Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ευριπίδης: ο από σκηνής φιλόσοφος.

Γεννήθηκε το 480 ή 484, κατά μία παράδοση στην Σαλαμίνα και μάλιστα την ημέρα της ναυμαχίας. Η καταγωγή του ήταν από τον δήμο της Φλύας, το σημερινό Χαλάνδρι. Στην Φλύα ο πατέρας του Μνήσαρχος είχε κτήματα και τα εισοδήματά του από αυτά επέτρεπαν σ’ αυτόν και στην οικογένειά του να περνάνε μία ζωή αξιοπρεπή χωρίς να είναι πλούσιοι. Η μητέρα του Κλειώ κατ’ άλλους κατάγονταν από μεγάλο σόϊ, ενώ κατ’ άλλους, και κυρίως κατά τον Αριστοφάνη, πριν παντρευτεί ήταν λαχανοπώλις.
          Παντρεύτηκε δύο φορές, την Χοιρίνη και την Μελιτώ και απέκτησε τρεις γιους, τον Μνήσαρχο, τον Μνησίλοχο και τον Ευριπίδη τον νεώτερο, ενώ αναφέρεται και ένας τέταρτος γιός, ο Ξενοφών, ο οποίος σκοτώθηκε το 428, την χρονιά που ο ποιητής κέρδιζε διάκριση για τον Ιππόλυτο.

Άγαλμα του Ευριπίδη στο Μουσείο του Βατικανού, Ρώμη. (Πηγή εικόνας:el.wikipedia.org)
  
        Από τα παιδικά του χρόνια φάνηκε η μεγάλη του φιλομάθεια. Ήταν κυριολεκτικά βιβλιοφάγος. Πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ερευνά και να μαθαίνει. Έχοντας αυτό κατά νουν, με την μελέτη προσπαθούσε να βρει απαντήσεις στις απορίες του πάνω στα μεγάλα προβλήματα του φυσικού περίγυρου και της κοινωνίας. Είχε καταλάβει ότι η γνώση είναι δύναμη, η μόνη δύναμη που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών. Δεν σκόπευε, όμως, να φυλάξει αυτήν την γνώση για τον εαυτό του και να παριστάνει τον σοφό, αλλά ήθελε να την μεταδώσει και να φωτίσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Πίστευε ότι έτσι θα πετύχαινε να ανοίξει νέους δρόμους στην αθηναϊκή σκέψη. Χτύπησε την ρουτίνα και τον συμβατισμό και έκανε ό,τι πρέπει να κάνει κάθε πρωτοπόρος στοχαστής. Γκρέμιζε, μα ταυτόχρονα οικοδομούσε. Γι’ αυτό είχε πολλούς εχθρούς και λιγώτερους, αλλά φανατικούς, φίλους. Κοπίασε και πικράθηκε ίσως πολύ στην ζωή του, δεν έκανε, όμως, καμμία υποχώρηση. Στάθηκε πάντοτε οδηγητής.
          Ο Ευριπίδης, αν και δεν ήταν πολιτικός με την τρέχουσα έννοια, δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στα μεγάλα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα της πατρίδας του. Οι θέσεις που έπαιρνε κάθε τόσο στο κάθε πρόβλημα και ζήτημα ήταν πάντοτε ευνοϊκές για τον λαό κι αυτό τον έκανε ιδιαίτερα μισητό στους μεγάλους γαιοκτήμονες, στους τοκογλύφους και γενικά στην συντηρητική πλουτοκρατία. Όλοι αυτοί με αιχμή του δόρατος τον Αριστοφάνη δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαδί όλη του την ζωή.
(Πηγή εικόνας:afterschoolbar.blogspot.gr) 
     Όντας ερευνητικός μελετητής και δημιουργικός στοχαστής αναπόφευκτα έγινε μαθητής του Αναξαγόρα, τον οποίο φιλοξενούσε ο Περικλής. Το σπίτι του Περικλή, πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ήταν ένα είδος φιλολογικής και φιλοσοφικής λέσχης. Εκεί μαζεύονταν όλοι οι διανοούμενοι και εκεί γίνονταν επίμονες συζητήσεις για τα μεγάλα προβλήματα. Η προσωπικότητα του Αναξαγόρα ήταν ο μαγνήτης που τραβούσε γύρω του όλους τους προοδευτικούς του καιρού. Εκείνη, όμως, που δέσποζε ήταν η μορφή της Μιλήσιας Ασπασίας, τόσο για την καταπληκτική της ομορφιά όσο και για την ευρυμάθειά της. Πιστεύεται ότι το παρακάτω επίγραμμα, από μια χαμένη του τραγωδία (Κλημ. Αλεξ., Στρωμ., IV, 25, 157) το είχε γράψει ο Ευριπίδης ειδικά για τον δάσκαλο του τον Αναξαγόρα (η λέξη ιστορία σημαίνει κατάρτιση επιστημονική και απόκτηση γνώσεων μέσω της έρευνας).

                           (Πηγή εικόνας:www.aua.gr) 
          Ο Ευριπίδης, βλέποντας πως μεγάλη μερίδα της άρχουσας τάξης ήταν βουτηγμένη στον βούρκο της ανηθικότητας, προσπάθησε με τα κηρύγματά του να την φέρει στον ίσιο δρόμο. Στην τραγωδία του «Χρύσιππος» στιγματίζει την παιδεραστία, την οποία λίγο αργότερα ύμνησε και δικαιολόγησε ο Πλάτων (Συμπόσιο και Φαίδρος). 
(Πηγή εικόνας:lysippos-mustang.blogspot.gr
Αλλά και την αιμομιξία στιγμάτισε με την τραγωδία του «Αίολος», που κι αυτή χάθηκε. Φαίνεται πως στην Αθήνα της εποχής εκείνης υπήρχαν τέτοια περιστατικά, με πιο χτυπητή την περίπτωση του αρχηγού των ολιγαρχικών, και πολιτικού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθηναϊκής Πολιτείας, του Κίμωνα, ο οποίος συζούσε με την αδελφή του Ελπινίκη. «Έτι δε νέος ων αιτίαν έσχε πλησιάζειν τη αδελφή», γράφει ο Πλούταρχος (Κίμων, 4). Και ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Ικέτιδες» έμμεσα υπονοεί τον αιμομίκτη Κίμωνα.
