Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Χριστιανισμός: Η ανατομία μιας θρησκείας.

     Η εμφάνιση και η επικράτηση του Χριστιανισμού απετέλεσαν σταθμό στην παγκόσμια ιστορία. Παρά το γεγονός ότι από τότε πέρασαν 2000 χρόνια η θρησκεία αυτή εξακολουθεί και παρουσιάζει ζωτικότητα και με τα δόγματα της επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους, σε βαθμό μάλιστα αντιστρόφως ανάλογο προς την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη του αιώνα μας, αν αναλογιστεί κανείς το περιεχόμενο των δοξασιών της. Πώς, όμως, και γιατί εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, ποια είναι τα αίτια που γέννησαν αυτήν την θρησκεία, γιατί παρουσιάστηκε σε μια μικρή και άσημη επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πώς και γιατί ξαπλώθηκε με την γρηγοράδα της φωτιάς σε ξερά χόρτα σ’ ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, ήταν από την αρχή θρησκεία ή παρουσιάστηκε αρχικά σαν κάτι άλλο, το οποίο μετεξελίχθηκε στην συνέχεια σ’ αυτό που σήμερα λέμε Χριστιανισμό, και εάν έγινε αυτό πώς και γιατί έγινε; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση σε μία σειρά άρθρων, τα οποία κατ’ ανάγκη θα μονοπωλήσουν την θεματολογία του ιστολογίου για ικανό χρονικό διάστημα.
  Ευκολώτερο για εμάς θα ήταν να ζωγραφίζουμε παστιτσάδες, λαχανοντολμάδες και άλλα εδέσματα με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, θεωρούμε, όμως, ότι ουσιαστικώτερο και σημαντικώτερο είναι να γνωρίζουμε την πραγματική ιστορία αυτής της θρησκείας, παρά να καταφεύγουμε σε τέτοιου είδους τεχνάσματα, τα οποία φέρνουν το αντίθετο του προσδοκωμένου αποτέλεσμα. Πράγματι, δεν μπορεί κανείς να ασκήσει αποτελεσματική κριτική ή εάν θέλετε και πολεμική στα δόγματα του Χριστιανισμού, εάν δεν βασίζεται πρώτα απ’ όλα στην βαθειά και επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση των όρων και των συνθηκών που γέννησαν και επέβαλαν την συγκεκριμένη θρησκεία. Με εργαλείο τον ορθολογισμό και στηριζόμενοι στις ιστορικές πηγές, χριστιανικές και εξωχριστιανικές, στα έργα διανοητών και ιστορικών, οι οποίοι ανάλωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους μελετώντας το «φαινόμενο» του Χριστιανισμού, προσθέτοντας, όπου χρειάζεται, και την προσωπική μας άποψη, θα επιχειρήσουμε ένα ιστορικό ταξίδι από την αρχή της χρονολογίας μας μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού ως μοναδικής θρησκείας στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Θα χρησιμοποιήσουμε, επίσης, τα Ευαγγέλια. Αν και παραχαραγμένα, νοθευμένα, πλαστογραφημένα, με πολλές προσθαφαιρέσεις, με πρωθύστερα, δηλαδή με σκόπιμη χρονική μετακίνηση γεγονότων και συμβάντων προκειμένου αυτά να χάσουν το αρχικό τους νόημα, τα Ευαγγέλια είναι πηγές που μπορούν να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες. Αρκεί, βέβαια, να έχει κανείς ασκημένο μάτι, κριτικό πνεύμα, φιλολογική κατάρτιση, επιμονή και διάθεση για πολλή δουλειά. Ευτυχώς όλα αυτά μας τα προσφέρουν έτοιμα άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν σκληρά προκειμένου να ξεχωρίσουν την «ήρα από το σιτάρι», να πετάξουν την σκαρταδούρα και τις νοθεύσεις, και να εξακριβώσουν, συγκρίνοντας τες με άλλες πηγές, ποιες περικοπές των Ευαγγελίων αποτελούν τον πυρήνα πραγματικών γεγονότων, ώστε να εξαχθούν με ασφάλεια τα ανάλογα συμπεράσματα. Άλλωστε μερικές περικοπές «μιλάνε» από μόνες τους. Όπως π.χ. η κατά Λουκάν, ΚΒ 36: «..αλλά νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν…». Το εδάφιο αυτό έβαλε σε μπελάδες τους θεολόγους. Οι οποίοι το ερμήνευσαν λέγοντας πως ο Ιησούς είπε στους μαθητές (οπαδούς) του πριν μπουν στην Ιερουσαλήμ τις ημέρες του Πάσχα να έχουν ο καθένας τους από ένα μαχαίρι για να σφάξουν τα αρνιά. Καλή η προσπάθεια των θεολόγων, αλλά το πράγμα μιλάει από μόνο του. Εάν δεχτούμε ότι ο Ιησούς ήταν ενανθρωπισθείς Θεός, τότε θα πρέπει ο Δημιουργός να έχει πολύ χαμηλή εκτίμηση για την νοητική κατάσταση των δημιουργημάτων του, ώστε να χρειάζεται να διευκρινίσει αυτό που και τα πεντάχρονα ξέρουν, ότι δηλαδή πρέπει να έχεις ένα μαχαίρι για να σφάξεις