Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Το παράδοξο EPR.

Από την πρώτη στιγμή που διατυπώθηκε η κβαντική θεωρία τέθηκε το ερώτημα εάν είναι μία πλήρης θεωρία. Δηλαδή εάν εκφράζει όλες τις σχέσεις και τις διαδικασίες που πραγματοποιούνται στο πεδίο για το οποίο ισχύει. Ή αλλοιώς εάν «κάθε στοιχείο πραγματικότητας εκφράζεται στην θεωρία». Λαμβανομένων υπ’ όψιν των παραπάνω όρων και προϋποθέσεων πληρότητας μιας θεωρίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι μία καταφατική απάντηση στο εάν η κβαντική θεωρία είναι μία πλήρης θεωρία θα ήταν μία εξαιρετικά αισιόδοξη απάντηση. Παρά ταύτα, ο Niels Bohr διακήρυξε σ΄ όλους τους τόνους ότι η σημερινή κβαντομηχανική περιγραφή είναι όχι μόνον πλήρης αλλά και οριστική.
 (Πηγή εικόνας:https://en.wikipedia.org) 
  
Ωστόσο, οι επιστημονικοί του αντίπαλοι δεν φάνηκαν να συμμερίζονται αυτήν την ενθουσιώδη εκδοχή του αδιαμφισβήτητου αρχηγέτη της Σχολής της Κοπεγχάγης. Έτσι, με μία σειρά νοητικών πειραμάτων, τα οποία έγιναν γνωστά ως «παράδοξα» (παράδοξο του Einstein, παράδοξο του be Broglie, παράδοξο του Schrödinger) κατέδειξαν τις αδυναμίες, τα οξύμωρα και τις αντιφάσεις της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης, και γενικώτερα την αδυναμία των θεωρητικών της Σχολής αυτής να κατανοήσουν την φύση του μικρού. Το 1927, στο V Συνέδριο του Solvay, ο de Broglie αμφισβητεί ανοικτά την πληρότητα της κβαντικής θεωρίας διατυπώνοντας την δικιά του θεωρία, η οποία έγινε γνωστή ως θεωρία της διπλής λύσης. Σύμφωνα μ’ αυτήν το σωμάτιο «πιλοτάρεται» (οδηγείται) κατά την κίνησή του από ένα εκτεταμένο κυματικό φαινόμενο (κυματοδηγό, κύμα-πιλότο), και η όλη κίνηση είναι αιτιοκρατημένη. Η κυριαρχία, όμως, των «ορθόδοξων» σ’ αυτό το Συνέδριο, και γενικώτερα το ευρύτερο κοινωνικο-ιδεολογικό κλίμα της εποχής του μεσοπολέμου (βλ. «Η Γερμανία του μεσοπολέμου και η αιτιοκρατία», δημοσίευση Αύγουστος 2015), οδήγησε σε ναυάγιο αυτήν την πρώτη απόπειρα για δυναμική περιγραφή της κβαντομηχανικής κίνησης (αργότερα θα την ανέσυρε από την αφάνεια και την λησμονιά ο David Bohm διατυπώνοντας την δικιά του ερμηνεία, η οποία βασίζονταν σ’ αυτές τις ιδέες του de Broglie). Για δεύτερη φορά τέθηκε σε αμφισβήτηση η πληρότητα της κβαντομηχανικής περιγραφής με το παράδοξο του Schrödinger (βλ. «Ο Schrödinger και η γάτα του», Δεκέμβριος 2014). Την ίδια χρονιά (1935) στο τεύχος της 15ης Μαΐου του περιοδικού Physical Review δημοσιεύθηκε ένα άρθρο με τον τίτλο “Can quantum mechanical description of physical reality be considered complete?”, το οποίο υπέγραφαν οι Albert Einstein και οι συνεργάτες του Boris Podolsky και Nathan Rosen. Το άρθρο αυτό επρόκειτο να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της κβαντομηχανικής καθώς έδωσε έναυσμα για συζητήσεις μέχρι και σήμερα πάνω σε βασικά ζητήματα της κβαντικής μηχανικής. Το κλασσικό αυτό πλέον «παράδοξο» έγινε γνωστό ως «παράδοξο των EPR» από τα αρχικά των ονομάτων των συγγραφέων. Θα σκιαγραφήσουμε την κύρια πλευρά του νοητικού πειράματος EPR όπως απεικονίστηκε από τους Bohm και Aharonov.
