Στην κλασσική Φυσική
γίνεται δεκτό ότι η πράξη της μέτρησης δεν διαταράσσει το μετρούμενο σύστημα,
το οποίο μετά την μέτρηση διατηρεί την ταυτότητά του. Η παραδοχή αυτή μας
επιτρέπει, κάνοντας ταυτόχρονες ή διαδοχικές μετρήσεις, να γνωρίζουμε τις
τιμές όλων των μεταβλητών του συστήματος, χωρίς η μέτρηση της τιμής της μιας να
διαταράσσει την τιμή της άλλης. Συνεπώς μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή
κατάσταση του συστήματος, το οποίο στην συνέχεια έχουμε την δυνατότητα να το
ορίσουμε στον χώρο των φάσεων και να περιγράψουμε αιτιοκρατικά την εξέλιξη του
σε σχέση με τον χρόνο.
Όμως, η παραπάνω περιγραφή δεν αντιστοιχεί στο σύνολο των
κλασσικών συστημάτων, αλλά μόνον σε ιδεατές περιπτώσεις, σε εξιδανικεύσεις1.
Ως γνωστόν2 υπάρχουν και στα κλασσικά συστήματα πιθανοκρατικές
καταστάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στον χώρο των φάσεων ως στατιστικές διασπορές3.
Οι στατιστικές διασπορές, όμως, δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με ακρίβεια
την κατάσταση του συστήματος. Έγινε, λοιπόν, καθολικά αποδεκτό ότι, προκειμένου
να έχουμε μία πλήρη περιγραφή της πραγματικότητας, θα μπορούσαμε να εισάγουμε
συμπληρωματικές παραμέτρους, τις περίφημες λανθάνουσες παραμέτρους, και έτσι να
ορίσουμε το σύστημα ως σημείο στον χώρο των φάσεων, χωρίς διασπορές. Και ενώ
στην κλασσική Φυσική το αίτημα για τις λανθάνουσες παραμέτρους έγινε καθολικά
αποδεκτό, στον χώρο της μικροφυσικής οι λανθάνουσες παράμετροι αμφισβητήθηκαν
έντονα από τους εκπροσώπους της Σχολής της Κοπεγχάγης (Bohr, Heisenberg, Pauli κ.ά.). Ισχυρό ανάχωμα απέναντι στους υποστηρικτές των
λανθανουσών παραμέτρων στάθηκε για χρόνια το θεώρημα του John von Neumann. Το θεώρημα αυτό με απλά λόγια έλεγε ότι δεν μπορεί να
υπάρξει καμμία θεωρία με λανθάνουσες παραμέτρους, η οποία θα περιέκλειε την αιτιότητα
και η οποία θα έδιδε τα ίδια αποτελέσματα με την κβαντική θεωρία (σημ.: εννοεί
την ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης). Το θεώρημα τελικά αποδείχθηκε ότι
έπασχε από κυκλικότητα. Δηλαδή ο εμπνευστής του στο τέλος, μετά από μία μακρά
σειρά πολύπλοκων συλλογισμών και υπολογισμών, αποδείκνυε αυτό που στην αρχή
του θεωρήματος είχε θέσει σαν δεδομένο, σαν προϋπόθεση. Το θεώρημα, παρά την
υποστήριξη του από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής, περιέπεσε σε
ανυποληψία, την χαριστική βολή, όμως, την έδωσε το 1952 ο David Bohm, ο οποίος κατάφερε
το λεγόμενο «αδύνατο», να διατυπώσει δηλαδή μία αιτιοκρατική θεωρία με λανθάνουσες
παραμέτρους, η οποία έδιδε τα ίδια αποτελέσματα με την θεωρία της Κοπεγχάγης.
Για να το πετύχει, όμως, αυτό ο Bohm θυσίασε την
τοπικότητα και αποδέχτηκε το μη διαχωρίσιμο.