ένα αρνί. Εδώ έχουμε ξεκάθαρα, όπως θα αναλύσουμε και στο οικείο άρθρο, κοφτές, ρητές, κατηγορηματικές, στρατιωτικού τύπου εντολές, εντολές που δεν σηκώνουν αντίρρηση. «Εμπρός, λέει ο Ιησούς στους οπαδούς του,  σε λίγο θα μπούμε στην πόλη (Ιερουσαλήμ). Σηκωθείτε, μην κάθεστε. Έφτασε η ώρα. Να είστε οπλισμένοι ο καθένας σας με ένα μαχαίρι κι εάν δεν έχετε να κάνετε τα αδύνατα δυνατά να το αποκτήσετε, στην ανάγκη να πουλήσετε και τον χιτώνα σας ακόμη. Επίσης, να έχετε μαζί σας τροφή (ξηρά τροφή τριών ημερών που λέμε σήμερα, να μην τρέχουν στα super market διαρκούσης της στάσεως)». Πρόκειται για οδηγίες/εντολές του αρχηγού προς τους συντρόφους του, με τους οποίους σχεδιάζει να ξεκινήσει στρατιωτικό κίνημα μέσα στην καρδιά της τότε Παλαιστίνης. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί «καλά με μαχαίρια θα κάνανε την επανάσταση τους, με μαχαίρια θα αντιμετώπιζαν την πάνοπλη ρωμαϊκή φρουρά και τους μπράβους του ιερατείου;». Εύλογο το ερώτημα και η απάντηση είναι προφανής. Ο Ιησούς ήθελε να μπει με άκρα μυστικότητα στην Ιερουσαλήμ (και όχι, βέβαια, «μετά βαΐων και κλάδων»…), για να μην φανερωθούν οι προθέσεις του και αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι ένοπλες δυνάμεις της εγχώριας και της ξένης εξουσίας. Προφανώς οι πυρήνες των οπαδών του μέσα στην πόλη θα είχαν κρυφά αποθηκεύσει «βαρύτερο» οπλισμό, τον οποίο και θα έπαιρναν οι στασιαστές την κατάλληλη στιγμή. Άλλες περικοπές των Ευαγγελίων δεν παρουσιάζουν αυτόν τον βαθμό ευκολίας στην «ανάγνωση» τους. Εκεί χρειάζονται οι ειδικοί, οι οποίοι μπορούν να ξεχωρίσουν πού απαλείφθηκε κείμενο, τι περιείχε το κείμενο που λογοκρίθηκε από τους χριστιανούς αντιγραφείς, που προστέθηκε κείμενο, γιατί προστέθηκε, εάν συνδέεται η προσθήκη αυτή με το πριν και το μετά από αυτήν περιεχόμενο της αντίστοιχης ενότητας του Ευαγγελίου κ.ο.κ. Όλα αυτά τα λέμε γιατί πολλοί διατείνονται ότι δεν πρέπει να πάρουμε καθόλου υπ’ όψιν μας τα Ευαγγέλια, επειδή αυτά είναι κείμενα πίστεως περισσότερο παρά ιστορικά κείμενα. Ένας σοβαρός, όμως, ιστορικός, σαν αυτούς που θα χρησιμοποιήσουμε ως πηγές μας, δεν μπορεί να αγνοήσει κι αυτού του είδους τα κείμενα ακόμη. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι παλιότερες και οι τωρινές μυστικές υπηρεσίες και από τα σκουπίδια ακόμη αρύονται πληροφορίες.
Θα επιχειρήσουμε, τώρα μία πρώτη «ανατομική» προσέγγιση της Χριστιανικής θρησκείας δημοσιεύοντας απόσπασμα από το άρθρο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ελλάδος Χρυσόστομου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εκκλησία», αριθμ. 8, 1934,  σ. 57-59 και παρ. και σ. 67, με τίτλο «Πώς αντιμετώπισεν ο Χριστιανισμός το κοινωνικόν πρόβλημα». Ιδού τι γράφει ο τότε αρχιεπίσκοπος Ελλάδος:
«Κατά τας παραμονάς της εμφανίσεως του Χριστιανισμού ο κόσμος διετέλει εις απερίγραπτον κρίσιν. Δεν ήτο απλώς οικονομική η κρίσις εκείνη, αλλά διέσειεν εκ βάθρων το οικοδόμημα της ανθρωπίνης κοινωνίας. Είχε προηγηθή η τελευταία έκπαγλος αναλαμπή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δια της ανά τον Ασιατικόν κόσμον με­γαλοπρεπούς, ραγδαίας και νικηφόρου πορείας του Μ. Αλε­ξάνδρου, όστις κατά την παραστατικήν έκφρασιν του Πλουτάρχου, «κατέσπειρε την Ασίαν ελληνικαίς πόλεσι». Μετά τούτο ιδρύθησαν τα ελληνικά κράτη των επιγόνων εν Αιγύπτω και Συρία, ηνώθη δε τότε το πρώτον ο Ελληνισμός εις μίαν απέραντον κοινωνίαν, συνενώσας μεθ' εαυτού πνευματικώς και τον λοιπόν εξελληνισθέντα κόσμον. Μετά μι­κρόν ανεπετάσθησαν πανταχού οι ρωμαϊκοί αετοί, τα σύμ­βολα τής κοσμοκράτορος Ρώμης, ήτις δια σιδηρού κλοιού περιέκλεισεν εν τη απεράντω μοναρχία της τον κόσμον ολόκληρον. Αλλ' ουδέποτε εν τη παγκοσμίω ιστορία η ανθρω­πίνη κοινωνία ευρέθη υπό χειροτέρας συνθήκας της ζωής. Η Ελλάς ιδίως, η άλλοτε πάμφωτος εστία του πολιτισμού, διήρχετο κρίσιν τραγικήν, ιδίως ένεκα της δυστυχίας και της πείνης και της εσχάτης ηθικής καταπτώσεως των Ελ­λήνων, την οποίαν είτε μετά σαρκασμού είτε μετά δυσθυμίας περιέγραψαν οι συγγραφείς της εποχής εκείνης, ως ο Λου­κιανός και ο Μεγαλοπολίτης Πολύβιος. Αλλ' η κρίσις ήτο γενική.