Ας θεωρήσουμε ένα φυσικό σύστημα μηδενικού συνολικού spin, το οποίο αποτελείται από δύο σωμάτια, Α και Β, με spin ½ το καθένα. Δηλαδή εάν το σωμάτιο Α έχει spin + ½ , το σωμάτιο Β θα έχει spin – ½ . Τα δύο σωμάτια έχουν αλληλεπιδράσει κατά το χρονικό διάστημα Δt. Στην συνέχεια διαχωρίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε το συνολικό τους spin να διατηρείται και πάλι μηδενικό. Όταν τα δύο σωμάτια βρίσκονται αρκετά μακριά το ένα από το άλλο ώστε να μην αλληλοεπιδρούν πλέον, μετρούμε την συνιστώσα του spin του Α ως προς έναν άξονα. Ένα βρούμε π.χ. την τιμή + ½ τότε μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι η αντίστοιχη τιμή του Β θα είναι – ½, και αυτό χωρίς να κάνουμε καμμία μέτρηση στο Β, και αντίστροφα.
Εάν το σύστημα ήταν κλασσικό μία τέτοια κατάσταση θα ήταν «τετριμμένα αληθής» (Franco Selleri). Και τούτο γιατί σ’ ένα κλασσικό σύστημα όλες οι συνιστώσες του spin θα είχαν καθωρισμένες τιμές κάθε χρονική στιγμή, και κάθε συνιστώσα του Α θα είχε τιμή αντίθετη με την αντίστοιχη συνιστώσα του Β. Όμως, το σύστημα του «παράδοξου» είναι κβαντικό. Κι αυτό σημαίνει ότι μία και μόνον συνιστώσα του spin του σωματίου έχει ωρισμένη τιμή την κάθε στιγμή. Έτσι εάν η συνιστώσα ως προς τον άξονα π.χ. Ζ είναι ωρισμένη, οι άλλες δύο συνιστώσες ως προς τους άξονες Χ και Υ είναι ακαθόριστες, τούτων θεωρουμένων ότι βρίσκονται σε κατάσταση τυχαίων διακυμάνσεων. Παρά ταύτα, εάν μετρήσουμε μία συνιστώσα του Α, η αντίστοιχη συνιστώσα του Β θα έχει την αντίθετη τιμή. Η κβαντική μηχανική προβλέπει αυτό το αποτέλεσμα, δεν μπορεί, όμως, να το εξηγήσει.

                       (Πηγή εικόνας:http://philosophyfaculty.ucsd.edu)
Οι EPR διατύπωσαν ένα κριτήριο ύπαρξης ενός στοιχείου πραγματικότητας: «Εάν χωρίς διόλου να διαταράξουμε ένα σύστημα, μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα (δηλαδή με πιθανότητα ίση με την μονάδα) την τιμή ενός φυσικού μεγέθους, τότε υπάρχει ένα στοιχείο φυσικής πραγματικότητας, το οποίο αντιστοιχεί σ’ αυτό το φυσικό μέγεθος». Κατά τους EPR για να είναι μία θεωρία πλήρης, πρέπει «κάθε στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας να έχει το αντίστοιχό του στην θεωρία». Η συνθήκη αυτή καλείται συνθήκη πληρότητας.