       Σε δύο άλλες, επίσης χαμένες, τραγωδίες, τον «Αρχέλαιο» και τον «Αλέξανδρο», πραγματεύονταν το ζήτημα της δουλείας. Ένα απόσπασμα από την «Αντιόπη» δείχνει τον πόνο που αισθανόταν, βλέποντας να υπάρχουν άνθρωποι που ήταν δούλοι άλλων ανθρώπων, και πολλές φορές ανθρώπων κατώτερων τους: «Φεύ, φεύ, το δούλον ως απανταχή γένος προς την ελάσσω μοίραν ώρισεν θεός» (απόσπ., 19). Ίσως, αργότερα, ο ρήτορας Αλκιδάμας, που διαμαρτυρήθηκε για το καθεστώς της δουλείας, να είχε υπ’ όψιν του τα κηρύγματα αυτά του Ευριπίδη.
          Οι αρχαίες παραδόσεις παρουσιάζουν τον Ευριπίδη σαν έναν άνθρωπο ακοινώνητο, αγέλαστο, μελαγχολικό και σ’ όλη του την ζωή κατσουφιασμένο. Φαίνεται, όμως, ότι όλα αυτά δεν είναι παρά κακογλωσσιές των εχθρών του. Επίσης τον κατηγόρησαν πως ήταν μισογύνης. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί παρεξήγησαν τα όσα έγραφε και έλεγε εναντίον του ο Αριστοφάνης και πίστεψαν ότι ο Ευριπίδης μισούσε το γυναικείο φύλο. Κάθε άλλο όμως. Ο Ευριπίδης είναι ίσως ο πρώτος από τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές που αγωνίστηκε για την χειραφέτηση της Ελληνίδας. 
   (Πηγή εικόνας:ellinis.blogspot.gr) 
Στην τραγωδία του «Μήδεια» ασχολείται με το ζήτημα αυτό και διατυπώνει ολόκληρο κατηγορητήριο κατά του ανδρικού φύλου για την συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες της εποχής. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Θεσμοφοριάζουσαι» σατιρίζει τις ιδέες για την χειραφέτηση των γυναικών, τις οποίες υποστήριζε ο Ευριπίδης. Στην κωμωδία αυτή ξεχειλίζει το μίσος του Αριστοφάνη κατά του Ευριπίδη, αλλά μαθαίνουμε ότι στα χρόνια εκείνα γινόταν πολύς λόγος για την χειραφέτηση της Αθηναίας.
          Η τραγωδία του Ευριπίδη «Άλκηστις» είναι ο καλύτερος ύμνος για την γυναίκα που έχει γραφτεί στην αρχαιότητα αλλά και στα νεώτερα χρόνια. Ο Ευριπίδης παρουσιάζει την ωραία και νέα Άλκηστη, γυναίκα του βασιλιά των Φερών της Θεσσαλίας Άδμητου, να δέχεται να θυσιάσει την ζωή της για τον άντρα της, ενώ κανείς άλλος από τους στενούς συγγενείς του βασιλιά δεν δίνει την ζωή του για να τον σώσει. Στο δράμα αυτό ο Ευριπίδης ανέπλασε τον παλιό μύθο, για να υμνήσει την αυτοθυσία της Άλκηστης και να διδάξει έτσι στους Αθηναίους, ανοιχτά και θαρρετά, πώς η γυναίκα - σύζυγος, η ανυπόληπτη και παραμερισμένη, κρύβει πλούσια αισθήματα και τολμά πράξεις άξιες θαυμασμού.
          Ο Ευριπίδης έπαιρνε τα θέματά του από τον Θηβαϊκό, τον αργοναυτικό και τον Τρωϊκό κύκλο, αλλά δεν προσπαθούσε να δώσει στους μύθους αυτούς μόνο λογοτεχνική μορφή ή να ηθικολογήσει έχοντας σαν αφετηρία τις παραδεγμένες αρχές της συντηρητικής τάξης. 
                 (Πηγή εικόνας:argolikivivliothiki.gr) 
Σ’ όλα του νεωτέριζε. Ακόμα και στην γλώσσα. Αντί να χρησιμοποιεί την αρχαΐζουσα φρασεολογία, όπως έκανε ο Αισχύλος κι άλλοι ποιητές, αυτός χρησιμοποιούσε την γλώσσα του λαού (βλ. Αριστοφάνη, Βάτραχοι, 1058 και 1060-1062, και Αριστοφ., Ρητορική ΙΙΙ 1406b). Αναπλάθοντας έπειτα τους παλιούς μύθους, ο Ευριπίδης δεν ακολουθούσε πιστά την αρχαϊκή παράδοση. Κρατούσε, βέβαια, τα βασικά στοιχεία του μύθου αλλά τον εκσυγχρόνιζε. Τον ενδιέφερε το παρόν και όχι το μακρινό παρελθόν. Οι ήρωές του παρουσιάζονται σαν Αθηναίοι σύγχρονοι, οι οποίοι θίγουν, συζητούν και ερευνούν τα προβλήματα της εποχής τους. Η τεχνοτροπία του αυτή διαφέρει από την τεχνοτροπία του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής, λ.χ. παρουσιάζει την Ηλέκτρα σαν μία πραγματική βασιλοπούλα του παλιού καιρού, ενώ ο Ευριπίδης σαν μία Αθηναία του Ε΄ αιώνα. Το ίδιο κάνει και σε πολλά άλλα του δράματα. Οι ημίθεοι του, οι ήρωες του και οι βασιλιάδες του σκέφτονται και ενεργούν σαν κοινοί άνθρωποι. Ο Αριστοτέλης γράφει πως ο Σοφοκλής παρασταίνει τους ανθρώπους τέτοιους που πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τέτοιους που είναι (Ποιητική, XXIV, 1460a, 40). Ο Ευριπίδης υπήρξε σ’ όλα του προοδευτικός και χτύπησε κάθε συμβατική ψευτιά, ανηθικότητα και πρόληψη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοφάνης τον κατηγόρησε πολλές φορές για τους νεωτερισμούς του αυτούς, πώς τάχα κατέβαζαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο την τραγωδία.