Η θρησκευτική καί ηθική κατάπτωσις είχον παραγάγει γε-νικήν αποσύνθεσιν καί απερίγραπτον αθλιότητα. Εκυριάρχει ο εγωισμός, υπό την αποτομωτέραν μορφήν του, ο εγωι­σμός του Κράτους και ο εγωισμός των επί μέρους προνο­μιούχων ατόμων. Η προσωπικότης του ανθρώπου, η ηθική του ελευθερία, τα φυσικά του δικαιώματα ήσαν εντελώς ά­γνωστα. Το Κράτος εχρησιμοποίει τας πνευματικάς καί ηθικάς δυνάμεις των υπηκόων του εντελώς αυθαιρέτως. Ότι ο άνθρωπος είναι άξιος σεβασμού, αυτός καθ' εαυτόν, ήτο άγνωστον τι. Εξετιμάτο μόνον κατά την εξωτερικήν του θέσιν. Η σημασία του εν τη κοινωνία ήτο το μέτρον της προ­σωπικής του αξίας. Φυσικόν επακολούθημα τοιαύτης αντιλή­ψεως υπήρξε το ότι οι αυτοκράτορες παρουσιάζονται ως η ενσάρκωσις της αγριωτέρας αυθαιρεσίας εν τη χρήση της εξουσίας των, καταπιέζοντες την ανθρωπίνην προσωπικότη­τα των υπηκόων τους... Η αντίθεσις μεταξύ των πλουσίων και των πτωχών ήτο μεγίστη. Κατ' αρχάς οι Ρωμαίοι είχον ε­πιδοθεί μεγάλως εις την γεωργίαν, ήτις είχεν αποβεί κυρία πηγή του πλούτου και της ευημερίας των. Το πλείστον μέρος των πολιτών ήτο γεωργικόν, αλλ' όταν ήρχισαν οι κατακτητι­κοί πόλεμοι της Ρώμης, στρατευόμενοι γεωργοί πολίται κατ' ανάγκην παρημέλουν την επιμέλειαν των αγρών των, αντικαθιστώμενοι υπό δούλων. Μικρόν κατά μικρόν ήρξαντο πωλούντες τους αγρούς των εις τους πλουσίους, είτε προς εξόφλησιν δανείων είτε δι' άλλας ανάγκας, ούτω δε η γη περιήρχετο εις ολίγους ιδιοκτήτας. Κατά τον αυτόν τρόπον περιήρχοντο εις ολίγους πλουσίους γαιοκτήμονας και αι κατακτώμεναι γεωρ­γικαί εκτάσεις, άς το Κράτος αρχικώς είχεν διανείμει εις τους ρωμαίους πολίτας. Ο Πλίνιος επληροφόρησεν ότι η ημίσεια Αφρική ανήκεν εις εξ μόνον γαιοκτήμονας, των οποίων ο Νέρων είχε διατάξει τον φόνον. Διά της συγκεντρώσεως της ιδιοκτησίας της γης εις χείρας ολίγων πλουσίων κατηργήθησαν, μικρόν κατά μικρόν, διάφορα συναφή προς την γεωργίαν επαγγέλματα, οίον η κτηνοτροφία, αντί δε των πρώην γεωργών εγκατέστησαν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες κατά χι­λιάδας τους δούλους εις τους απεράντους αγρούς των. Λαμ­βανομένου υπ' όψιν ότι έκαστος δούλος, επωλείτο εν Ρώμη αντί τεσσάρων μόνον δραχμών, ήτο εύκολος η αγορά δού­λων, αλλά οι τέως εργαζόμενοι εις τους αγρούς έμενον χωρίς εργασίαν. Και γενικώς ειπείν οι πτωχοί πολίται έμενον χω­ρίς εργασίαν, διότι διά πάσαν εργασίαν εχρησιμοποιούντο δούλοι. Οι πλούσιοι είχον κατά εκατοντάδας δούλους εργάτας, μαγείρους, καλλιτέχνας, γραφείς, λογίους. Κατήντησε δε να θεωρήται η εργασία ως ανάρμοστος εις ελευθέρους πολίτας. Άλλως τε τοιαύτην περί της εργασίας γνώμην εί­χον και μεγάλοι φιλόσοφοι, ως ο Πλάτων και ο Αριστοτέ­λης, οίτινες δεν ηδύναντο να φαντασθώσιν ότι είναι δυνατή η πνευματική και ηθική ανάπτυξις του ανθρώπου εν μέσω των φυσικών εργασιών, έστω και εκείνων, αίτινες είναι απα­ραίτητοι διά την συντήρησιν του ανθρώπου και τας λοιπάς φυσικάς του ανάγκας. Εντεύθεν περιεφρονείτο η εργασία. Εργάται ήσαν μόνον οι δούλοι.
Ευνόητον δέ ότι η ανεργία επηύξανε την δυστυχίαν των κα­τωτέρων τάξεων και παρήγετο τεραστία αντίθεσις μεταξύ των ολίγων πλουσίων και των απειραρίθμων πτωχών. Οι μεν έζων εν πληθωρική απολαύσει των πάντων, οι δε εν απερι­γράπτω πείνη και αθλιότητι, ποριζόμενοι τον επιούσιον άρτον εξ ελεημοσύνης ή εκ κλοπής και ληστείας. Θα ήτο λίαν μακρόν να περιγράψωμεν την αθλιότητα των πτωχών, σημειούμεν δε μόνον ότι οι τυχόν δανειζόμενοι και μη έχοντες ν' αποδώσωσι το χρέος, εκινδύνευον να χάσωσι την προσωπικήν των ελευθερίαν. Κατά τους ρωμαϊκούς νόμους ο οφει­λέτης, αν δεν επλήρωνεν εντός προθεσμίας 30 ημερών, περι­ήρχετο εις την κατοχήν του έχοντος λαμβάνειν και υπεχρεούτο να εργάζηται παρ' αυτώ, μετά δε την εκπνοήν δευτέ­ρας προθεσμίας ηδύνατο να πωληθή ως δούλος και αυτός και η σύζυγος του και τα τέκνα του.
Τοιαύτη αγρία ήτο η κατάστασις της κοινωνίας κατά την εμφάνισιν του Χριστιανισμού, κατάστασις σκληρότητος και απανθρωπιάς, ανισότητος ελευθέρων και δούλων, πλουσίων και πτωχών. Το χείριστον πάντων ήτο ότι η φρικώδης εκεί­νη κατάστασις, επί αιώνας κρατήσασα, απετέλει καθεστώς, κατά του οποίου ουδείς ετόλμα να εξεγερθή. Ο κόσμος εφαίνετο ανίκανος να εξεγερθή μόνος εκ της συνεχούσης αυτόν απεριγράπτου αθλιότητος, διότι ούτε η θρησκεία, ούτε η φι­λοσοφία, ήκιστα δε η τυραννική απολυταρχία του Ρωμαϊκού Κράτους ηδύναντο ή ήθελον να κινηθώσιν ή είχαν τα μέσα προς μεταβολήν του καθεστώτος».