Υποτίθεται, γράφουν οι EPR, ότι η κατάσταση χαρακτηρίζεται πλήρως από την κυματοσυνάρτηση Ψ. Εν τούτοις, αναλύοντας το ασύμβατο των συζυγών παρατηρήσιμων, οι EPR κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: είτε 1) η κβαντομηχανική περιγραφή δεν είναι πλήρης, είτε 2) όταν οι τελεστές που αντιστοιχούν σε δύο μεγέθη δεν αντιμετατίθενται, τα δύο μεγέθη δεν μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα1. Κι αυτό, επειδή, αν και τα δύο υπήρχαν ταυτόχρονα, είχαν δηλαδή ακριβείς τιμές την ίδια στιγμή, οι τιμές τους θα έπρεπε να υπεισέρχονται στην πλήρη περιγραφή, σύμφωνα με την συνθήκη πληρότητας. Συνεπώς, αν δεχτούμε την συνθήκη πληρότητας και ταυτόχρονα το προηγούμενο κριτήριο ύπαρξης, οδηγούμαστε σε αντίφαση. Κατόπιν αυτού, οι EPR κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κβαντομηχανική περιγραφή δεν είναι πλήρης και ότι μία πληρέστερη2 περιγραφή θα ήταν, κατ’ αρχήν, δυνατή, υπονοώντας την ανάγκη για εισαγωγή στην θεωρία συμπληρωματικών παραμέτρων, των περίφημων λανθανουσών παραμέτρων ή κρυμμένων μεταβλητών (βλ. αντίστοιχο άρθρο, δημοσίευση Ιανουάριος 2015).
Το παράδοξο στο νοητικό πείραμα των EPR έγκειται στο ότι ενώ τα δύο σωμάτια Α και Β είναι διαχωρισμένα και δεν αλληλοεπιδρούν φαίνεται ότι οποιαδήποτε  μεταβολή στο ένα συνεπάγεται την αντίστοιχη μεταβολή στο άλλο, ως εάν μεταξύ τους υπήρχε μία λανθάνουσα αλληλεπίδραση. Η οποία, επιπλέον, θα έπρεπε να είναι ακαριαία, να μεταδίδεται δηλαδή με άπειρη ταχύτητα, διότι όταν ο προσανατολισμός του οργάνου της μέτρησης μεταβάλλεται ταχύτατα, τότε και το spin του σωματίου Β ανταποκρίνεται αμέσως σ’ αυτήν την αλλαγή.
 Ο Bohr, όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να απαντήσει στην πρόκληση των EPR. Σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 15ης Οκτωβρίου 1935 του ίδιου περιοδικού (Physical Review: 48, 696-702), υποστήριξε το αίτημα για πληρότητα της κβαντομηχανικής περιγραφής. Στην απάντησή του ο Bohr στηρίζεται στην έννοια του μη-διαχωρίσιμου: τα δύο σωμάτια και το όργανο μέτρησης συνιστούν, κατά τον Bohr, ένα ενιαίο και μη αναλύσιμο σύστημα. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις το παράδοξο αίρεται, το τίμημα, όμως, είναι ότι η αποδοχή του μη-διαχωρίσιμου  συνεπάγεται την αποδοχή των ακαριαίων αλληλεπιδράσεων. Τέτοιου είδους, όμως, αλληλεπιδράσεις: 1) εκτός του ότι είναι ad hoc, είναι και άγνωστης φύσεως (άγνωστοι οι φορείς της αλληλεπίδρασης αυτής, σε αντίθεση με τους καλά γνωστούς φορείς των άλλων φυσικών αλληλεπιδράσεων). 