Οι πρωτεργάτες της Σχολής της Κοπεγχάγης (Σ.Κ.) δεν αρκέστηκαν
μόνον να πλήξουν τις λανθάνουσες παραμέτρους. Από αφορμή το γεγονός ότι σε ωρισμένα
είδη μετρήσεων από την αρχική κατάσταση δημιουργούνται νέα στοιχεία
πραγματικότητας, λόγω της αλληλεπίδρασης του οργάνου μέτρησης με το κβαντικό
σύστημα, απέρριψαν την αιτιοκρατία και τον ρεαλισμό (ρεαλιστικό αξίωμα), δύο
βασικούς πυλώνες της φιλοσοφικά αντίθετης προς την Σ.Κ. Ρεαλιστικής Σχολής (Einstein, Shrödinger, de Broglie κ.ά.). Υπενθυμίζουμε ότι η κυρίαρχη Σχολή φιλοσοφικά
κινείται στον θετικισμό έως, σε ωρισμένες περιπτώσεις, τον ακραίο υποκειμενικό
ιδεαλισμό. Η Ρεαλιστική Σχολή, η οποία είχε σαν αιχμή του δόρατος τον Einstein, κινείται στον ρεαλισμό-υλισμό. Σύμφωνα με το
ρεαλιστικό αξίωμα, υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από
τους ανθρώπους και τα ερευνητικά τους μέσα, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο
των επιστημών. Τα μικροσωμάτια δεν είναι events, data, ή μαθηματικά
ιδεατά-οριακά η υπόστασή τους δεν είναι ανεξάρτητη από το όργανο μέτρησης-όπως
θα ήθελαν οι της Σ.Κ., αλλά υπαρκτές φυσικές οντότητες με «σάρκα και οστά»: το
καθένα απ’ αυτά διαθέτει μάζα, φορτίο, spin και άλλα φυσικά μεγέθη. Υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς,
και ανεξάρτητα από το αν τα παρατηρούμε ή τα μετρούμε. Είναι οντότητες
σύνθετες, συχνά εφήμερες, οι οποίες αποτυπώνουν το πέρασμα τους πάνω στις
φωτογραφικές πλάκες ή εκδηλώνονται με έναν στιγμιαίο σπινθηρισμό. Σε πείσμα της
θετικιστικής Σχολής υπήρχαν πριν από εμάς, υπάρχουν τώρα, έξω από εμάς αλλά και
σαν συστατικό στοιχείο του σώματός μας, και θα υπάρχουν μετά από εμάς. Δεν έχουν
ανάγκη από κάποια μετρητική συσκευή προκειμένου να πάρουν υπόσταση.
Για την αιτιοκρατία, συστατικό στοιχείο της υλιστικής
κοσμοαντίληψης, έχουμε ήδη κάνει λόγο στα άρθρα «Κατά παρέγκλιση κίνηση και
σύγχρονη Φυσική» Μέρος Α΄ και Β΄ (δημοσιεύσεις Ιανουαρίου 2014), στα οποία
παραπέμπουμε τον αναγνώστη, και στα οποία επίσης επεξηγούνται οι ειδικοί όροι,
οι οποίοι κατ’ ανάγκη χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο. Στο θέμα αυτό, της
αιτιοκρατίας, θα επανέλθουμε στην συνέχεια του άρθρου.
Από τα πυρά της θετικιστικής σχολής δεν μπορούσε να μείνει
αλώβητος και ο τρίτος πυλώνας της Ρεαλιστικής Σχολής: το διαχωρίσιμο και
συνεπώς και η τοπικότητα. Ο Bohr προκειμένου να
δώσει μία απάντηση στο λεγόμενο «παράδοξο των EPR»
(Einstein, Podolsky, Rosen), διατύπωσε την
άποψη ότι το μετρούμενο σύστημα, ο παρατηρητής και η μετρητική συσκευή
αποτελούν ένα ενιαίο, μη διαχωρίσιμο σύνολο. Με τον τρόπο αυτόν ο Bohr αποδέχτηκε σιωπηρά τις ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, τις
αλληλεπιδράσεις δηλαδή που μεταδίδονται με άπειρη ταχύτητα. Προκειμένου δε να
μην έλθει σε αντίθεση με την θεωρία της σχετικότητας η οποία προβλέπει
αλληλεπιδράσεις με πεπερασμένη ταχύτητα, ισχυρίστηκε ότι οι μυστηριώδεις αυτές
αλληλεπιδράσεις δεν μεταφέρουν ενέργεια. Τότε, όμως, πως προκαλούν παρατηρήσιμα
φαινόμενα; Και ποια είναι η φύση αυτών των αλληλεπιδράσεων; Στα ερωτήματα αυτά
ο Bohr δεν έδωσε ποτέ απάντηση. Η παραδοχή αυτή του Bohr, προς μεγάλη αμηχανία του ίδιου και των υπολοίπων
πρωτεργατών της Σχολής της Κοπεγχάγης, επέτρεψε στην παραψυχολογία και στον μυστικισμό
να εισχωρήσουν και να εγκατασταθούν στον χώρο της θετικώτερης των επιστημών. Να
σημειωθεί ότι η κλασσική Φυσική δέχεται την ύπαρξη αλληλεπιδράσεων με άπειρη
ταχύτητα, και εμμέσως ένα είδος ενδογενούς μη-διαχωρίσιμου, ουδέποτε όμως
αμφισβητήθηκε η αρχή του διαχωρίσιμου. Η αρχή της συμπληρωματικότητας, οι
ανισότητες του Heisenberg4, η «αρχή» της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών
απετέλεσαν τα θεμέλια πάνω στα οποία η Σχολή της Κοπεγχάγης οικοδόμησε τον
αντιρεαλισμό και την αντιαιτιοκρατία.