     Ο μακαριστός ιεράρχης προσεγγίζει αρκετά σωστά το θέμα. Θα λέγαμε ότι θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων. Τουλάχιστον δεν μας γέμισε με μεταφυσικές πομφόλυγες. Θα αρχίσουμε την εξιστόρηση του Χριστιανισμού εξετάζοντας πρώτα τα πλαίσια μέσα στα οποία γεννήθηκε η θρησκεία αυτή, δηλαδή σε ποια κατάσταση από άποψη κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, φιλοσοφική, ακόμη και ψυχολογική βρίσκονταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τις παραμονές του Χριστιανισμού, αλλά και σε ποια κατάσταση επίσης βρίσκονταν η μικρή της επαρχία, στην οποία πρωτοείδε το φως της ζωής η νέα θρησκεία.


Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Η αθεΐα στην αρχαία Ελλάδα.

          (Πηγή εικόνας:archaia-ellada.blogspot.gr) 
      Αν και η αθεΐα επέσυρε βαρύτατες ποινές, ακόμη και την ποινή του θανάτου, εν τούτοις δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άσκησαν κριτική στην θρησκεία ή ακόμη και που αμφισβήτησαν, με τον ένα ή άλλο τρόπο, την ύπαρξη των θεών.
   Σύμφωνα με την γραπτή παράδοση ο Ξενοφάνης (580-484) αναφέρεται σαν ο πρώτος που πολέμησε την θρησκοληψία. Μάλιστα θεωρείται ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αντίληψη για την ύπαρξη και την παράσταση των θεών είναι ανθρωπομορφική. Προηγήθηκε, έτσι, κατά μερικούς αιώνες του Ludwig Feuerbach, που είπε το γνωστό: «κάθε ιδέα για τον θεό ή το θείο είναι ανθρωπομορφισμός». «Οι θνητοί νομίζουν - έγραψε ο Ξενοφάνης – ότι οι θεοί στο σώμα, στην γλώσσα και στα ρούχα μοιάζουν με τους ανθρώπους. Εάν τα βόδια (και τα άλογα) και τα λιοντάρια είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να φτιάχνουν έργα τέχνης, σαν τους ανθρώπους, τότε τα άλογα θα ζωγράφιζαν τους θεούς τους με μορφή ολότελα αλογίσια και τα βόδια βοδίσια. Έτσι και οι Μαύροι παριστάνουν τους θεούς τους μαύρους και πλατσομύτηδες και οι Θράκες ξανθομάλληδες και με γαλανά μάτια». Fragm. Diels 49 (10-17).
       Ο ποιητής και κωμωδιογράφος Επίχαρμος (540-450) δίδασκε πως οι θεοί είναι «αέρας, νερό, γη, ήλιος, φωτιά, αστέρες». Ο φιλόσοφος Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός προσπάθησε να αποδείξει πως οι περιπέτειες των θεών και οι μεταμορφώσεις τους απλά παριστάνουν τις διάφορες μεταβολές των φυσικών φαινομένων.
       Εκείνοι, όμως, που άσκησαν δριμεία κριτική στην θρησκεία ήταν οι σοφιστές. Οι σοφιστές έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα τον 5ο αιώνα και με τις πρωτοποριακές τους ιδέες, τις πλέον προοδευτικές του καιρού τους, τάραξαν την φιλοσοφική και την πολιτική σκηνή. Επόμενο ήταν να γίνουν στόχος των αντιδραστικών. Ο Αριστοφάνης, ο αυθεντικώτερος εκπρόσωπος της πλέον συντηρητικής μερίδας των ολιγαρχικών, στην κωμωδία του Νεφέλαι επιτίθεται στους σοφιστές (και στον Σωκράτη, σ’  αυτόν και για έναν άλλο λόγο, όπως εξηγούμε στο άρθρο για τον Ευριπίδη), τους οποίους κατηγορεί ότι με τους νεωτερισμούς τους έφεραν δεινά στην πόλη. Ο Πλάτων στα έργα του κατηγορεί τους σοφιστές σαν άθεους και σαν υπονομευτές των θεσμών. Να σημειώσουμε, εδώ, βέβαια ότι ο Πατριάρχης του ιδεαλισμού ξεχνάει πως πρώτοι και καλύτεροι υπονομευτές των θεσμών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ήταν οι φίλοι του οι ολιγαρχικοί, οι οποίοι εκτός αυτού «γλυκοκοίταζαν» και προς τους Λακεδαιμόνιους, με τους οποίους η πατρίδα τους βρίσκονταν σε πόλεμο. Επίσης ξεχνάει ότι προκειμένου να προωθήσει τις πολιτειακές του αντιλήψεις δεν δίστασε να συνεργαστεί με τα πιο τυρρανικά και τα πιο ματοβαμμένα καθεστώτα. Και ακόμη πώς στα πρώτα φιλοσοφικά του βήματα, παρασυρμένος από την ιδεοκρατία του, αμφισβήτησε, με τρόπο βέβαια, τους Ολύμπιους Θεούς, για να κάνει στροφή 180 μοιρών, όταν αντιλήφθηκε την αποκοιμιστική δύναμη της θρησκείας πάνω στις μάζες, οπότε έγινε υπέρμαχος της κρατούσης θρησκείας, και μάλιστα ζητούσε να καταδικάζονται σε θάνατο οι άπιστοι!