      Και στο ζήτημα της θρησκείας στάθηκε ένας ελευθερόφρονας. Δεν πίστευε, βέβαια, τα παραμύθια της Ησιοδικής θεογονίας, αλλά δεν έγινε και καταλυτής ειδώλων. Ήξερε πως η θρησκεία φανατίζει τον όχλο και τον τυφλώνει. Γι’ αυτό, όταν έθιγε ζητήματα λατρείας ήταν επιφυλακτικός. Έλεγε την γνώμη του με τρόπο, ώστε να μην έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τις παραδεγμένες θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι ολιγαρχικοί χαρακτήριζαν τότε κάθε άμεση επίκριση ή έλεγχο της θρησκείας σαν επαναστατική ενέργεια που στρέφονταν κατά του καθεστώτος. Εκμεταλλευόμενοι έτσι την θρησκοληψία του πλήθους κρατούσαν κάτω από τον έλεγχό τους τις μάζες. Είχανε, μάλιστα, θεσπίσει την ποινή του θανάτου για όποιον θα τολμούσε να εκφράσει αμφιβολίες για την ύπαρξη των θεών. Οι πνευματικοί, όμως, άνθρωποι που είναι άξιοι του ονόματός τους δεν πρέπει να κρύβουν τις ιδέες τους, γι’ αυτό και ο Ευριπίδης δεν μπορούσε να προσποιείται τον θρήσκο ή τον ουδέτερο στο ζήτημα αυτό. Έτσι, όταν του παρουσιάζονταν η ευκαιρία, έλεγε πως αυτό που λέμε θεός είναι η φύση που μας περιτριγυρίζει, είναι ο αιθέρας που αποτελεί την ουσία του υλικού κόσμου (Αριστοφ., Βάτραχοι, στ. 890-892). Στην τραγωδία του «Ηρακλής μαινόμενος» είναι πιο ελευθερόστομος. Δεν πιστεύει σε θεούς που είναι άδικοι και έχουν όλες τις κακίες των ανθρώπων, ενώ στην χαμένη του τραγωδία «Βελλερεφόντης» ξεστόμισε την φράση «ουκ εισίν, ουκ εισίν», δηλαδή δεν υπάρχουν θεοί (αποσπ. 286, 311). Ο Ευριπίδης με τους υπαινιγμούς του αυτούς αγωνίστηκε όσο του επιτρέπανε οι συνθήκες να απελευθερώσει το άτομο από την πνευματική - θεοκρατική καταπίεση. Τελικά, όμως, δεν γλύτωσε το κατηγορητήριο. Καταγγέλθηκε για ασέβεια και λίγο έλειψε να την πάθει. Πολύ πιθανόν να κατηγορήθηκε λίγο πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, μαζί με τον Αναξαγόρα και την Ασπασία, γύρω στα 432. Οι ολιγαρχικοί αντίπαλοι του Περικλή μη βρίσκοντας κανένα ψεγάδι στον μεγάλο Αθηναίο πολιτικό για να τον κατηγορήσουν και να τον βγάλουν από την μέση, προσπαθούσανε να αποψιλώσουν τον περίγυρο του. Και ως ένα βαθμό τα κατάφεραν.

Ο Περικλής αγορεύων στην Πνύκα, τοιχογραφία, έργο του Philipp von Foltz (1860). 
(Πηγή εικόνας:el.wikipedia.org)

Ο Ευριπίδης, σαν φίλος και οπαδός του Περικλή στάθηκε σ’ όλη του την ζωή ένας φανατικός δημοκρατικός. Στήριξε και ενίσχυσε την κάθε προσπάθεια του Περικλή να εδραιώσει και να διευρύνει το δημοκρατικό πολίτευμα, κάτι που προσπάθησε ο Περικλής να κάνει αφαιρώντας εξουσίες από τα όργανα των ολιγαρχικών και δίνοντας τες στον λαό, διευρύνοντας με τον τρόπον αυτόν την λαϊκή εξουσία. Έτσι εξηγείται η μεγάλη έχθρα των ολιγαρχικών και της πλουτοκρατίας απέναντι στον Ευριπίδη. Έτσι εξηγείται γιατί ο Ευριπίδης είχε γίνει σχεδόν μόνιμος στόχος του Αριστοφάνη.
Ο Ευριπίδης ήταν βέβαια δημοκρατικός, δεν συμπαθούσε όμως, καθόλου τους δημαγωγούς, οι οποίοι μετά τον θάνατο του Περικλή, το είχαν παρακάνει. Γι’ αυτό πολλές φορές στις τραγωδίες του αποδοκιμάζει τα δημαγωγικά φερσίματα, καθώς και τις ακραίες ενέργειες των πολιτών, που κάνανε ζημιά στην Αθηναϊκή Πολιτεία: «Ακόλαστος όχλος ναυτική τ’ αναρχία κρείσσων πυρός, κακός δ’ ο μη τι δρων κακόν» (Εκάβη, 608).
Για τον Ευριπίδη, η μεσαία τάξη ήταν το στήριγμα της Πολιτείας και η ασφάλεια  του πολιτεύματος: «τριών δε μοιρών η εν μέσω σώζει πόλεις, κόσμον φυλάττουσ’ όντιν’ αν τάξη πόλις» (Ικέτ. 241). Πολύ παινεύει τους αυτουργούς, δηλαδή τους αγρότες, που καλλιεργούν μόνοι τους τα χωράφια και τα αμπέλια τους. Σ’ αυτούς αναγνωρίζει σύνεση, πατριωτισμό και μυαλοσύνη. Τους ευγενείς δεν τους χωνεύει και δεν τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να έχουν προνόμια και τίτλους. Πολλοί που κατάγονται, έλεγε, από μεγάλα σόγια είναι κατεργαρέοι, ενώ πολλοί φτωχοί έχουν ευγενικά αισθήματα. Ο πλούτος, έλεγε, πάλι δεν είναι πάντοτε σημάδι της ευγένειας. Παραδεχόταν, ωστόσο, ότι η φτώχεια οδηγεί πολλές φορές τον άνθρωπο στο κακό (Ηλέκτρα, 367-380). Αλλά, σημειώνει, ο πλούτος μολονότι δεν είναι σημάδι της ευγένειας, ωστόσο, παντού και πάντα, έχει πέραση. Κανένας δεν λογαριάζεται, ας είναι κι ευγενής, αν δεν έχει χρήμα.
 Επίσης υποστήριζε πως η διοίκηση του στρατού πρέπει να έχει λαϊκή σύνθεση και γι’ αυτό δεν χώνευε την οργανωμένη στρατοκρατία της Σπάρτης (Ανδρομάχη 693-699).
Ο Ευριπίδης ήταν πατριώτης. Πίστευε στην ανωτερότητα του Ιωνικού πολιτισμού, και για τους λόγους αυτούς, και όχι μόνο γιατί ακολουθούσε τον Περικλή απεχθανόταν τους Σπαρτιάτες και τους λακωνίζοντες Αθηναίους. Στα χρόνια μάλιστα του Πελοποννησιακού πολέμου πήρε φανερή αντισπαρτιατική θέση. Στην τραγωδία του «Ίων» υπερασπίζεται τον ιωνικό πολιτισμό και τον παρουσιάζει ανώτερο από τον δωρικό. 