Για να ξαναγυρίσουμε στα κλασσικά συστήματα η διατήρηση της
ταυτότητας βρήκε την έκφραση της σε επίπεδο λογικής με την διατύπωση ενός
πλέγματος προτάσεων που αφορούν το σύστημα, το οποίο έχει δομή πλέγματος Boole: σε κάθε κατάσταση αντιστοιχεί μία τάξη ταυτόχρονα
αληθών προτάσεων. Κι αυτό γιατί η συμβατότητα όλων των παρατηρήσιμων τα οποία
χαρακτηρίζουν την κατάσταση ενός κλασσικού συστήματος, συνεπάγεται την
συμβατότητα όλων των προτάσεων που αφορούν το σύστημα. Όμως η μπούλεια δομή
είναι η δομή της τυπικής λογικής. Και επομένως η τυπική λογική είναι η λογική
της ταυτότητας5.
Η μπούλεια δομή των προτάσεων, η διατήρηση της ταυτότητας,
ο αποκλεισμός της αντίθεσης και της αλλαγής μας επιτρέπουν να πούμε ότι η
αντικειμενικότητα, την οποία περιγράφει η κλασσική φυσική είναι μία
αντικειμενικότητα παθητική. Προς
αποφυγήν παρεξηγήσεων ο όρος δεν χρησιμοποιείται με την απόλυτη έννοια του, δεδομένου
ότι και στην προσχετικιστική Φυσική υπάρχουν αλληλεπιδράσεις, κινήσεις, ακόμα
και μεταβολές.
Και ενώ στην κλασσική Φυσική το μετρούμενο σύστημα διατηρεί
μετά την μέτρηση την ταυτότητα του, στην κβαντική Φυσική η πράξη της μέτρησης,
λόγω της πεπερασμένης τιμής του κβάντου δράσης (σταθερά Planck, h=6,55x10-27
erg.sec, δηλαδή ίδιας
τάξης μεγέθους με τα μετρούμενα μικροσυστήματα), διαταράσσει το σύστημα. Η αλληλεπίδραση
της μετρητικής συσκευής Μ με το μετρούμενο μικροσύστημα S
έχει σαν αποτέλεσμα να υπόκειται το τελευταίο σε ποιοτικούς μετασχηματισμούς:
στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία πριν από την μέτρηση ήταν δυνάμει, δηλαδή μη
φανερά, καθίστανται ενεργεία, δηλαδή απτά, πραγματικά, ως αποτέλεσμα του
μετασχηματισμού προϋπαρχόντων στοιχείων, και αυτό όπως είπαμε λόγω της αλληλεπίδρασης
S+M, ενώ άλλα στοιχεία
πραγματικότητας, τα οποία προϋπήρχαν της μέτρησης, ήταν δηλαδή ενεργεία (απτά,
πραγματικά) είναι δυνατόν να «εξαφανιστούν», να μεταπέσουν δηλαδή σε δυνάμει
στοιχεία. Τέτοιους μετασχηματισμούς τα μικροσωμάτια υφίστανται αυτόματα και
στην φύση. Στην συνέχεια σαν αποτέλεσμα εσωτερικών παραγόντων ή σαν αποτέλεσμα
αλληλεπιδράσεων του σωματίου καθ’ εαυτού με το περιβάλλον ή με την μετρητική
συσκευή σε μια καινούρια μέτρηση, τα νυν ενεργεία στοιχεία είναι δυνατόν να
μεταπέσουν στα πρώην ή διαφορετικά δυνάμει, ή και το αντίστροφο κ.ο.κ. Συνεπώς
ο κόσμος του μικρού είναι ένας κόσμος διαρκών μεταβολών, ένας κόσμος όπου «τα
πάντα ρει», ένας κόσμος ατέλειωτων μετασχηματισμών, ένα αέναο «παιχνίδι» του
δυνάμει και του ενεργεία, με μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους τέτοια όπως την
περιέγραψε ο Αριστοτέλης: το ενεργεία μέτρο του δυνάμει. Ας θυμηθούμε τι είπε
ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος: «Σύμφωνα με τις αρχές τις οποίες έχουμε θέσει, τα
αντίθετα, το θερμό, το ψυχρό και οι άλλες φυσικές εναντιότητες, έχουν μία
μοναδική ύλη. Η γένεση γίνεται από την δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη, και η ύλη
δεν είναι διαχωρίσιμη, αλλά διαφορετική ως προς την ουσία και αριθμητικά μία,
κατά την περίσταση. Πράγματι, αυτό που είναι ενεργεία είναι μέτρο αυτού που
είναι δυνάμει» (Αριστοτέλης, Φυσικά 217a).