2) Παραβιάζουν την αρχή της σχετικότητας (πεπερασμένες ταχύτητες αλληλεπιδράσεων), η ισχύς της οποίας έχει επανειλημμένα πειραματικά επιβεβαιωθεί. Το επιχείρημα ότι η αρχή της σχετικότητας δεν παραβιάζεται γιατί οι δυνάμεις αυτές δεν μεταφέρουν ενέργεια, είναι έωλο. Διότι αφού δεν μεταφέρουν ενέργεια, τότε πώς προκαλούν παρατηρήσιμα φαινόμενα; 3) Οι αλληλεπιδράσεις αυτές συνεπώς ανήκουν στην χορεία των υποθετικών αλληλεπιδράσεων, αλληλεπιδράσεων που δεν έχουν παρατηρηθεί και που η φύση τους είναι άγνωστη. Άρα το μη-διαχωρίσιμο, σε αντίθεση με το διαχωρίσιμο και την τοπικότητα, δεν έχει το καθεστώς επιστημονικής έννοιας. 4) Επιπλέον οι αλληλεπιδράσεις αυτές παραβιάζουν την (λεγόμενη) ελευθερία βούλησης των σωματίων, για την οποία διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους οι Jordan και Heisenberg. Και τούτο γιατί εάν το σωμάτιο Α πραγματώσει, μέσα στα πλαίσια της απόλυτης ελευθερίας βούλησής του (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) το στοιχείο πραγματικότητας π.χ. α, τότε το σωμάτιο Β είναι εξαναγκασμένο να πραγματώσει το αντίστοιχο στοιχείο πραγματικότητας β κ.ο.κ. σε μία ατελείωτη διελκυνστίδα ανάμεσα στα συσχετισμένα αυτά σωμάτια, διελκυνστίδα η οποία θυμίζει το αδιέξοδο της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης για την κβαντική μέτρηση, όπου θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες τις μετρητικές συσκευές του Σύμπαντος, και πάλι αποτέλεσμα δεν θα έχουμε (την κατάσταση τελικά την σώζει η –άϋλη– «συνείδηση» του παρατηρητή: «μοντέλο ψυχοφυσικού παραλληλισμού», και αποκάλυψη του πραγματικού φιλοσοφικού προσανατολισμού ωρισμένων τουλάχιστον εκπροσώπων της Σχολής της Κοπεγχάγης, από τον θετικισμό σ’ έναν ακραίο υποκειμενικό ιδεαλισμό). 5) Οι αλληλεπιδράσεις αυτές συνεπάγονται τον συσχετισμό κάθε ζεύγους φυσικών συστημάτων, όσο απομακρυσμένα και εάν είναι μεταξύ τους. 6) Συνεπάγονται, επίσης, την αδυναμία να μετρήσουμε οποιοδήποτε σύστημα «καθεαυτό» χωρίς να διαταράξουμε το συσχετισμένο μ’ αυτό σύστημα, όσο μακριά και εάν βρίσκεται αυτό από το μετρούμενο σύστημα, και έτη φωτός ακόμη! 7) Οι αλληλεπιδράσεις αυτές και γενικώτερα η αποδοχή του μη-διαχωρίσιμου έγιναν αιτία να εισχωρήσουν και να εγκατασταθούν στον χώρο της θετικώτερης των επιστημών ο μυστικισμός και η παραψυχολογία προς μεγάλη αμηχανία των πρωτεργατών της κβαντικής θεωρίας. 8) Η αποδοχή, τέλος, αυτών των αλληλεπιδράσεων φέρνει την Φυσική στην εποχή του Νεύτωνα, την ίδια ώρα που οι θεωρητικοί της Σχολής της Κοπεγχάγης κατηγορούσαν τον Einstein και τους άλλους εκπροσώπους της Ρεαλιστικής Σχολής ότι με την επιμονή τους για ισχύ της αιτιοκρατίας και στον μικρόκοσμο θέλουν να γυρίσουν την Φυσική πολλές δεκαετίες πίσω. Κατόπιν όλων όσων αναφέραμε είναι πολύ λογικό γιατί ο Bohr δεν θέλησε ποτέ να δώσει την παραμικρή ένδειξη για τον χαρακτήρα των αλληλεπιδράσεων που εξασφαλίζουν το δήθεν μη-διαχωρίσιμο, και κατέφευγε στην συνηθισμένη θετικιστική υπεκφυγή ότι «το ερώτημα στερείται νοήματος»!