             (Πηγή εικόνας:argolikivivliothiki.gr) 
Στην τραγωδία του «Ανδρομάχη» δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τους Σπαρτιάτες ύπουλους, κατεργαρέους, ψεύτες και μηχανορράφους, ενώ στους «Ηρακλείδες» στιγματίζει τους Λακεδαιμόνιους και τους Αργίτες σαν αχάριστους. Ο Ευριπίδης, όμως, δεν ήταν φιλοπόλεμος. Δεν παρίστανε σαν τον Αριστοφάνη τον φιλειρηνιστή. Ήταν ένας πραγματικός φίλος της ειρήνης, χωρίς φυσικά, να συμφωνεί και να ταυτίζεται με τους λακωνίζοντες συμπατριώτες του. Οι οποίοι προπαγάνδιζαν την ειρήνη για δικό τους όφελος, αφού οι όροι που έβαζαν στους Αθηναίους οι Σπαρτιάτες για την σύναψη ειρήνης ήταν ιδιαίτερα βαρείς και άπτονταν του δημοκρατικού τους πολιτεύματος. Η κατάργηση του οποίου δεν θα στενοχωρούσε ιδιαίτερα τους ολιγαρχικούς, αφού νύχτα-μέρα εργάζονταν για να υποσκάψουν το δημοκρατικό πολίτευμα της πατρίδας τους. Πρωτομάστορας, βέβαια, ήταν ο Αριστοφάνης, τον οποίο ξεμπρόστιασε ο Σωκράτης, λέγοντας ότι όσα γράφει στις κωμωδίες του ο Αριστοφάνης δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της πόλεως, και μάλιστα σε καιρό πολέμου. Αυτός είναι ο λόγος που ο  Αριστοφάνης επιτίθεται άγρια στον Σωκράτη στην κωμωδία του Νεφέλαι.
Ο Ευριπίδης θεωρούσε τον Πελοποννησιακό πόλεμο αμυντικό για τους Αθηναίους, γι’ αυτό, όταν το 420, ύστερα δηλαδή από δέκα χρόνια πολέμου, σταμάτησε, προσωρινά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, ο πόλεμος, στην τραγωδία του «Ικέτιδες» συμβουλεύει τους Αθηναίους να κλείσουν οριστική ειρήνη με την Σπάρτη και να γίνει συμμαχία με το Άργος. Τις ίδιες συμβουλές έδινε και στις τραγωδίες «Κρεσφόντης» και «Ερεχθεύς». Και μετά το 420 και την επανέναρξη των εχθροπραξιών συνεχίζει να είναι οπαδός της φιλειρηνικής πολιτικής. Όταν αποφασίστηκε η εκστρατεία της Σικελίας, στους «Τρωάδες», που ανεβάστηκαν το 415, προλέγει έμμεσα την αποτυχία της εκστρατείας και την καταστροφή των Αθηναίων. Ο μεγάλος στοχαστής και πατριώτης Ευριπίδης δεν μπορεί πια να ησυχάσει από την αγωνία. Βλέποντας ότι η Αθηναϊκή Πολιτεία περνάει κρίσιμες στιγμές, συμβουλεύει, διαμαρτύρεται, πασχίζει να φέρει στα συγκαλά τους τους Αθηναίους, όμως δεν πετυχαίνει τίποτα.
                   (Πηγή εικόνας:blogs.sch.gr
Ο Ευριπίδης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αθηναϊκή Σκηνή το 456/5. Δεν πήρε ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο βραβείο. Ήρθε τρίτος. Αλλά και πιο ύστερα δεν στάθηκε τυχερώτερος. Μόνο τέσσερις φορές πήρε τα πρωτεία και για πρώτη φορά το 442. Έβρισκε πάντα αντίδραση από τους κριτές που ανήκανε στην συντηρητική μερίδα της αθηναϊκής κοινωνίας. Για κάμποσα χρόνια αποτραβήχτηκε και ασχολήθηκε με την μελέτη. Άλλωστε αυτό στάθηκε όλη του την ζωή. Ένας φανατικός οπαδός της επιστημονικής έρευνας και της κριτικής. Ο άνθρωπος, έλεγε, πρέπει να μαθαίνει και για να μαθαίνει πρέπει να ερευνά και όχι να πιστεύει τυφλά τα παλιά δόγματα. Το 438 έκανε νέα εξόρμηση. Την χρονιά εκείνη ανέβασε μαζί με την τριλογία του Κρήσσαι-Αλκμαίων ή Ψωφίς-Τήλεφος και την Αλκήστη, αντί σατιρικού δράματος. Επρόκειτο για νεωτερισμό, αφού αντί για σατιρικό δράμα ανέβαζε ένα ελαφρό δράμα, που δεν ήταν ούτε τραγωδία, ούτε όμως και κωμωδία. Η καινοτομία αυτή δεν άρεσε στο κοινό. Οι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν για παράβαση του κανονισμού των δραματικών αγώνων. Έτσι, ο Ευριπίδης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί από την μια μεριά με τις απαιτήσεις του κοινού, και από την άλλη με τον καθιερωμένο κανονισμό.
Από τις πολλές τραγωδίες που έγραψε και δίδαξε ο Ευριπίδης σωθήκανε μόνον δεκαεπτά κι ένα σατιρικό δράμα. Όπως ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, έτσι και ο Ευριπίδης εισηγήθηκε και εφάρμοσε αρκετούς νεωτερισμούς στην τεχνική του θεάτρου. Πρώτος αυτός επινόησε τον πρόλογο, νεωτερισμό, που στα χρόνια εκείνα ήταν σημαντικός, γιατί από την αρχή κατατόπιζε τους θεατές για το θέμα της τραγωδίας. 
              (Πηγή εικόνας:alexgger.blogspot.gr) 
Άλλος νεωτερισμός του ήταν ο «από μηχανής θεός», που πρόλεγε την λύση ή την έκφραζε ο «επιφαινόμενος» θεός. Επίσης πολλές φορές στα χορικά του προσέθετε ωδές που δεν είχαν συνάρτηση με την κύρια υπόθεση, γι’ αυτό και λέγονταν εμβόλιμα. Ο νεωτερισμός αυτός, φυσικά, είχε κάποιο λόγο. Βάζοντας τον χορό να απαγγέλλει παλιά τραγούδια ή ύμνους έκρυβε τολμηρές ιδέες δικές του. Το ίδιο συνέβαινε και με τον «από μηχανής θεό», στο στόμα του οποίου έβαζε σκέψεις δικές του, τις οποίες ο ίδιος δεν μπορούσε να εξωτερικεύσει για να μην δώσει πάτημα στους αντιδραστικούς και τον χτυπήσουνε, και μαζί μ’ αυτόν και όλη την δημοκρατική παράταξη, Έτσι, όσα ο ίδιος δεν μπορούσε να πει, τα ̕βαζε να τα λένε οι θεοί. Φαίνεται ότι στους Αθηναίους οι μονωδίες (λυρικές ωδές) του Ευριπίδη, στις οποίες, όχι ο χορός αλλά τα κυριώτερα πρόσωπα της τραγωδίας κάνανε γνωστές τις ιδέες και τις σκέψεις τους, αρέσανε πολύ. Όσο και εάν θέλει ο Αριστοφάνης να κοροϊδέψει τις μονωδίες αυτές (Βάτραχοι, 944), οι Αθηναίοι τις αγαπούσανε και νοιώθανε μεγάλη ευχαρίστηση να τις ακούνε.