 (Πηγή εικόνας:greeksurnames.blogspot.gr) 
   Ο πιο ξακουστός σοφιστής ήταν ο Πρωταγόρας (480-412), από τα Άβδηρα της Θράκης, σύγχρονος του Δημόκριτου. Έγραψε πολλά συγγράμματα, αλλά το σπουδαιότερό του είναι το «Περί θεών».  Από το έργο αυτό σώζονται μόνον ο τίτλος και η αρχή.«Περί μέν θεών ουκ έχω ειδέναι – λέει – ουθ’ ως εισίν ούθ ως ουκ εισίν, ουθ’ οποίοι τινές ιδέαν. πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου». Diels Frag. 74.B.4. Από την φράση αυτή πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τον Πρωταγόρα σαν αγνωστικιστή. Κατά την γνώμη μας μια τέτοια άποψη είναι παρακινδυνευμένη. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο του υπόλοιπου έργου του, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τι έλεγε για τους θεούς και την θρησκεία στην συνέχεια του βιβλίου του. Η παραπάνω φράση μπορεί επίσης να εκληφθεί και σαν μία ειρωνική, λεπτοδουλεμένη, παρατήρηση. Και έτσι, όμως, ακόμη, σαν αγνωστικιστή δηλαδή να τον δούμε, ήταν μία τολμηρή κίνηση από την πλευρά του Πρωταγόρα, ο οποίος ήξερε ότι περιβάλλεται από πολλούς εχθρούς, οι οποίοι δεν θα έχαναν την ευκαιρία προκειμένου να τον χτυπήσουν. Η αντιθρησκευτική του δράση πρέπει να ήταν πολύ έντονη και καίρια, κλόνιζε στην κυριολεξία τα θεμέλια της θρησκείας, κι αυτό είχε προκαλέσει το μίσος και την εχθρότητα των κρατούντων. Ο Πυθόδωρος του Πολύζηλου, ένας από τους Τετρακόσιους, τον κατηγόρησε για άθεο και ασεβή. Το βιβλίο του κάηκε δημόσια και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Για το τέλος του οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. ΄Αλλοι λένε ότι η ποινή εκτελέστηκε. Άλλοι πάλι ότι ο Πρωταγόρας πνίγηκε όταν το πλοίο στο οποίο επέβαινε προκειμένου να δραπετεύσει στην Σικελία ναυάγησε. Ο Πλάτων στον Μένωνα βάζει τον Σωκράτη να λέει ότι ο Πρωταγόρας γνώρισε τιμές μέχρι το τέλος της ζωής του, υπονοώντας ότι ο Αβδηρίτης φιλόσοφος πέθανε από φυσικά αίτια. Η εκδοχή αυτή μοιάζει απίθανη. Ο καταδικασμένος για αθεΐα δεν είχε ούτε δικαίωμα ούτε την δυνατότητα να «εφεσιβάλλει» την καταδικαστική απόφαση. Αυτή ήταν άμεσα εκτελεστή. Οι άλλες ιστορίες φαίνεται να είναι επινοήσεις προκειμένου να αποσείσουν από πάνω τους το άγος της καταδίκης ενός τόσο μεγάλου ανδρός αυτοί που τον είχαν καταδικάσει. Σύμφωνα με ωρισμένους ερευνητές (Gomperz I. 467) οι παρακάτω στίχοι του Ευριπίδη «έκανετ’ εκάνετε τάν πάνσοφον ω Δαναοί ταν ουδεν αλγύνουσαν αηδόνα μούσαν», δεν υπονούσαν τον Σωκράτη, όπως πιστεύονταν, αλλά τον Πρωταγόρα, με τον οποίο άλλωστε ο Ευριπίδης είχε περισσότερες φιλοσοφικές συγγένειες σε σχέση με τον Σωκράτη.
Άλλος γνωστός σοφιστής, ονομαστός για την ρητορική του δεινότητα, ήταν ο Γοργίας. Οπαδός της Ελεατικής Σχολής, αρνιόταν τον γύρω του κόσμο (φύση) και έμμεσα κατέληγε στην άρνηση και των θεών. Η παράδοση λέει πως έγραψε και βιβλίο, το «περί φύσεως». Τίποτε, όμως, το θετικό δεν είναι γνωστό. Το μόνο που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι στην Αθήνα και σ’ άλλες πόλεις τιμήθηκε υπερβολικά. Έτσι, μάλλον αποκλείεται η φανερή του ασέβεια, τουλάχιστον στα χρόνια που έκανε τον δάσκαλο της ρητορικής.
Άλλος μεγάλος σοφιστής, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα της καταγωγής της θρησκείας ήταν ο Πρόδικος ο Κείος. Ο Πρόδικος ακολουθεί μία καθαρά ιστορική βάση στην θρησκειολογική του έρευνα. Δεν πιστεύει πως υπάρχουν έξω από τον φυσικό κόσμο και πάνω απ’ αυτόν άλλες δυνάμεις. Οι θεοί δεν είναι έξω από τον χρόνο και τον τόπο, δεν είναι υπερφυσικά όντα. Είναι ιστορικά προϊόντα, έχουν δηλαδή καθαρά ιστορική προέλευση. Έτσι ο Πρόδικος άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της ιστορικής έρευνας και κριτικής της θρησκείας. Χωρίς να θίξει το μεταφυσικό σκέλος της θρησκείας «κατέβασε τους θεούς από τα σύννεφα της μεταφυσικής και τους κάθισε στο σκαμνί της κριτικής». Η κριτική, όμως, αυτή ήταν ακίνδυνη για τους κρατούντες. Και ήταν ακίνδυνη, γιατί είχε καθαρά θεωρητική μορφή. Δεν έθιγε το ζήτημα της ύπαρξης των θεών, αλλά ερμήνευε θεωρητικά την καταγωγή του θρησκευτικού συναισθήματος. Η διδασκαλία του στην λεκτική της διατύπωση δεν ήταν πολεμική και επαναστατική, γι’ αυτό ίσως είχε και μερικές συμπάθειες από διανοούμενους της εποχής του, όπως τον Ξενοφώντα και τον Περσαίο, που αν και θρήσκοι συμπαθούσαν την διδασκαλία του. Ο Πρόδικος στην έρευνά του δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα από την εποχή που επικρατούσε η θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων (λατρεία της φύσεως). Ωστόσο, όμως, η κριτική του, έστω και μέσα στα χρονικά όρια της θρησκευτικής φυσιολατρείας, ήταν απόλυτα σωστή, και από την άποψη αυτή έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί στέκει μακριά από κάθε ιδεαλιστική προσέγγιση.