Η κβαντική φυσική, επομένως, περιγράφει μία πραγματικότητα
η οποία μπορούμε να πούμε ότι σε αντίθεση με την αντικειμενική παθητικότητα
του μηχανικού κόσμου της κλασσικής Φυσικής, είναι μια αντικειμενικότητα δυναμική. Η δυναμική, όμως, αυτή αντικειμενικότητα δεν είναι ούτε αναίτια ούτε ακαθόριστη. Στον μικρόκοσμο
ισχύει μία άλλη μορφή αιτιοκρατίας πλέον πολυδύναμη και πλέον πολυσύνθετη,
όπως ακριβώς είναι και η φύση του μικρού : ο
κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Η μηχανιστική αιτιοκρατία δεν έχει καμμία
θέση στον κόσμο του μικρού. Ακόμη και εάν γνωρίζαμε την θέση και την ορμή του
σωματίου, η γνώση αυτή δεν θα αρκούσε για να προβλεφθεί η συμπεριφορά του
σωματίου κατά την αλληλεπίδραση με το όργανο μέτρησης, επειδή η μέτρηση στην
μικροφυσική δεν είναι μηχανικό φαινόμενο. Είναι μία μη-γραμμική διαδικασία
μετασχηματισμών, η οποία δεν ανάγεται σε μηχανικούς όρους.
Η Σ.Κ. εγκλωβισμένη στις θετικιστικές της δοξασίες και με
έναν γραμμικό τρόπο σκέψης αδυνατεί να συλλάβει την νέα πραγματικότητα, τον
πολυδύναμο χαρακτήρα του μικρού, την δυναμική του ελάχιστου. Οι
αντιρεαλιστικές και αντιαιτιοκρατικές της ιδεοληψίες την οδηγούν σε τραγικά
αδιέξοδα, κι αυτό φαίνεται ανάγλυφα στο θέμα της κβαντικής μέτρησης, το οποίο η
ίδια θεωρεί «πρόβλημα» ή «όριο της κβαντομηχανικής περιγραφής». Οι ερμηνείες
που προσπάθησαν να δώσουν οι εκπρόσωποι της στο «πρόβλημα» αυτό ήταν οι εξής:
1. Επειδή η «αναγωγή της κυματοδέσμης» δεν επιτυγχάνεται
ούτε με την επιστράτευση όλων των μετρητικών συσκευών του Σύμπαντος, οι Eugene Wigner και John von Neumann στην ατέλειωτη αλυσίδα των μετρητικών συσκευών (“von Neumann’s infinite regress”) εισάγουν τον παρατηρητή. Όχι, όμως, σαν υλική
οντότητα, διότι σαν τέτοια υπόκειται στους νόμους της κβαντομηχανικής, αλλά ως
«συνείδηση», η οποία ως κάτι το άυλο βρίσκεται έξω από τους νόμους της Φυσικής.