Αναφέραμε ήδη ότι ένας άλλος νεωτερισμός του ήταν η απόπειρα του να καταργήσει το υποχρεωτικό σατιρικό δράμα. Φαίνεται πως ο Ευριπίδης δεν ανεχότανε να παρασταίνεται αναγκαστικά, μαζί με την τριλογία, κι ένα σατιρικό δράμα που είχε Σιληνούς και Σατύρους. Η προσπάθεια του αυτή, όπως ήδη είπαμε, δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση και ο Ευριπίδης συμμορφώθηκε με τις επιθυμίες του κοινού και των κριτών.
Για τελευταία φορά ο Ευριπίδης εμφανίζεται στην Αθηναϊκή Σκηνή με την τραγωδία του «Ορέστης» το 408. Οι ολιγαρχικοί είχαν ενισχυθεί και οι κωμωδιογράφοι τον συκοφαντούσανε και τον σατιρίζανε. Πικραμένος ο ποιητής έφυγε και πήγε στην Πέλλα της Μακεδονίας, όπου βρήκε φιλοξενία από τον βασιλιά Αρχέλαο. Εκεί βρίσκονταν κι ένας άλλος τραγικός ποιητής, ο Αγάθων, ο μουσικός Τιμόθεος, ο ζωγράφος Ζεύξις, και πιθανόν κι ο ιστορικός Θουκυδίδης.
          Στην αυλή του Αρχέλαου συνέθεσε τρεις ακόμη τραγωδίες: τις Βάκχες, την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τον Αρχέλαο. Από τις τραγωδίες αυτές σώθηκαν μόνον πολύ λίγα αποσπάσματα.
          Στην Μακεδονία έζησε 18 μήνες και πέθανε ξαφνικά το 406. Οι εχθροί του, που είχαν χαρεί όταν είχε φύγει από την Αθήνα, και μετά τον θάνατό του δεν κρύψανε την χαρά τους. Ο Αριστοφάνης μάλιστα δεν κρατήθηκε. Νωπό ήταν ακόμη το χώμα του τάφου του ποιητή όταν τον κακολόγησε στην κωμωδία του Βάτραχοι.
          Αργότερα, οι Αθηναίοι κατάλαβαν την μεγάλη του αξία και μετανοιωμένοι ζήτησαν να φέρουν τα οστά του από την γη της Μακεδονίας για να τα θάψουν με τιμές όπως άρμοζε στον μεγάλο ποιητή, στον «από σκηνής φιλόσοφο». Οι Μακεδόνες, όμως, αρνήθηκαν και οι Αθηναίοι του κάνανε ένα κενοτάφιο στον δρόμο προς τον Πειραιά, στο οποίο έβαλαν μία πλάκα με το παρακάτω επίγραμμα:
                   Μνήμα μεν Ελλάς άπασ’ Ευριπίδου,
                   οστέα δ’ ισχύει γη Μακεδών
                   η γάρ δέξατο τέρμα βίου. Πατρίς δ’
                   Ελλάδος, Ελλάς Αθήναι,
                   πλείστα δε Μούσας τέρψας εκ πολλών
                   και τον έπαινον έχει.

                      (Πηγή εικόνας:www.salamina.gr

          Όπως φανερώνει το επίγραμμα αυτό οι Αθηναίοι δεν τον αναγνωρίζουν μόνον σαν μεγάλο ποιητή και δημιουργό, αλλά τον τιμούν σαν μία πανελλήνια προσωπικότητα. Η επιρροή του ποιητή και στοχαστή στα γράμματα και στις τέχνες συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι και οι λογοτέχνες διάβαζαν πολύ τα έργα του και τιμούσαν την μνήμη του. Η φήμη του στους Ελληνιστικούς χρόνους απλώθηκε σ’ όλη την Μεσόγειο και οι τραγωδίες του έγιναν υπόδειγμα των ποιητών της εξελληνισμένης Ανατολής. Τον Ευριπίδη τον μιμήθηκαν ακόμη και οι τραγικοί της Ρώμης. Αλλά και στις εικαστικές τέχνες ο Ευριπίδης είχε μεγάλη επίδραση. Οι γλύπτες και οι ζωγράφοι απεικόνισαν σε πολλά έργα τους πάρα πολλές σκηνές από τις τραγωδίες του.
          Η μεγαλύτερή του, όμως, προσφορά ήταν ότι χάρις στο έργο το δικό του, αλλά προφανώς και άλλων δημοκρατικών δραματικών ποιητών και κωμωδιογράφων, το θέατρο της εποχής εκείνης είχε μετατραπεί από χώρο της Διονυσιακής λατρείας σε χώρο όπου κυκλοφορούσαν οι πιο φωτεινές και οι πιο προοδευτικές ιδέες. Όλοι αυτοί οι δημιουργοί προσφέρανε στον λαό με την μορφή της τέχνης τα ιδεολογικά του όπλα για την υπεράσπιση των δημοκρατικών πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, ενώ παράλληλα χάρη στην εξαίσια συνθετικότητα της δραματικής ποίησης ικανοποιούσαν τις αισθητικές ανάγκες του λαού, δίνοντας του την δυνατότητα να ερευνά τα μεγάλα ηθικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά προβλήματα της εποχής. Το θέατρο είχε γίνει ένα πραγματικό πνευματικό κέντρο για την διαπαιδαγώγηση του λαού. Τα θεωρικά, τα οποία θέσπισε ο Περικλής, δηλαδή η με δημόσια έξοδα αγορά των εισιτηρίων για τους φτωχούς Αθηναίους και τους αγρότες, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες του θεάτρου στα ευρέα λαϊκά στρώματα. Ο λαός μορφώνονταν και ξυπνούσε. Ο πνευματικός κόσμος της εποχής εκείνης ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των καιρών. Παρά τα σκώμματα, τις λοιδορίες και τις συκοφαντίες των αντιδραστικών στάθηκε δίπλα στον λαό και τον βοήθησε να σηκωθεί και να ψηλώσει. Όσο κι αν αυτό στοίχισε σε ωρισμένους, όπως στον Ευριπίδη.