Ο Κριτίας, σοφιστής επίσης, δίνει μία άλλη διάσταση στο θέμα της θρησκείας. «Ήταν κάποτε ένας καιρός – έγραψε – που η ζωή των ανθρώπων ήταν άταχτη και θηριώδης, υπηρετούσε την δύναμη του ισχυρότερου και δεν υπήρχε αμοιβή του καλού ή τιμωρία του κακού. Με το κύλισμα του χρόνου, οι άνθρωποι έβαλαν Νόμους να τιμωρούν το κακό κι έτσι η Δίκη εξουσιάζει την Ύβρη. Αλλά οι άνθρωποι με τον εκβιασμό των Νόμων, δεν αμάρταναν φανερά, κρυφά όμως παρανομούσαν. Γι’ αυτό κάποιος σοφός και έμπειρος άντρας ανακάλυψε τους θεούς για να φοβούνται οι κακοί όταν κρυφά κάνουν ή λένε ή σκέπτονται κάτι. Απ’ αυτήν την σύλληψη ξεκινώντας ο σοφός αυτός εισηγήθηκε πως ο θεός ήταν ένας δαίμονας παντεπόπτης και παντογνώστης όχι μόνο των έργων αλλά και των σκέψεων των ανθρώπων. Είπε ακόμα πως ο θεός κατοικεί κοντά τους και πως δείγματα της παρουσίας του είναι τα μετεωρολογικά φαινόμενα… Και έτσι, «ψεύδει καλύψας την αλήθειαν λόγω … έπεισεν τους θνητούς νομίζειν δαιμόνων είναι γένος». Diels II Kritias B 25.
Οι θρησκευτικές τελετές, και τότε και τώρα, δημιουργούν την αίσθηση της ομάδας και συμβάλλουν στον έλεγχο των μαζών. (Πηγή εικόνας:thecuriosityofcat.blogspot.gr)
Επινοήσεις, πλάσματα της φαντασίας οι θεοί, μας λέει ο Κριτίας, όμως η θρησκεία χρειάζεται για να μπαίνει ένα χαλινάρι στον λαό. Αυτονόητο είναι ότι η θέση αυτή δεν συνιστούσε κανένα κίνδυνο για το καθεστώς. Γι’ αυτό και ο Κριτίας δεν διώχτηκε. Να σημειωθεί ότι αργότερα (404-403) ο Κριτίας ήταν ο αρχηγός των Τριάντα Τυράννων που κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας.
Την ίδια περίπου εποχή διαβόητος για τον αθεϊσμό του υπήρξε ο Διαγόρας. Ο Διαγόρας κατάγονταν από την Μίλητο, κι όταν η πατρίδα του υποδουλώθηκε ήρθε στην Αθήνα, όπου έκανε τον διθυραμβοποιό (ποιητή). Ποια ήταν η διδασκαλία του, και τι πίστευε για την θρησκεία και τους θεούς δεν γνωρίζουμε. Υπάρχουν, πάντως, πολλές πηγές και μαρτυρίες, οι οποίες επιβεβαιώνουν την ασέβειά του. Για την οποία του ασκήθηκε, τελικά, δίωξη, αλλά πριν τον πιάσουν ο Διαγόρας έφυγε κρυφά από την Αθήνα (περίπου το 412). Έτσι γλύτωσε το κώνειο. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία τον επικήρυξε με ένα τάλαντο για εκείνον που θα τον σκότωνε και με δύο για εκείνον που θα τον έπιανε ζωντανό και θα τον παρέδιδε στις αρχές της Αθήνας…
Άλλος ονομαστός άθεος έξω από την σχολή των σοφιστών υπήρξε ο μαθητής του Αρίστιππου Θεόδωρος. Ο Αρίστιππος ήταν μαθητής του Σωκράτη καθώς και αρχηγός σχολής. Η δικιά του ηθική στηρίζονταν στην ηδονή που αποτελεί τον σκοπό της ζωής. Έζησε περίπου στα 380. Για τον Θεόδωρο λεπτομερειακές ιστορικές μαρτυρίες όσον αφορά τον αθεϊσμό του δεν υπάρχουν. Μόνον οι Πατέρες της Εκκλησίας τον μνημονεύουν μαζί με άλλους άθεους και προ πάντων μαζί με τον Ευήμερο. Η φήμη μόνον για φανατικό άθεο τον αναφέρει χωρίς το δογματικό μέρος της διδασκαλίας του. Φαίνεται πως πολέμησε με φανατισμό την θρησκεία, γι’ αυτό οι διδασκαλίες του και τα βιβλία του «εξαφανίστηκαν». Υπάρχει μία μαρτυρία από τον Πλούταρχο ότι με το βιβλίο του «περί συντάγματος των θεών» ο Θεόδωρος αποδείκνυε σαν ανοησίες τα όσα οι άνθρωποι πίστευαν για τους θεούς.
Ο Θεόδωρος μπορούμε να πούμε ότι είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος της αθεϊστικής σχολής των σοφιστών, αν και δεν έχει άμεση σχέση μ’ αυτούς.

 Ευήμερος ο Μεσσήνιος
Οι αρχαίοι ιστοριογράφοι αναφέρουν κι έναν άλλο ακόμη άθεο. Τον Ευήμερο από την Μεσσηνία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, μάλιστα, τον βάζουν στην πρώτη σειρά των άθεων. Ο Ευήμερος, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, έζησε στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρου. Φαίνεται πως ήταν κοσμογυρισμένος, αφού έκανε πολλά ταξίδια στην Μεσόγειο και στην Ασία. Ήταν κι αυτός οπαδός της Κυρηναϊκής Σχολής και ίσως μαθητής του Θεόδωρου του άθεου. Πιθανόν έτσι να εξηγείται η αθεΐα του, αν και, όπως ήδη είπαμε, δεν ξέρουμε σε ποια φιλοσοφική βάση στήριζε τον αθεϊσμό του ο Θεόδωρος και η σχολή του. Από τα ταξίδια του θα πρέπει να έμαθε πολλά, και προ πάντων θα του δόθηκε η ευκαιρία να συγκρίνει την μυθολογία την Ελληνική με τις Ασιατικές θεογονικές παραδόσεις. Πολλές πηγές τον αναφέρουν σαν ονομαστό για την αθεΐα του. Ο Κλήμης (Προτρεπ. ΙΙ 20-23) λέει: «Ευήμερος (ο άθεος) που μερικοί τον λένε Μεσσήνιο και που τον αναφέρει ο Καλλίμαχος στους χωλιάμβους του ήταν ένας γέρος αλαζόνας που έγραφε άδικα βιβλία και κατηγορούντανε για άθεος». Ο Αιλιανός τον αναφέρει σαν άθεο και ο Κικέρων σαν άθρησκο. Επίσης αναφορές για τον Ευήμερο κάνει και ο Πλούταρχος (περί ΄Ισιδ. και Όσιδ. 23, περί άρεσκ. φιλοσοφ. 34). Ο Ευημερισμός δημιούργησε σχολή και επηρρέασε τους ποιητές και τους φιλόσοφους της ρωμαϊκής εποχής.