         Σχηματική απεικόνιση του νοητικού πειράματος των EPR
Υπάρχει, όμως, άλλη ερμηνεία διαφορετική απ’ αυτήν του Bohr; Τα σωμάτια Α και Β είναι χωρισμένα μ΄ ένα διάστημα χωρικού τύπου, και δεν αλληλοεπιδρούν. Συνεπώς τυπικά ισχύει το διαχωρίσιμο. Τα στοιχεία, όμως, πραγματικότητας (ενεργεία και δυνάμει) των Α και Β είναι συσχετισμένα (οι κυματοσυναρτήσεις των Α και Β, σύμφωνα με μία έκφραση του Schrödinger το 1935, έχουν «μπερδευτεί», -entangled- 3). Οι συσχετίσεις αυτές έχουν αποκατασταθεί κατά το χρονικό διάστημα Δt, κατά το οποίο τα δύο σωμάτια αλληλοεπέδρασαν. Σαν αποτέλεσμα της αλληλοεπίδρασης αυτής κάθε σωμάτιο κατέχει ωρισμένη «πληροφορία» κατά την στιγμή του διαχωρισμού, πληροφορία η οποία συσσωρεύτηκε κατά το διάστημα Δt. Η «πληροφορία» αυτή «αποθηκεύτηκε» και προφανώς διατηρήθηκε κατά την «πτήση» των σωματίων προς τα όργανα μέτρησης. Συνεπώς, δεν αποτελεί μυστήριο το γεγονός ότι μπορούμε να προβλέψουμε την τιμή μιας συνιστώσας του spin του σωματίου Β με βάση την τιμή της αντίστοιχης συνιστώσας του Α. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το spin του Α, αυτό δεν σημαίνει ότι το Β πραγματώνει αυτόματα με κάποιο είδος τηλεπάθειας, την αντίστοιχη τιμή. Εξαιτίας, όμως, της κοινής προϊστορίας τους, το Β έχει την δυνατότητα να πραγματώσει την αντίστοιχη τιμή εάν γίνει πάνω του η κατάλληλη μέτρηση. Και τούτο γιατί τα στοιχεία πραγματικότητας των δύο σωματίων είναι συσχετισμένα λόγω της προηγούμενης αλληλεπίδρασής τους. Συνεπώς, τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι συσχετισμένα, οι μετρήσεις, όμως, δεν είναι.
Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει και την αιτιότητα και την τοπικότητα, δηλαδή τις δύο θεμελιώδεις αρχές των σχετικιστικών θεωριών, η ορθότητα των οποίων, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχει εξακριβωθεί πειραματικά. Η ερμηνεία αυτή, επομένως, φαίνεται εύλογη. Επιπλέον, αποφεύγει τις άγνωστες αλληλεπιδράσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για το μη-διαχωρίσιμο. Πλέον τούτων, όμως, η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει και τις έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία. Και εδώ προκύπτει ένα θέμα σχετικό με την διατύπωση των EPR.
Συγκεκριμένα, το κριτήριο φυσικής πραγματικότητας των EPR, εξαιτίας της συνθήκης της μη διαταραχής, την οποία προϋποθέτει, δεν είναι αρκετά γενικό, ώστε εκτός από τις ενεργεία καταστάσεις να συμπεριλάβει και τις δυνάμει καταστάσεις. Απαιτείται, επομένως, γενίκευση του κριτηρίου αυτού. Πράγματι, χάρις στο θεωρητικό έργο των επιγόνων του Einstein και συνεχιστών του έργου του στην κβαντική φυσική 4 το κριτήριο φυσικής πραγματικότητας υπέστη δύο γενικεύσεις. Η πρώτη γενίκευση αφορά καταστάσεις καθαρές με την στενή έννοια του όρου – sharp states – (βλ. και προηγούμενη δημοσίευση: «Κβαντική φυσική: θέματα και έννοιες»), δηλαδή καταστάσεις, οι οποίες κατέχουν, στις δεδομένες συνθήκες, μία και μόνη δυναμικότητα (μονοδιάστατος χώρος Hilbert). Η δεύτερη γενίκευση αφορά τις περιπτώσεις «επαλληλίας», δηλαδή τις περιπτώσεις όπου έχουμε έναν πολυδιάστατο (δυνάμει) χώρο Hilbert (βλ. ομοίως προηγούμενο άρθρο). Με την γενίκευση αυτή του κριτηρίου φυσικής πραγματικότητας