Η «συνείδηση», του παρατηρητή τελικά επιτυγχάνει την «κατάρρευση της
κυματοσυνάρτησης» και έτσι επιτέλους λαμβάνουμε το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Το
μοντέλο του «ψυχοφυσικού παραλληλισμού» φιλοσοφικά αντιστοιχεί σε μία ακραία υποκειμενική αντίληψη για τον
κόσμο (σολιψισμός), σε μία αντίληψη για κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης,
αντίληψη για την οποία ο Wigner θριαμβολογούσε και
η οποία χειροκροτήθηκε και υιοθετήθηκε από τους μεγαλύτερους φυσικούς της
εποχής. Οι αντιρεαλιστικές και αντιαιτιοκρατικές θέσεις της Σ.Κ. την οδήγησαν
τελικά από τον θετικισμό στον ιδεαλισμό, και μάλιστα στην πιο ακραία του
μορφή. Περιττεύει να πούμε ότι μία τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να ελεγχθεί
πειραματικά, αλλά και όσα πειράματα έγιναν προκειμένου να αποδειχθεί η
κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης απέτυχαν παταγωδώς. Με εξαίρεση τους
διάφορους mentalists, παλαιότερης και νεώτερης κοπής, οι οποίοι, ιδίως από
τηλεοράσεως, πετυχαίνουν και τα πιο απίθανα πράγματα.
2. Οι ιδιοκαταστάσεις προϋπάρχουν και χωρίζονται από το όργανο.
Συνεπώς, τίποτα το νέο δεν δημιουργείται κατά την μέτρηση.
3. Τα κβαντικά συστήματα δεν είναι πραγματικές οντότητες.
Είναι είτε ασαφείς δυναμικότητες είτε μαθηματικά ιδεατά.
Ωστόσο, μία διαφορετική ερμηνεία είναι εντελώς δυνατή, και
ασφαλώς πολύ πιο ορθολογική:
α) Για μία ωρισμένη κατηγορία κβαντικών συστημάτων, η μέτρηση
ενός παρατηρήσιμου παρέχει μία και μόνον ιδιοτιμή (Καθαρή κατάσταση με την στενή έννοια του όρου- μονοδιάστατος χώρος
Hilbert7). Στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατές δύο υποθέσεις:
είτε ότι τα στοιχεία πραγματικότητας τα οποία χαρακτηρίζουν την κατάσταση
προϋπήρχαν (ιδανική μέτρηση, μη διαταραχή της κατάστασης), είτε ότι τα στοιχεία
αυτά πραγματώνονται με τον μετασχηματισμό προϋπαρχόντων στοιχείων (μέτρηση
πρώτου είδους- διαταραχή της κατάστασης).
β) Στην περίπτωση μίγματος, το όργανο διαχωρίζει το αρχικό
στατιστικό σύνολο σε καθαρά υποσύνολα. Μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε ότι οι
διάφορες καταστάσεις είναι ενεργεία πριν από την μέτρηση και ότι απλώς
διαχωρίζονται από το όργανο.
γ) Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η περίπτωση μιας αρχικής
καθαρής κατάστασης (όλα τα συστήματα του συνόλου αντιπροσωπεύονται από το ίδιο
καταστατικό διάνυσμα), η οποία παρέχει ένα μίγμα. Είναι η περίπτωση την οποία η
Σ.Κ. ερμηνεύει σαν «αναγωγή της κυματοδέσμης» ή σαν «προβολή του καταστατικού
διανύσματος» ή σαν «κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης».
Ατυχώς για τους Κοπεγχιανούς και ευτυχώς για την δόλια την
κυματοσυνάρτηση τίποτα δεν καταρρέει (πλην ίσως της κοινής λογικής). Εκείνο
που συμβαίνει είναι αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω. Λόγω της αλληλεπίδρασης του
οργάνου με το σύστημα, το τελευταίο υπόκειται σε μετασχηματισμούς, με την εμφάνιση νέων στοιχείων πραγματικότητας, τα
οποία έως εκείνη την στιγμή ήταν δυνάμει, ενώ άλλα στοιχεία πραγματικότητας, τα
οποία πριν από την μέτρηση ήταν φανερά (ενεργεία) παύουν να υφίστανται ως
τέτοια, μεταπίπτοντας σε δυνάμει στοιχεία. Η κατάσταση η οποία δημιουργείται με
την εμφάνιση αυτών των νέων στοιχείων πραγματικότητας είναι μία κατάσταση
μετασταθής, η οποία μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα μεταπέσει σε μία από
τις ιδιοκαταστάσεις, που έχουν δημιουργηθεί σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης
οργάνου-συστήματος. Οι ιδιοκαταστάσεις, επομένως, δεν υπάρχουν πριν από την