Αυτοί υπήρξαν οι πιο γνωστοί άθεοι της Ελληνικής αρχαιότητας. Τα έργα τους και οι διδασκαλίες τους σε μεγάλο βαθμό δεν σώθηκαν. Καταστράφηκαν ήδη από την αρχαιότητα, και εάν τυχόν σώθηκαν ωρισμένα προφανώς θα καταστράφηκαν στην συνέχεια από τους Χριστιανούς. Οι πιο πολλοί από αυτούς καταδιώχτηκαν και ωρισμένοι ήπιαν το κώνειο. Οι ιδέες τους ήταν επικίνδυνες για το καθεστώς, δεδομένου ότι κλόνιζαν ένα σοβαρό θεμέλιο του, την θρησκεία.
   Στους άθεους της αρχαιότητας θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τους Δημόκριτο, Ευριπίδη, Επίκουρο και φυσικά τον Λεύκιππο, για τον οποίο, όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως. Ο Πατριάρχης της αρχαίας και της σύγχρονης υλιστικής κοσμοαντίληψης για τους θεούς δίδασκε πως οι άνθρωποι προσπαθώντας να εξηγήσουν διάφορα φυσικά φαινόμενα, όπως κεραυνούς, αστραπές, σεισμούς, σεληνιακές και ηλιακές εκλείψεις κλπ, κατέληξαν στο να παραδεχτούν πως πίσω από τα φαινόμενα αυτά κρύβονται υπερφυσικά όντα (θεοί).
Για τον Ευριπίδη ήδη έχουμε κάνει εκτενή αναφορά στο σχετικό άρθρο (βλ. Ευριπίδης,ο από σκηνής φιλόσοφος). Εδώ μόνον θα σημειώσουμε ότι ο Ευριπίδης διατύπωνε τις αθεϊστικές του ιδέες πολύ προσεκτικά, όχι μόνον για να μην προκαλέσει το θρησκόληπτο πλήθος, αλλά κυρίως για να μην φέρει σε δύσκολη θέση τον Περικλή, στο περιβάλλον του οποίου ανήκε και τον κάνει έτσι εύκολο στόχο για τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι τον κυνηγούσαν ανελέητα. Λίγο, όμως, έλειψε να την πάθει. Η φράση «ουκ εισίν, ουκ εισίν» (οι θεοί), την οποία ανεφώνησε στην τραγωδία του «Βελλερεφόντης» έδωσε την αφορμή στους εχθρούς του να τον καταγγείλουν για ασέβεια. Πολύ πιθανόν ο Ευριπίδης να κατηγορήθηκε, λίγο πριν αρχίσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, μαζί με τον Αναξαγόρα και την Ασπασία, δηλαδή γύρω στα 432. Για να συνεχίσει να ζει και μετά την απαγγελία αυτής της βαριάς κατηγορίας σημαίνει ότι την γλίτωσε, προφανώς χάρις στην επιρροή του Περικλή.
Ο Επίκουρος δίδασκε, συμφωνώντας με τον Δημόκριτο, πως ο κόσμος φτιάχτηκε από έναν πολύ μεγάλο αριθμό μικρών άτμητων κομματιών ύλης, τα οποία είναι εφοδιασμένα με μηχανικές κινήσεις, χάρις στις οποίες φέρονται τα μεν προς τα δε και δημιουργούν συνθετώτερες ενώσεις, ακόμη και κόσμους ολόκληρους. Στις κινήσεις των ατόμων του Δημόκριτου πρόσθεσε μία δικιά του με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ποιοτικά διαφορετικά από τις μηχανικές κινήσεις του Δημόκριτου, την περίφημη κατά παρέγκλιση κίνηση, στην οποία ήδη έχουμε αναφερθεί (βλ. Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική). Εκτός από τα άτομα αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο. Οι θεοί υπάρχουν μεν, δεν ζουν όμως ούτε πάνω ή έξω από την φύση, ούτε μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αθάνατοι και μακάριοι βρίσκονται στο διάστημα που χωρίζει τον δικό μας γήινο χώρο από τον άλλο τον άγνωστό μας κόσμο και ζουν εκεί χωρίς φροντίδες και έννοιες, και χωρίς να ενδιαφέρονται ή να επεμβαίνουν στα ζητήματα του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτόν ο Επίκουρος ξεδόντιαζε τους θεούς. Χωρίς να προκαλεί την κρατική εξουσία, η οποία δεν ανέχονταν την φανερή αθρησκεία, καθιστούσε τους θεούς τελείως ακίνδυνους.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στην περίοδο της ακμής του αρχαίου κόσμου η αθεΐα δεν ήταν ανεκτή από την Πολιτεία. Η Πολιτεία προστάτευε τους θεούς και η ποινή του θανάτου περίμενε τους άθεους. Μόνο στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς τα θρησκευτικά ήθη έχουν χαλαρώσει, η αθεΐα κάνει την εμφάνισή της και πολλοί διάσημοι και «επώνυμοι» της εποχής διατυμπάνιζαν την άρνηση των θεών. Εν τούτοις, παρά τις αυστηρές ποινές, φωτισμένα μυαλά και διανοητές με πρωτοπόρα σκέψη δεν δίστασαν να ερευνήσουν το θέμα της θρησκείας, της καταγωγής των θεών, της προέλευσης του θρησκευτικού συναισθήματος, και να διατυπώσουν τολμηρές απόψεις πάνω στα ζητήματα αυτά, απόψεις, που όσο και εάν ήταν σε πολλές περιπτώσεις συγκεκαλυμμένες τους έφεραν αντιμέτωπους με τους κρατούντες και τους νόμους, με αποτέλεσμα να γνωρίσουν διώξεις ή να αναγκαστούν να πιουν το κώνειο. Το μικρό αυτό πόνημα είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς τους θαρραλέους διανοητές, που έζησαν και έδρασαν στην αρχαία Ελλάδα.