αίρεται το παράδοξο, δεν απαιτείται κανενός είδους διαχωρίσιμο, και αναδεικνύεται ο μη πλήρης χαρακτήρας της κβαντικής μηχανικής 5. Η κβαντική μηχανική δεν μας λέγει τίποτα ούτε για την «συσσώρευση» (stockage) της συσχετισμένης πληροφορίας, ούτε για την διατήρηση αυτής της πληροφορίας κατά τον χρόνο που τα δύο σωμάτια κατευθύνονται προς τα όργανα μέτρησης, ούτε για την διαδικασία πραγμάτωσης των συσχετισμένων καταστάσεων μέσω της αλληλεπίδρασης με τα όργανα της μέτρησης. Πλέον τούτων το μη-διαχωρίσιμο παρουσιάζει δύο ακόμη αδύνατα σημεία: δεν προτείνει κάποιον μηχανισμό, ο οποίος θα εξηγούσε την διαδικασία απώλειας της πληροφορίας η οποία συσσωρεύθηκε κατά τον χρόνο αλληλεπίδρασης των σωματίων, καθώς και έναν δεύτερο μηχανισμό, ο οποίος θα εξηγούσε τις συσχετίσεις μεταξύ Α και Β κατά την διάρκεια της μέτρησης. Νομιμοποιούμεθα, λοιπόν, με βάση και την συνθήκη πληρότητας, να θεωρήσουμε ότι η σημερινή κβαντομηχανική περιγραφή δεν είναι πλήρης, και ότι η κβαντική θεωρία χρήζει εισαγωγής πρόσθετων παραμέτρων προκειμένου να γίνει πληρέστερη, σύμφωνα και με τα λόγια των EPR.
(Πηγή εικόνας:http://www.sophiararebooks.com)

Συμπερασματικά: Δεν υπάρχει παράδοξο EPR. Εκείνο που υπάρχει είναι ένα βαθύ κενό γνώσης όσον αφορά τους μηχανισμούς συσχέτισης και τους μηχανισμούς μετασχηματισμού των κβαντικών συστημάτων. Το κενό αυτό δεν καλύπτεται με την επίκληση άγνωστων, υποθετικών, κατά κυριολεξία μεταφυσικών δυνάμεων 6, με την επιστροφή στο μη-διαχωρίσιμο, το οποίο αν και δεν αναφέρεται ρητά έχει σε κάθε περίπτωση καταχωρηθεί στο θεωρητικό οπλοστάσιο της Σχολής της Κοπεγχάγης. Η μεγάλη προσφορά των Einstein, Podolsky, και Rosen ήταν ότι κατέδειξαν με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο την ανεπάρκεια της ερμηνείας αυτής της Σχολής, και έθεσαν τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων αναφορικά με το πρόβλημα της πληρότητας του κβαντομηχανικού φορμαλισμού. Παρά ταύτα η πλειονότητα των φυσικών στοιχήθηκε με τον Bohr, θεωρώντας την από μέρους του ανασκευή των επιχειρημάτων του Einstein και των συνεργατών του ως προσωπική ήττα του τελευταίου 7. Ωστόσο, 80 χρόνια μετά την διατύπωση του νοητικού πειράματος το παράδοξο των EPR εξακολουθεί και βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας και αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων και διχογνωμιών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1) Κατά μία άλλη διατύπωση: εάν μετρήσουμε στο σωμάτιο Α την συνιστώσα του spin ως προς τον άξονα π.χ. Ζ, τότε αυτομάτως υποχρεώνουμε και το σωμάτιο Β να έχει επίσης καθωρισμένη και αντίθετου πρόσημου συνιστώσα του spin κατά τον ίδιο άξονα. Εάν παράλληλα μετρήσουμε το spin του σωματίου Β κατά τον άξονα Υ, τότε και το σωμάτιο Α θα υποχρεωθεί κι αυτό να αποκτήσει καθωρισμένη και αντίθετου πρόσημου προβολή του spin κατά τον ίδιο άξονα. Έτσι στο τέλος της διπλής αυτής μέτρησης θα γνωρίζουμε τις ακριβείς τιμές των συνιστωσών του spin ως προς δύο άξονες ταυτόχρονα, όπερ άτοπον, διότι αντιβαίνει, όπως εξηγούμε στο κείμενο, σε βασικές αρχές της κβαντικής μηχανικής. Έτσι, οι EPR αποκλείοντας την δεύτερη εκδοχή, καταλήγουν στην πρώτη, ότι δηλαδή η κβαντομηχανική περιγραφή δεν είναι πλήρης.