μέτρηση. Δημιουργούνται σαν αποτέλεσμα αυτής. Πριν από την μέτρηση ήταν
δυνάμει καταστάσεις και συνεπώς ο χώρος Hilbert, ο οποίος περιγράφει το στατιστικό σύνολο, είναι ένας
δυνάμει και όχι ενεργεία χώρος, ένας χώρος δυναμικοτήτων. Η μέτρηση στην
περίπτωση γ΄ ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση των δυναμικοτήτων του συστήματος
και δεν τίθεται θέμα ούτε κυματοδέσμης, η οποία άλλωστε είναι προκβαντική
έννοια, την φυσική υπόσταση της οποίας αμφισβήτησαν και εκείνοι ακόμη που
χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά την έννοια αυτή στην κβαντική μηχανική, ούτε
αναγωγής της κυματοδέσμης. Αυτό που η Σχολή της Κοπεγχάγης ονομάζει αναγωγή ή
προβολή δεν είναι άλλο από μετασχηματισμός του συστήματος. Οι μετασχηματισμοί
αυτοί δεν είναι «μυστηριώδη άλματα» τα οποία γίνονται ακαριαία. Είναι περιγράψιμες
διαδικασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε πεπερασμένα χρονικά διαστήματα. Σε
τελική ανάλυση η πράξη της μέτρησης πρέπει να γίνει κατανοητή ως μία μη
γραμμική, μη αντιστρεπτή με χρονικό πάχος διαδικασία περάσματος από το δυνάμει
στο ενεργεία. Η Σχολή της Κοπεγχάγης με τον γραμμικό τρόπο σκέψεως αδυνατεί να
συλλάβει αυτήν την νέα πραγματικότητα. « Πράγματι, για την Ορθόδοξη Σχολή, το
πραγματικό ταυτίζεται με το αμετάβλητο. Η αλλαγή και το γίγνεσθαι δεν θεωρούνται
τρόποι του Είναι, αλλά απόδειξη ανυπαρξίας. Ο μετασχηματισμός των στοιχειωδών
σωματίων π.χ., σημαίνει ότι τα σωμάτια αυτά δεν είναι υπαρκτές οντότητες, αλλά
«ασαφώς προσδιορισμένες δυναμικότητες». Για την θετικιστική-μηχανιστική σκέψη,
το πραγματικό ταυτίζεται με κάτι το καθολικό, το άφθαρτο, το οποίο θα μπορούσε,
επιπλέον, να περιγραφεί μαθηματικά. Το αφετηριακό σημείο μιας τέτοιας
αντίληψης είναι μία μηχανιστική ιδέα για την πραγματικότητα, η οποία ασαφώς
συγγενεύει με τις αντιλήψεις των Ελεατών, ιδέα η οποία συχνά καταλήγει σε μία
νεοπυθαγόρεια αριθμολογία... Η ερμηνεία της μέτρησης, και ειδικά η λεγόμενη αναγωγή
της κυματοδέσμης, αποτελεί τελικά την
Αχίλλειο πτέρνα της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, επειδή η μέτρηση,
μη-αντιστρεπτή διαδικασία μετασχηματισμού, κάνει ανάγλυφη την δυναμική φύση
των μικροφυσικών οντοτήτων, καθώς και της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο όργανο
και στο κβαντικό σύστημα. Η ανάδυση νέων στοιχείων πραγματικότητας δεν
αποτελεί επιχείρημα εναντίον της αντικειμενικότητας των μικροφυσικών σωματίων,
επειδή τα νέα αυτά στοιχεία δεν αναδύονται από το Μηδέν, αλλά από το βάθος του
πραγματικού, με τον μετασχηματισμό προϋπαρχόντων στοιχείων. Οι νόμοι διατήρησης
και οι κανόνες επιλογής που διέπουν αυτούς τους μετασχηματισμούς είναι η
ποσοτική έκφραση του αντικειμενικού και αιτιοκρατικού χαρακτήρα αυτών των
διαδικασιών. Επιπλέον, όπως το είχε προαισθανθεί ο Αριστοτέλης, το ενεργεία
αποτελεί μέτρον του δυνάμει.
Στην μικροφυσική... η παρέμβαση του παρατηρητή δεν εισάγει
το στοιχείο του υποκειμενισμού (με την αγνωστικιστική έννοια του όρου), επειδή
η παρέμβαση του υποκειμένου είναι έμμεση και ασκείται μέσω των επιστημονικών
οργάνων. Αφορά συνεπώς μία πραγματικότητα την οποία το όργανο μπορεί να
τροποποιήσει σύμφωνα με αντικειμενικές διαδικασίες. Η έννοια της δυναμικής
αντικειμενικότητας αποφεύγει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του απλοϊκού
ρεαλισμού, ο οποίος δεν μπορεί να συλλάβει τον μετασχηματισμό, όσο και του
θετικισμού, ο οποίος δεν βλέπει πέρα από τα «events» και τα «data». (Μπιτσάκης
Ευτύχιος. Ο νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός, σ. 239-240).