        (Πηγή εικόνας:filologikadaimonia.blogspot.gr) 
(Η συγγραφή του παρόντος άρθρου στηρίχτηκε στην αντίστοιχη ενότητα από την εισαγωγή του βιβλίου του Γιάνη Κορδάτου «Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός», εκδ. Μπουκουμάνη).

   

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Ησιόδου Θεογονία: Μία άλλη οπτική.

                   (Πηγή εικόνας:www.eleysis-ellinwn.gr) 

Η Θεογονία του Ησίοδου είναι γενικώς γνωστή. Συνοπτική περιγραφή της μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην ιστοσελίδα http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm  του αντίστοιχου (εξαιρετικού) ιστότοπου. Εδώ θα κάνουμε ωρισμένα σχόλια σ’ αυτόν τον Ελληνικό κοσμογονικό μύθο, ο οποίος χρονολογείται τουλάχιστον από τον 8ο π.Χ. αιώνα.
1) Ουρανός- Κρόνος- Ζεύς. Αλληλοδιαδοχή τριών υπερφυσικών οντοτήτων-θεοτήτων. Τίποτε δεν μένει σταθερό και αμετάβλητο. Τα πάντα ρεί. Ακόμα και στον χώρο των θρησκειών. Ό,τι υπάρχει σήμερα  αύριο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Οι θρησκείες του σήμερα μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθούν αύριο από μία άλλη νέα θρησκεία, όπως αναφέρουμε στο περί  «Θρησκείας και θρησκευτικότητας. Πηγές θρησκευτικού συναισθήματος» άρθρο (Φεβρουάριος 2014).
2) Ο Κρόνος δεν καννιβαλίζει τα παιδιά του. Τα καταπίνει. Οι μελλοντικές θεότητες του Ολύμπου βρίσκονται ζωντανές στην γαστέρα του πατέρα τους, σε λανθάνουσα, δυνάμει κατάσταση. Η οποία θα αναχθεί σε ενεργεία, απτή, πραγματική, δηλαδή οι θεότητες αυτές θα υποστασιοποιηθούν όταν «έλθει το πλήρωμα του χρόνου», όταν θα έχουν διαμορφωθεί οι απαραίτητες και αναγκαίες προς τούτο κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Οι οποίες και θα γεννήσουν την νέα θρησκεία. Η θρησκεία αυτή δεν έρχεται από το πουθενά. Υπάρχει στην προηγούμενη. Διατηρεί στοιχεία της παλαιάς, αλλά ταυτόχρονα φέρνει και το νέο. Μία διαλεκτική σχέση παλαιού-καινούριου, δυνάμει – ενεργεία. Πολλά χρόνια πριν ο Αριστοτέλης διατυπώσει αυτήν την διαλεκτική σχέση. Του δυνάμει και του ενεργεία. Μία σχέση που χρησιμοποιούν οι Νεο-Ρεαλιστές, οι επίγονοι και συνεχιστές του έργου του Einstein στον τομέα της κβαντικής φυσικής προκειμένου να ερμηνεύσουν τους ποιοτικούς μετασχηματισμούς των μικροσυστημάτων κατά την αλληλεπίδραση τους με το όργανο μέτρησης. Και να δώσουν έτσι μία εικόνα πολύ πιο κοντά στην φυσική πραγματικότητα και μία ορθολογική λύση στο πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης (βλ. «Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική»,  Ιανουάριος 2014).
3) Σύγκρουση Κρόνου – Δία.  Το καινούριο, (η ανερχόμενη τάξη, ο ενήλικος πλέον κατά τον μύθο Δίας) αντιπαλεύει το παλιό. Οι τιτάνιες συγκρούσεις των δυνάμεων του Κρόνου με τις δυνάμεις του Δία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αντικαθρέφτισμα των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα σε επίπεδο κοινωνικό, σαν αποτέλεσμα της μεταβολής των παραγωγικών σχέσεων και των νέων κοινωνικο-οικονομικών  συνθηκών που διαμορφώνονται. Το παλιό αρνείται να πεθάνει. Η σύγκρουση είναι σκληρή. Όμως νομοτελειακά τα πράγματα εξελίσσονται. Η κοινωνία προχωρεί. Η βασιλεία των νέων θεών είναι γεγονός. Η νέα θρησκεία είναι πλέον στο προσκήνιο. Μία θρησκεία που θα κρατήσει αρκετούς αιώνες, ώσπου κι αυτή με την σειρά της να ανατραπεί από μία άλλη νέα θρησκεία, όταν θα έχουν διαμορφωθεί άλλες συνθήκες στις σχέσεις παραγωγής, άλλοι κοινωνικοοικονομικοί όροι, όπως θα αναλύσουμε σε προσεχές άρθρο. Η οποία νέα θρησκεία θα γίνει κι αυτή με την σειρά της γονεοκτόνος.
    Η Θεογονία του Ησίοδου, λοιπόν, δεν είναι και πολύ παραμύθι, όπως διατείνονται πολλοί, οι οποίοι σπεύδουν να την απαξιώσουν. Ή πιο σωστά είναι ένα πολύ ωραίο παραμύθι που μόνο το Ελληνικό Πνεύμα μπορεί να πλάσει. Γι αυτό και η Θεογονία του Ησίοδου κατέχει ξεχωριστή θέση στους κοσμογονικούς μύθους των αρχαίων λαών. Και όπως σε κάθε μύθο στον πυρήνα του κρύβει ιστορικές αλήθειες και νοητικά διαμάντια, που μπορούμε να τα δούμε μόνον όταν βγάλουμε τα ματογιάλια της υπεροψίας μας απέναντι στις τέτοιες «μεταφυσικές» θεωρήσεις/αφηγήσεις.

   Από αυτήν την οπτική γωνία, επομένως, εάν δηλαδή  αποκαθάρουμε την Θεογονία του Ησίοδου από τις επιστρώσεις του μύθου θα αντιληφθούμε ότι, αντίθετα από ό,τι γενικώς πιστεύεται, στην βάση της έχει πολλά υλιστικά στοιχεία. Αρκεί να ξέρουμε να διαβάζουμε «πίσω από τις γραμμές».