Πηγή: Γιάνης Κορδάτος. Η Αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιές είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου. Εκδ. Μπουκουμάνη, Ε΄ έκδοση, Αθήνα, 1974.
Επίσης: 

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Σάτιρα: με ή χωρίς όρια;


Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό της σάτιρας. Κατά την γνώμη μας, λοιπόν, σάτιρα είναι η αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας με όρους και χαρακτηριστικά γκροτέσκο, δοσμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προσβάλλεται η προσωπικότητα των σχολιαζομένων ούτε να αποϊδεολογοποιούνται πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα. Το στοιχείο αυτό της γελοιογραφικής υπερβολής προκειμένου να τονιστεί το κακό και το άσχημο, βοηθάει τον κοινωνό της σάτιρας να έχει σαφέστερη αντίληψη για το σήμερα, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στο αύριο χωρίς τα λάθη του χθες. Συνεπώς η σάτιρα έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, αποτελεί δε ένα διακριτό όσο και επιθυμητό, για να μην πούμε αναγκαίο στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο και βοηθάει να ξεπεράσει τις κακές του πλευρές. Εκτός από την υπερβολή, η οποία φθάνει μέχρι της γελοιογραφίας χωρίς να γελοιοποιεί, άλλα μέσα έκφρασης της σάτιρας είναι η παρωδία, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία
             (Πηγή εικόνας:psychografimata.com) 
Ο χειρισμός του ισχυρού αυτού εργαλείου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και επιδεξιότητα. Υπάρχει μία λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην σάτιρα και στην ύβρη. Την οποία μπορεί κανείς εύκολα να περάσει και από παιδαγωγός να γίνει υβριστής. Οι σατιρογράφοι, επομένως, πέρα από την σατιρική δεινότητα, χρειάζεται να είναι προσωπικότητες ολοκληρωμένες, να έχουν αίσθηση του μέτρου, να έχουν σταθερές και αξίες στην ζωή τους, να έχουν γνώση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι, των ιδιαίτερων κοινωνικών και πολιτικών χαρακτηριστικών της κάθε εποχής, όπως και επίγνωση των επικίνδυνων ολισθημάτων στα οποία μπορεί να οδηγήσει μία άκριτη σάτιρα.
          Ωρισμένοι διατείνονται ότι η σάτιρα μπορεί να διακωμωδεί τα πάντα. Δηλαδή όχι μόνο το κακό και το άσχημο, αλλά και το καλό και το αγαθό. Και επειδή οι έννοιες αυτές αποκτούν περιεχόμενο μόνο σε σχέση μ’ ένα σύστημα αναφοράς, θα γίνουμε πιο συγκεκριμένοι φέρνοντας ένα παράδειγμα. Το Μολών Λαβέ  φερ’ ειπειν. 
                                 (Πηγή εικόνας:www.antinews.gr) 
Τί μηνύματα στέλνει το Μολών Λαβέ; Μηνύματα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας, ηρωϊσμού, μηνύματα αντίστασης στην τυρρανία, μηνύματα υπεράσπισης μέχρις εσχάτων των ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του ορθού λόγου, μήνυμα όπως να μαχόμαστε και να πέφτουμε όρθιοι γι’ αυτά που πιστεύουμε σαν σωστά, ακόμη κι όταν είμαστε πολύ λίγοι, ακόμη κι όταν είμαστε ένας. Εάν θέλουμε να διακωμωδήσουμε το Μολών Λαβέ, να το κάνουμε π.χ. Μολών φραπέ, που έχει και ομοιοκαταληξία, και ζωγραφίσουμε ένα κύπελλο φραπέ με την ελληνική σημαία καρφωμένη επάνω στον αφρό του καφέ, για να μην μένει καμμία αμφιβολία σχετικά με το τι θέλουμε να πούμε, τότε ακυρώνουμε αυτά τα μηνύματα και στέλνουμε τα ακριβώς αντίθετα: μηνύματα υποταγής και ατομικισμού. Η ιδεολογία η οποία αναπτύσσεται με τέτοιου είδους μηνύματα αναμφίβολα ουδόλως στενοχωρεί τους εγχώριους κρατούντες. Και ασφαλώς ούτε και εκείνους οι οποίοι επιθυμούν να πλήξουν «τα πολιτισμικά και ιστορικά μας αποθέματα», κατά την ρήση του γνωστού πάλαι ποτέ «μάγου της διπλωματίας» προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα δικά τους συμφέροντα και να επιτευχθούν οι στόχοι τους οποίους αυτοί έχουν θέσει.
          Ας φέρουμε, τώρα, ένα άλλο παράδειγμα. Τον πατέρα της Αττικής κωμωδίας. Τον Αριστοφάνη. 
