Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Εδώ δεν υπάρχει κράτος!

«Εδώ δεν υπάρχει κράτος! Υπάρχει μόνον μία ιεραρχία πολιτικών, ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Μοναδική τους έννοια, η κατάκτηση της εξουσίας.
         Σε ολόκληρη την χώρα οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες.
  … Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη (σαν αποτέλεσμα ενός κύματος ασταμάτητων ρουσφετιών). Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός συστήματος επιδομάτων (μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται μέχρι και τέσσερις φορές πάνω από τον βασικό μισθό τους χάρις σ’ αυτά τα επιδόματα).
        Η δημόσια διοίκηση δεν είναι σε θέση να προβεί ούτε στην είσπραξη φόρων, ή στην επισκευή δρόμων.
         Η Ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια … Στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια για την διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας που έχει την έδρα της στην πλατεία Κολωνακίου…».
       Απόσπασμα από την αναφορά του Paul A. Porter, απεσταλμένου του προέδρου Τρούμαν στην Ελλάδα το 1947, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν την κατάσταση που επικρατούσε στην χώρα, και να ενημερώσει σχετικά τον Αμερικανό Πρόεδρο.
            Και συνεχίζει ο Paul Porter:
  «Η κλίκα αυτή είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Μέλη αυτής της κλίκας επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο το φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο. Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίσει να εξάγουν τα κέρδη τους στις τράπεζες του Καΐρου και της Αργεντινής. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στην δική τους χώρα για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας…».
   
ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ;; ΦΤΟΥ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΦΤΟΥ ΜΑΣ!!!

ΠΗΓΗ:
Ο Κήπος του Επίκουρου, τεύχ. 26, σ. 77, εκδ. 
Βερέττα, Ρόδος, 2013.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Σκατά τα εκάμαμεν. Πυρ εξώτερον ή πυρ αείζωον;

Ένα κοριτσάκι 13 ετών, από την Σερβία, ένα  αγγελούδι, που δεν πρόλαβε να ανοίξει τα φτερά του, πέθανε, λέει, από αναθυμιάσεις μαγκαλιού, που είχε ανάψει η άνεργη μητέρα του, για να ζεσταθούν από το ψωφόκρυο, που η υγρασία  της Θεσσαλονίκης το κάνει πιο ψωφόκρυο. Σαν το κοριτσάκι του παραμυθιού με τα σπίρτα.
Τι σκατά κοινωνία κάναμε; Άνεργοι, άστεγοι, άνθρωποι που πεινούν, άνθρωποι που τους πετούν από τα σπίτια τους, άνθρωποι που ψάχνουν τα σκουπίδια, νύχτα, για να σώσουν τα τελευταία γραμμάρια αξιοπρέπειας που τους έχει απομείνει, άνθρωποι που σου ζητούν δανεικά για να ταΐσουν την οικογένειά τους, άνθρωποι που σου ζητούν δανεικά για να θάψουν κάποιον δικό τους, άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι ποντίκια.
ΟΤΑΝ, ΜΩΡΕ, ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΥΟ, ΤΟΤΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ. ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ, ΤΟΤΕ ΠΕΙΝΑΕΙ ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ. ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΝΕΙ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ, ΤΟΤΕ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΗ ΜΕΝΕΙ ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ. Αναλφάβητοι και οι σοφοί που ασχολούνται τέτοιους καιρούς με το πόσοι άγγελοι χωράνε στο κεφάλι μιας καρφίτσας.
Τι σκατά κοινωνία κάναμε; Εμείς το ανώτερο, το πλέον νοήμον είδος σ’ αυτόν τον πλανήτη δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε μια κοινωνία ανθρώπινη. Δεν μπορέσαμε ούτε κι αυτά τα μυρμήγκια κι αυτές τις μέλισσες να μιμηθούμε. Και τι ζητάμε; Ζητάμε παράλογα πράγματα και υπερβολές; Ζητάμε να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς δουλειά στην γη, να μην υπάρχει άνθρωπος που να πεινάει, να μην υπάρχει άνθρωπος που να μην ξέρει ανάγνωση και  γραφή, να μην υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να βρει την υγειά του όταν τύχει και αρρωστήσει.
Κέρδη, αριθμοί, πρωτογενή πλεονάσματα(;;) όλα βουτηγμένα στα δάκρυα και στο αίμα, ακόμη κι όταν πεθαίνουμε αναίμακτα, όπως το κοριτσάκι από την Σερβία. Αναρωτιέται κανείς εάν κάποια άλλα νοήμονα πλάσματα σ’ άλλον πλανήτη μπόρεσαν να οργανώσουν τις ζωές τους και να κτίσουν κοινωνίες πιο σωστές και πιο δίκαιες από την δικιά μας. Να τα κατάφεραν άραγε; Και πώς; Αιμοβορώτερον και αγριώτερον όλων των θηρίων ο άνθρωπος. Ακόμη και τα άγρια ζώα σκοτώνουν τα θηράματά τους τόσο όσο για να χορτάσουν την πείνα τους. Όχι παραπάνω. Ακόμη και οι «άγριοι» των πρωτόγονων φυλών, ζητούσαν συγχώρεση από το ζώο που θα σκότωναν για να θρέψουν τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώπους. Μήπως μας αξίζει να εξαφανιστούμε σαν είδος απ’ αυτόν τον πλανήτη; Μήπως είχε δίκιο τελικά ο συνομιλητής του Einstein, όπως γράφει ο ίδιος στο άρθρο του «Γιατί σοσιαλισμός;», ο οποίος ρώτησε τον μεγάλο αυτόν επιστήμονα και άνθρωπο «Μα γιατί φοβόσαστε τόσο πολύ την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους;». Μήπως είμαστε άξιοι της μοίρας μας; Ή μήπως πρέπει επιτέλους να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, και να στείλουμε στο πυρ το εξώτερο, στην γέενναν του πυρός όλους αυτούς που ζουν από τον ιδρώτα μας και όλος ο υπόλοιπος πλανήτης ζαίνει; Πυρ αείζωον, όπως είπε και ο θεϊκός Ηράκλειτος. Πυρ αείζωον, όμως, όχι φυσικό, αλλά κοινωνικό. Για μια κοινωνία αείποτε ανθρώπινη. Άει σιχτίρ αποβράσματα της κολάσεως.