2) Είναι χαρακτηριστικό ότι οι EPR κάνουν λόγο για πληρέστερη  θεωρία και όχι πλήρη (βλ. και δικά μας σχόλια στην σημείωση 1 του άρθρου «Κρυμμένες μεταβλητές», Ιανουάριος 2015).
3) Κανένας μηχανισμός «ξεμπερδέματος» (disentangle) δεν έχει προταθεί μέχρι σήμερα. Ένα τέτοιος μηχανισμός θα φαινόταν «μυστηριώδης» από την οπτική της σημερινής φυσικής.
4) Νομίζουμε ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσουν να γράφονται τα ανιστόρητα και συνεπώς ανυπόστατα σχετικά με τον Einstein και την κβαντική μηχανική: ότι δήθεν δηλαδή ο Einstein αποστασιοποιήθηκε από την νέα επιστήμη και ότι εναντιώθηκε στην κβαντική θεωρία. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι αυταπόδεικτα ανακριβής. Ακόμη και μη επιστήμονες θα έδειχναν ενδιαφέρον για τα καταπληκτικά επιτεύγματα της Φυσικής στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, όταν για πρώτη φορά ο άνθρωπος έμπαινε στο βασίλειο του μικρού, πόσο μάλλον ένας επιστήμονας, και μάλιστα επιστήμονας του αναστήματος του Einstein. Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Einstein δεν εναντιώθηκε στην κβαντική θεωρία στο σύνολό της, αλλά πολέμησε μέχρι το τέλος της ζωής του την κυρίαρχη, θετικιστική Σχολή της Κοπεγχάγης. Ο Einstein έμεινε σ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ακλόνητος στο τρίπτυχο: αιτιοκρατία – ρεαλισμός (ρεαλιστικό αξίωμα) – τοπικότητα. Προσπάθησε να ανατρέψει τις θετικιστικές έως σε ωρισμένες περιπτώσεις ακραίες ιδεαλιστικές αντιλήψεις από τον χώρο της Φυσικής, για ιστορικούς, όμως, λόγους δεν μπόρεσε να πετύχει τους στόχους του. Ωστόσο, έβαλε τον θεμέλιο λίθο για να κτισθεί στην συνέχεια το οικοδόμημα του Νέου Επιστημονικού Ρεαλισμού, μιας ορθολογικής δηλαδή ερμηνείας του μικρόκοσμου. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Στην οποία και θα πρέπει να δείχνουμε τον προσήκοντα σεβασμό.
5) Η διαλεκτική ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία και η γενίκευση του κριτηρίου πραγματικότητας των EPR, επιτρέπει να κατανοήσουμε ρεαλιστικά έναν αριθμό προβλημάτων, τα οποία αφορούν τον μετασχηματισμό των κβαντικών συστημάτων.
6) Τέτοιου είδους αντιλήψεις (ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, μη-διαχωρίσιμο) εάν αναχθούν σε κοινωνιολογικό επίπεδο δημιουργούν την αίσθηση ότι είμαστε εκτεθειμένοι στην επίδραση δυνάμεων άγνωστων, απόκοσμων, δυνάμεων οι οποίες μπορεί να ασκήσουν δράση επάνω μας ανά πάσα στιγμή, δυνάμεων οι οποίες προέρχονται  από το σχεδόν πουθενά και από το σχεδόν παντού, δυνάμεων τις οποίες δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ούτε να τις ελέγξουμε. Μία τέτοια ψυχολογία οδηγεί στην μοιρολατρία. Και η μοιρολατρία στην υποταγή. Μία ακόμη παράμετρος των ακαριαίων αλληλεπιδράσεων. Ένας ακόμη λεπτοδουλεμένος μηχανισμός χειραγώγησης των μαζών.
7) Η αντίληψη αυτή στην συνέχεια πέρασε και στο ευρύ κοινό.
ΠΗΓΕΣ:
Ε. Μπιτσάκης. Ο Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. Φιλοσοφικές διερευνήσεις στον χώρο της Μικροφυσικής. Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1999.

Ε. Μπιτσάκης. Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής. Εκδ. Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2008.

Σύνδεσμοι