Οι ίδιοι κύκλοι ισχυρίζονται ότι ο Αριστοφάνης διακωμωδούσε αδιακρίτως τα πάντα. Πόσο είναι αλήθεια αυτό; Ας ανατρέξουμε σε μία κατά την γνώμη μας αξιόπιστη ιστορική πηγή. Ο Γιάνης Κορδάτος στο βιβλίο του «Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου», εκδ. Μπουκουμάνη, Ε΄ έκδοση, 1974, σημειώνει: «… Κύριος στόχος του (του Αριστοφάνη) στάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και οι θεσμοί του, που σήκωσαν απερίγραπτες βρισιές και κοροϊδίες, χλευασμούς και κακογλωσσιές. Όπως και οι άλλοι, έτσι κι αυτός ανήκε στην ολιγαρχική παράταξη και στάθηκε όχι μόνο εχθρός του Περικλή, αλλά και φίλος των Σπαρτιατών στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε το φιλειρηνιστή και προπαγάνδιζε στους Αθηναίους με τρόπο, βέβαια, την ηττοπάθεια…» (σ. 258-259). Ας ανατρέξουμε στις κωμωδίες του Αριστοφάνη προκειμένου να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές του μεγάλου μας ιστορικού και στοχαστή. Στα 426, ένα χρόνο μετά την επιτυχία της πρώτης του κωμωδίας, ο Αριστοφάνης παράστησε μία άλλη, την κωμωδία οι Βαβυλώνιοι, στο όνομα πάλι του φίλου του Καλλίστρατου, λόγω του νεαρού της δικιάς του ηλικίας. Στην κωμωδία αυτήν επέκρινε δριμύτατα την εξωτερική πολιτική των Αθηνών, και κυρίως την συμπεριφορά της Αθήνας απέναντι στους συμμάχους της. Μάλιστα για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση την ανέβασε στην γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, γιορτή στην οποία κατά τα ειωθότα παρευρίσκονταν οι αντιπρόσωποι των συμμάχων της Αθήνας. Η ζημιά για την Αθηναϊκή πολιτεία και για την δημοκρατική παράταξη που κυβερνούσε την περίοδο εκείνη ήταν μεγάλη. Οι ολιγαρχικοί καταχειροκρότησαν τον ποιητή, οι δημοκρατικοί, όμως, έβραζαν από οργή. Ο Κλέων, ο αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης, ζήτησε να διωχτεί ο ποιητής, και να εφαρμοσθεί εναντίον του το απαγορευτικό ψήφισμα του 440. Φαίνεται, όμως, ότι δεν τα κατάφερε, γιατί την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, στην γιορτή των Ληναίων, ο Αριστοφάνης παράστησε την κωμωδία του Αχαρνής. Οι ολιγαρχικοί υποστηρικτές του Αριστοφάνη, είχαν αρκετή πολιτική δύναμη για να εμποδίσουν μία καταδίκη του εκλεκτού τους. Στους Αχαρνής ο Αριστοφάνης δεν τα βάζει μόνο με τον Κλέωνα, αλλά κατηγορεί και τον Περικλή και τους άλλους αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης, χωρίς να ξεχνάει τον Ευριπίδη. Κατηγορούσε ότι ο πόλεμος που διεξάγονταν δεν ήταν αμυντικός, όπως ισχυρίζονταν οι δημοκρατικοί, αλλά επιθετικός, και παρουσίαζε τους Ίωνες σαν απόλεμους, φοβιτσιάρηδες, συμφεροντολόγους και φίλους των Περσών. Όμως αυτά που έψελνε των Ιώνων (βλ. Αχαρνής, 100-120) στρέφονταν κατά των Αθηναίων που ήταν απόγονοι της Ιωνικής φυλής.
Από τότε ο Αριστοφάνης έγινε ακόμη πιο επιθετικός. Στην κωμωδία του Ιππής περιπαίζει και διακωμωδεί από την μια μεριά τον Κλέωνα, και από την άλλη τον δήμο, δηλαδή τον λαό της Αθήνας. Στην κωμωδία του αυτή, που είναι το πιο πικρόχολο και υβριστικό κατηγορητήριο που γράφτηκε ποτέ κατά της δημοκρατίας, έβαλε όλα του τα δυνατά για να ρεζιλέψει τον Κλέωνα και να παραστήσει ελεεινό, ανήθικο και συμφεροντολόγο τον Αθηναϊκό λαό. Πήρε μάλιστα και τα πρωτεία την χρονιά εκείνη, πράγμα που δείχνει ότι ο Κλέων δεν είχε ακόμη μεγάλη πολιτική επιρροή.
        Όμως σε λίγο τα πράγματα αλλάξανε και ο Κλέων συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη στα χέρια του. Ο Αριστοφάνης βλέποντας ότι ο Κλέων είχε γίνει ισχυρός δεν αποτόλμησε να τα βάλει μαζί του. Στην καινούρια του κωμωδία Νεφέλαι, που δίδαξε το 423, έχει σαν στόχο τον Σωκράτη και τους σοφιστές. Η διδασκαλία των τελευταίων είχε μεγάλη απήχηση στην νεολαία, και φυσικά στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίες θεωρούσαν τους σοφιστές σαν υπεύθυνους για την γενικώτερη κακή κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία. Οι ολιγαρχικοί ανησυχούσανε από την εξέλιξη του πολέμου, αλλά και από τις νέες ιδέες, οι οποίες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, όπως η κοινοκτημοσύνη των αγαθών και το ξαναμοίρασμα των χωραφιών. Μετά ήταν και οι δούλοι που είχαν αρχίσει να σηκώνουν κεφάλι και να μην είναι πλέον τυφλά υποτακτικοί. Για όλα αυτά οι ολιγαρχικοί θεωρούσαν υπαίτιους τους σοφιστές και τις διδασκαλίες τους. Ο Αριστοφάνης πιστός στην τάξη που εκπροσωπούσε, στην νέα του κωμωδία τα βάζει με τους σοφιστές, αφού δεν μπορούσε να τα βάλει με τον Κλέωνα.
          Ο ποιητής ξαναγυρίζει στην πολιτική σάτιρα με την κωμωδία του Σφήκες. Ο Κλέων είχε σκοτωθεί και οι ολιγαρχικοί αναθάρρησαν. Ο Αριστοφάνης αυτήν την φορά προσπαθεί να γελοιοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονταν η δικαιοσύνη στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Του ήταν αδιανόητο ότι οι δικαστές ήταν απλοί πολίτες και ότι την δικαιοσύνη την ασκούσαν λαϊκά δικαστήρια. Φυσικά δεν ξέχασε τον Κλέωνα ούτε, για μία φορά ακόμη, τους άλλους αρχηγούς των δημοκρατικών, ζωντανούς και πεθαμένους. Ζητούσε να αλλάξει το πολίτευμα για να σταματήσει η «αναρχία» και η προπαγάνδα των νέων ανατρεπτικών ιδεών.



Στα 414 εμφανίστηκε ξανά στην Αθηναϊκή Σκηνή με την κωμωδία του Όρνιθες. Σ’ αυτήν καμουφλάροντας τις πολιτικές του ιδέες σατιρίζει έμμεσα τους Αθηναίους. Από την μια μεριά, λέει, πως έτσι που κατάντησε η ζωή μέσα στο Άστυ δεν μπορεί κανείς να ευτυχήσει και να προκόψει, κι από την άλλη, κατηγορεί γι’ αυτά τους δημαγωγούς και τους δημοκρατικούς.
          Όταν πέθανε ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία του Βάτραχοι, για να διακωμωδήσει, και πεθαμένο ακόμη, τον μεγάλο ποιητή και στοχαστή, τον βαθιά δημοκρατικό «από σκηνής φιλόσοφο». Στα 392 ανέβασε την κωμωδία του Εκκλησιάζουσαι, όπου παρασταίνει τις Αθηναίες, με επικεφαλής την Πραξαγόρα, να συνεδριάζουν και να ρίχνουν το σύνθημα της κοινογαμίας και της γενικής μοιρασιάς. Η Πραξαγόρα πιθανώτατα είναι η γελοιογραφία της Ασπασίας.