Οι ειδικοί όροι, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο,
αναλύονται και επεξηγούνται στην δημοσίευση με τον τίτλο «Κατά παρέγκλιση
κίνηση και σύγχρονη Φυσική» Μέρος Α και Β, Ιανουάριος 2014 (βλ. συνδέσμους στο
τέλος του άρθρου).
1. Οι εξιδανικεύσεις
προϋποθέτουν: α) ταύτιση του σωματίου με
υλικό σημείο, β) αυστηρή ισχύ της αρχής της αδράνειας, γ) απουσία διακυμάνσεων
της κατάστασης του συστήματος, δ) αμελητέα επίδραση του οργάνου μέτρησης.
2. Ο Born, o Bopp και άλλοι φυσικοί απέδειξαν ότι ακόμα και η κλασσική
μηχανική περιγράφει στην πραγματικότητα στατιστικά σύνολα, επειδή είναι
αδύνατον να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την θέση ενός σωματίου στον χώρο των
φάσεων, και επίσης επειδή εξαιτίας της αβεβαιότητας των αρχικών συνθηκών, η
οποία οφείλεται στην αναπόφευκτη ανακρίβεια των μετρήσεων, οι προβλέψεις της
κλασσικής μηχανικής δεν αφορούν μία καθορισμένη τροχιά αλλά ένα σύνολο τροχιών
οι οποίες χαρακτηρίζονται από μία πιθανοτική κατανομή.
3. Ο στατιστικός
νόμος είναι η πιο γενική μορφή φυσικού νόμου. Έτσι «κάτω από την ήρεμη επιφάνεια του μηχανικού ή
ακόμη και του δυναμικού νόμου, λειτουργούν οι νόμοι του τυχαίου». Το τυχαίο δεν
είναι άρνηση της αιτιότητας και του καθορισμού. Το τυχαίο βρίσκεται σε μία
διαλεκτική σχέση αντίθεσης, ταυτόχρονα όμως και σύνθεσης με την αναγκαιότητα,
την οποία προϋποθέτει, επικαλύπτει και της οποίας, με μία αντίθετη έννοια,
μπορεί να αποτελεί το υπόβαθρο. Οι δυναμικοί νόμοι συχνά είναι το συνολικό
αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού τυχαίων συμβάντων. Με μία αντίθετη έννοια,
το τυχαίο επικαλύπτει, κάτω από την
φαινομενικά χαοτική μορφή του, δυναμικές διαδικασίες. Κάθε τυχαία αλληλεπίδραση
έχει τις αιτίες της και τους καθορισμούς της.
4. Σύμφωνα με τις
ανισότητες του Heisenberg είναι αδύνατο να μετρήσουμε
ταυτόχρονα τις τιμές δύο συζυγών μεταβλητών: π.χ. ορμή-θέση, ενέργεια-χρόνος.
Συνεπώς, οι ανισότητες αυτές απαγορεύουν μία πληρέστερη περιγραφή των
κβαντικών συστημάτων. Παρά ταύτα η ερμηνεία της Κοπεγχάγης, βασικό συστατικό
στοιχείο της οποίας είναι η αρχή της απροσδιοριστίας, δηλαδή η μαθηματική
διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας, διακηρύσσει σ’ όλους τους τόνους ότι είναι και «πλήρης
και οριστική». Μία από τις πολλές αντιφάσεις της Σχολής αυτής.
Εάν η αρχή της απροσδιοριστίας συνδυασθεί με
την «αρχή» της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών, άρθρο πίστεως για την θετικιστική
σχολή, τότε οι ανισότητες του Heisenberg
ουσιαστικά απαγορεύουν την ταυτόχρονη ύπαρξη
ακριβών τιμών για τις συζυγείς μεταβλητές. Μία τέτοια αντίληψη οδηγεί στην
απόρριψη της αντικειμενικής υπόστασης του κόσμου, οριακά δε στην εκκένωση του
από την υλικότητα. Το σπέρμα του ιδεαλισμού που υπάρχει στις αντιλήψεις αυτές
βρίσκει την έκφραση του ως καθαρός ιδεαλισμός πλέον στο μοντέλο του
«ψυχοφυσικού παραλληλισμού». Τελικά αυτή είναι η νομοτελειακή κατάληξη των
αντιρεαλιστών και των αντιαιτιοκρατών. Με όποια φιλοσοφική σημαία κι αν
ξεκινήσουν αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα θα καταλήξουν στον ιδεαλισμό. Περισσότερα
για την αρχή της απροσδιοριστίας ή αβεβαιότητας μπορεί ο αναγνώστης να βρει
στο οικείο άρθρο («Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική- Μέρος Α»).
