά και για κάθε άλλο τρανό περιστατικό δεν κάνανε του κεφαλιού τους αλλά ζητούσαν την γνώμη και την έγκριση του λαού. Όπως τις χαλεπές μέρες του 1824, όταν πλησίαζε απειλητικά το νησί η αρμάδα του Χοσρέφ. Την Κυριακή 8 Ιούνη του 1824 κάλεσαν τον λαό στην εκκλησία του Αϊ-Νικόλα να πάρουνε μία απόφαση πως θα αντιμετωπίσουνε αυτόν τον κίνδυνο. Ούτε Γενικά Επιτελεία, ούτε κεκλεισμένων των θυρών. Πολέμαρχοι όλοι τους, μπαρουτοκαπνισμένοι, που ανασαίνανε τον πόλεμο και τον θάνατο  στον βράχο τους επάνω, και σ’ όλο το Αιγαίο, που αλωνίζανε με τα πλεούμενα τους. Στην κρίσιμη εκείνη συγκέντρωση καλέσανε και τους πρόσφυγες να πούνε την γνώμη τους. Στο νησί τότε ζούσανε δεκαπέντε έως τριάντα χιλιάδες άνθρωποι, σύμφωνα με διάφορες πηγές. Απ’ αυτούς οι έξι χιλιάδες ήτανε Ψαριανοί, και οι άλλοι πρόσφυγες, ξεριζωμένοι από την Χίο, το Αϊβαλί, τα Μοσχονήσια, άλλα μέρη της Ανατολής και χίλιοι Λιάπηδες. Οι πρόσφυγες όχι μόνο είπανε την γνώμη τους, αλλά κατάφεραν να πείσουν και πολλούς Ψαριανούς που τάχθηκαν με το μέρος τους. Άμεση δημοκρατία, δηλαδή, με την Τούρκικη αρμάδα προ των πυλών, και τις Γαλλικές κορβέτες να κάνουνε τον γύρο του νησιού και να «βολίζουνε τα νερά».