          Το 388 ο Αριστοφάνης παράστησε την κωμωδία του Πλούτος. Παρά τις αρχικές ελπίδες που γεννάει το έργο για αναδιανομή του πλούτου, στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε και η κατάσταση μένει η ίδια.
          Από το σύντομο αυτό οδοιπορικό στις κυριώτερες κωμωδίες του μεγάλου αυτού Αττικού κωμωδιογράφου, αναδεικνύεται η πολιτική του φυσιογνωμία. Ο Αριστοφάνης σ’ όλη του την ζωή, κι αυτό φαίνεται στο έργο του, στάθηκε ένας πιστός εκπρόσωπος των συμφερόντων των ολιγαρχικών, και ένας αμείλιχτος διώκτης της δημοκρατίας, την οποία πολέμησε με πάθος που ξεπερνούσε εκείνο του Κρατίνου και του Εύπολι, δύο άλλων γνωστών κωμωδιογράφων, οι οποίοι επρόσκειντο στην ολιγαρχική παράταξη. Σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε περισσότερο είτε λιγώτερο, ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, έκανε αντιδημοκρατική προπαγάνδα, χωρίς φυσικά να ξεχνάει να υπερασπίζεται ό,τι σύμφερνε τους ολιγαρχικούς. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που σε καμμία του κωμωδία δεν τα βάζει με αυτούς τους τελευταίους. Ο Αριστοφάνης υπήρξε όχι μόνο εκπρόσωπος των ολιγαρχικών και της πλουτοκρατίας, αλλά εκπρόσωπος της πλέον συντηρητικής μερίδας των αντιπάλων των δημοκρατικών, αυτής που αντιδρούσε με σφοδρότητα σε κάθε νεωτεριστική κίνηση μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία. Η σάτιρα του ήταν φαρμακερή, γιατί είχε δυνατή σατιρική φλέβα, αλλά πάντοτε συγκεκριμένη.
          Από τις κωμωδίες των κωμωδιογράφων που επρόσκειντο στην δημοκρατική παράταξη δεν σώθηκε ούτε αράδα. Μας είναι γνωστά μονάχα εικοσιπέντε και παραπάνω ονόματα κωμικών ποιητών, χωρίς όμως και να ξέρουμε πόσες και ποιες κωμωδίες έγραψε ο καθένας. Πιστεύεται ότι η αντιολιγαρχική και αντιπλουτοκρατική τους σάτιρα ήταν τόσο τσουχτερή, που με την πρώτη ευκαιρία «κάποιοι» φρόντισαν να τις εξαφανίσουν ολοσχερώς (Γ. Κορδάτος, ίδια πηγή: 274).
          Επομένως, κάθε κωμωδιογράφος, είτε της μιας είτε της άλλης παράταξης, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, γιατί το έλεγε, πώς το έλεγε, πότε το έλεγε και για ποιόν το έλεγε. Η σάτιρά τους ήταν μεθοδικά στοχευμένη. Δεν ήταν μία σάτιρα «εφ’ όλης της ύλης», επί παντός επιστητού, περί των πάντων. Μία τέτοια προσέγγιση απεκδύει την σάτιρα από το παιδαγωγικό της στοιχείο, την υποβιβάζει σε επίπεδο ενός κοινού αστείου, ενός κοινού ανέκδοτου, ενός καλαμπουριού. Κάτι χειρότερο. Μία τέτοια ισοπεδωτική των πάντων σάτιρα δεν είναι τίποτε άλλο από ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ. Και ο μηδενισμός πάντοτε ευνοεί την κυρίαρχη ιδεολογία, την κάθε κυρίαρχη ιδεολογία. Διότι απέναντι σε κάτι που υπάρχει δεν αντιπαρατίθεται καμμία θέση παρά μόνον το τίποτα. Τίποτα στο οποίο οδηγεί η άρνηση των πάντων. Και ακόμη χειρότερα. Η στόχευση και η διακωμώδηση οραμάτων, αξιών, ιδανικών, προτύπων οδηγεί στην γελοιοποίηση και τελικά στην ακύρωση όλων εκείνων των στοιχείων με τα οποία χρειάζεται να είναι εφοδιασμένη μία κοινωνία όταν έρθει η δύσκολη ώρα να φυλάξει Θερμοπύλες.

                     (Πηγή εικόνας:redcarpet.gr) 
          Το τί θα σατιρίσει, συνεπώς, ο καθένας που έχει μία τέτοια ικανότητα, είναι συνάρτηση της χωροθέτησης του μέσα στις δομές της κοινωνίας, είναι συνάρτηση του ιδεολογικού του φορτίου, είναι συνάρτηση του βαθμού της κοινωνικής του συνειδητότητας. Ό,τι ήταν καλό για τον Κλέωνα ενοχλούσε και γίνονταν στόχος σάτιρας από τον Αριστοφάνη. Και εάν ο Κλέων είχε τις συγγραφικές ικανότητες του Αριστοφάνη θα σατίριζε ό,τι ο Αριστοφάνης θα θεωρούσε καλό και αγαθό.
          Στην περίπτωση της των πάντων διακωμώδησης, της χωρίς όρια σάτιρας, εάν μέν η επιλογή είναι συνειδητή τότε πρόκειται για δολιότητα. Διότι πίσω από μία τέτοια σάτιρα αποκρύπτονται οι πραγματικοί σκοποί, που δεν είναι άλλοι από την μέσω της παραγόμενης μηδενιστικής ιδεολογίας χειραγώγηση του πληθυσμού και έλεγχο της κοινωνίας. Στην ίδια πάλι περίπτωση εάν η επιλογή είναι μη συνειδητή στο όνομα μιας μεταμοντέρνας «προοδευτικότητας», ή μιας αχαλίνωτης περί «πλάκας» αντίληψης, τόσο ευρείας ώστε να φθάνει τα όρια του «μεγαλείου», τότε πρόκειται για επικίνδυνη παιδική αφέλεια. Οι υποστηρικτές μιας τέτοιας περί σάτιρας άποψης, όπως ήδη έχουμε πει, οδηγούν την κοινωνία σε μία πλήρη αποϊδεολογικοποίηση, παραδίδοντας την βαθέως υπνώττουσα έρμαιο των διαθέσεων των κάθε λογής εξουσιαστών. Γίνονται δηλαδή αντικειμενικά συνεργοί τους!
          Τα όσα, λοιπόν, λέγονται για σάτιρα των πάντων δεν είναι ούτε τόσο αθώα ούτε τόσο προοδευτικά. Εκτός εάν προοδευτικότητα είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των λίγων σε βάρος των πολλών.