5. Στην κβαντική
φυσική το πλέγμα των προτάσεων που αφορούν τα κβαντικά συστήματα έχει
μη-μπούλεια δομή. Αυτό οφείλεται στο ότι τα κβαντικά συστήματα, υπό ωρισμένες
συνθήκες, δεν διατηρούν την ταυτότητα τους, καθώς υπόκεινται σε
μετασχηματισμούς, όπως αναφέρουμε στο κείμενο. Συνεπώς, σε αντίθεση με τα κλασσικά
συστήματα, στα κβαντικά σύνολα δεν ισχύει γενικά κατά την μέτρηση η αντίστοιχη
αρχή της τυπικής λογικής.
6. Η μηχανιστική
αιτιοκρατία, επομένως, είναι όχι μόνον ακατάλληλη αλλά και αναρμόδια για τα
φαινόμενα του μικρόκοσμου και συνεπώς ανεπαρκής. Παρά ταύτα οι αντιαιτιοκράτες
επιμένουν να την χρησιμοποιούν στην θέση της ειδικής για τον μικρόκοσμο
στατιστικής μορφής της αιτιοκρατίας, του κβαντικού στατιστικού καθορισμού,
και όταν αποδειχθεί η ανεπάρκεια της μηχανιστικής αιτιοκρατίας περιχαρείς
βγάζουν το συμπέρασμα ότι αιτιοκρατία δεν υπάρχει στον κόσμο του μικρού (στην
συνέχεια επεκτείνουν το αυθαίρετο νοητικό τους κατασκεύασμα και στον μακρόκοσμο).
Η προσπάθεια τους μοιάζει με την προσπάθεια κάποιου που προσπαθεί να ανοίξει
όλες τις πόρτες με το ίδιο κλειδί και όταν δεν τα καταφέρνει συμπεραίνει ότι
τα κλειδιά δεν ανοίγουν τις πόρτες.
Η
κυρίαρχη ιδεολογία εκμεταλλευόμενη την -όχι τυχαία βέβαια- ελλιπή ενημέρωση
που υπάρχει πάνω στο θέμα αυτό κατάφερε να δαιμονοποιήσει την αιτιοκρατία και
να πείσει τους πάντες ότι πρόκειται για κάτι το απευκταίο και το μοιρολατρικό,
κάτι περίπου σαν τον Βελζεβούλ. Κι αυτό γιατί η αιτιοκρατία είναι, όπως ήδη
έχουμε πει, η ψυχή της υλιστικής κοσμοαντίληψης, απέναντι στην οποία φυσικά η
κυρίαρχη ιδεολογία είναι απόλυτα εχθρική. Και επειδή εμείς δεν είμαστε καθόλου,
μα καθόλου φιλικοί απέναντι στους επικυρίαρχους, θα συνεχίσουμε να
υποστηρίζουμε την αιτιοκρατία και τα παρελκόμενα της, και να ενημερώνουμε το
κοινό, το οποίο τόσο πολύ φροντίζουν να παραπλανούν, όσο οι ταχυδακτυλουργοί
τους ανυποψίαστους θεατές τους.
7. Φανταστικός
(νοητικός) μαθηματικός χώρος, άπειρων διαστάσεων, ο οποίος χρησιμοποιείται στην
φυσική ως « κατοικία» των κυματοσυναρτήσεων.
Για τους ειδικούς: ο χώρος Hilbert ορίζεται ως ένας διανυσματικός χώρος, ο οποίος είναι
εφοδιασμένος με εσωτερικό γινόμενο και είναι πλήρης ως προς την στάθμη (norm) που ορίζεται από το εσωτερικό γινόμενο.
Μπιτσάκης Ευτύχιος. Ο νέος
Επιστημονικός Ρεαλισμός. Φιλοσοφικές διερευνήσεις στον χώρο της μικροφυσικής.
Εκδ. Gutenberg, Αθήνα
1999.
Σύνδεσμοι: