Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Η έννοια του Άπειρου στην Ελληνική Φιλοσοφία.

Όλοι οι λαοί σε κάποια φάση της κοινωνικής και διανοητικής τους ανάπτυξης έθεσαν (και εξακολουθούν να θέτουν) το ερώτημα για το Σύμπαν: Είναι το Σύμπαν, ο Κόσμος, αδημιούργητος; Δημιουργήθηκε από μόνος του από προϋπάρχουσα ύλη ή φτιάχτηκε από κάποια έξω από τον Κόσμο υπέρτατη δύναμη, ένα υπέρτατο ον, τον θεό; Η αυθυπαρξία του Θεού είναι αυτονόητη, διότι διαφορετικά θα καταλήγαμε σε μία ατελείωτη αλυσίδα θεών, καθένας από τους οποίους θα κατασκευάζονταν από τον προηγούμενό του, μία κατάσταση που θα θύμιζε το (επί γης) πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης με την ατελείωτη αλυσίδα των μετρητικών συσκευών χωρίς να παίρνουμε αποτέλεσμα. Εάν, όμως, δεχτούμε την αυθυπαρξία του Θεού, τότε γιατί να μην δεχτούμε μια και έξω την αυθυπαρξία της Φύσης, του Κόσμου, του Σύμπαντος; Ο καθένας δίνει την απάντηση του και κάνει τις επιλογές του. Κλείνει η παρένθεση.
Η ιδέα της Δημιουργίας και του Θεού-Δημιουργού ήταν απολύτως ξένη στην Ελληνική σκέψη. Πολύ περισσότερο της δημιουργίας εκ του μηδενός: «Μηδέν τι εκ του μη όντος γίγνεσθαι, μηδέ εις το μην ον φθείρεσθαι». Ακόμη και για τον Πατριάρχη του ιδεαλισμού Πλάτωνα, ο Δημιουργός δεν δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός. Οι Ιδέες προϋπάρχουν (ο Θεός είναι η ανώτερη Ιδέα, η Ιδέα του Αγαθού), και ο Δημιουργός, ως αγαθός, οικοδομεί τον κόσμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που μπορεί. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι αν και χαμένος στον κόσμο των Ιδεών του, ο Πλάτων δεν αναγνώριζε τον Θεό ως παντοδύναμο ον, αλλά ως μία οντότητα που προσπαθεί να κάνει το καλύτερο. Οι κοσμογονικοί μύθοι των Ελλήνων θεωρούσαν την φύση αυθύπαρκτη. Επρόκειτο για μία φυσιοκρατική κοσμοαντίληψη, πρόδρομο περισσότερο συγκεκριμένων υλιστικών αντιλήψεων (Ατομικοί, Αριστοτέλης, Στωϊκοί κ.λπ.). Μία άλλη πλευρά του κοσμολογικού προβλήματος αφορούσε το πεπερασμένο ή την απειρότητα του Σύμπαντος. Η έννοια του απείρου ήταν τότε διαισθητική. Στην πορεία μεταπλάστηκε σε φιλοσοφική, και πολύ αργότερα σε μαθηματική έννοια. Πριν αναφερθούμε στις κοσμολογικές αντιλήψεις των προσωκρατικών και την στενά συνδεδεμένη μ΄ αυτές έννοια του άπειρου, θα κάνουμε μία σύντομη αναδρομή σε προφιλοσοφικές, μυθολογικές αντιλήψεις για τον χώρο και τον χρόνο, συστατικά στοιχεία των κοσμογονικών μύθων. Κατά τους Ορφικούς πρώτες αρχές του κόσμου είναι η ύλη και το νερό. Από την ένωση της γεννήθηκε ο χρόνος, πρώτη αιτία των πάντων, αγέραστος, παγγενέτωρ, και παμφάγος. Ο χρόνος είναι «γαίης βλάστημα και ουρανού αστερόεντος». Κατά την κοσμογονία των Ορφικών η φύση είναι το παν: «…Ουράνιον Νόμον, αστροθέτην, σφραγίδα δικαίαν πόντου τ’ ειναλίου και γης, φύσεως το βέβαιον ακλινές, αστασίαστον, αεί τηρούντα νόμισιν» (Ορφικοί Ύμνοι). Το μυθικό-ποιητικό σύμπαν των Ορφικών είναι το ίδιο αιτία του εαυτού του, νομοτελειακό και σε αέναο γίγνεσθαι. Αντίστοιχα διαβάζουμε στις Όρνιθες του Αριστοφάνη: «Χάος ην και Νυξ Έρεβος τε μέλαν πρώτον και Τάρταρος ευρύς. γη δ’ ουδ’ αήρ ουδ’ ουρανός ην. Ερέβους δ’ εν απείροσι κόλποις τίκτει πρώτιστον υπηνέμιον Νυξ η μελανόπτερος ωόν, εξ ου περιτελλομέναις ώραις έβλαστεν Έρως ο ποθεινός, στίλβων νώτον πτερύγοιν χρυσαίν, εικώς ανεμώκεσι δίναις. […] Πρότερον δ’ ουκ ην γένος αθανάτων, πριν Έρως ξυνέμιξεν άπαντα. ξυμμιγνυμένων δ’ ετέρων ετέροις γένετ’ ουρανός ωκεανός τε και γη πάντων τε θεών μακάρων γένος άφθιτον» (Αριστοφάνους Όρνιθες, στ. 693-697 και 700-702).
Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα σαν ενδεικτικά παραδείγματα είναι, όπως είπαμε, προφιλοσοφικές κοσμοαντιλήψεις, περισσότερο όμορφες ποιητικές εικόνες παρά φιλοσοφικές έννοιες, ενδεικτικές ενός λαού γεμάτου ευαισθησία, λεπτότητα και φαντασία. Χαρακτηριστικό τους είναι η αυθόρμητη, φυσιοκρατική διαλεκτική: αυθυπαρξία της φύσης και κοσμικό γίγνεσθαι. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κοσμοαντιλήψεων των αρχαίων Ελλήνων ήταν, όπως είναι γνωστό, το γεωκεντρικό του Σύμπαντος. Κατά τους Ορφικούς, τον Ησίοδο, τον Αριστοτέλη, τον Πτολεμαίο, η Γη είναι το κέντρο του Σύμπαντος και περιβάλλεται από την ουράνια σφαίρα ή από τις ομόκεντρες σφαίρες του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου.
Η γεωκεντρική κοσμοεικόνα είναι εποπτικά αληθινή: κανένας «λογικός» άνθρωπος, ο οποίος θα έστρεφε τα μάτια του στον ουρανό, θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η γη είναι το κέντρο της ουράνιας σφαίρας, το κέντρο του Ουρανού, το κέντρο του Κόσμου. Ο γεωκεντρισμός, εκτός του ότι υποστηρίχθηκε από τους μεγαλύτερους αστρονόμους της αρχαιότητας, ήταν σύμφωνος με τις λαϊκές δοξασίες, και γενικώτερα με την τότε κυρίαρχη ιδεολογία. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ο Αρίσταρχος, ο οποίος αμφισβήτησε τον γεωκεντρισμό και εισηγήθηκε, πρώτος στην ιστορία της ανθρωπότητας, το ηλιοκεντρικό πρότυπο, κατηγορήθηκε για αθεΐα. Ευτυχώς για τον ίδιο δεν ζούσε στην Αθήνα για να πιει το κώνειο (1).
              (Πηγή εικόνας: http://el.science.wikia.com)
Το γεωκεντρικό και σφαιρικό Σύμπαν ήταν συμβατό με την αντίληψη ότι είναι και πεπερασμένο. Κατά τον Αριστοτέλη το Σύμπαν είναι γεωκεντρικό, σφαιρικό, ιεραρχημένο σε ομόκεντρες σφαίρες και πεπερασμένο: έξω από την εξώτατη σφαίρα των απλανών δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν το κενό (2).
Προς το τέλος της κλασσικής εποχής, το γεωκεντρικό πρότυπο ήταν πάντα κυρίαρχο, αλλά όχι μοναδικό. Ήδη, σύμφωνα με λαϊκούς μύθους, αλλά και σύμφωνα με ωρισμένους φιλόσοφους, ο χρόνος είναι άπειρος, αγέννητος, καθώς συνδέεται με την αιωνιότητα της κίνησης. Αλλά Ίωνες φιλόσοφοι, όπως ο Αναξίμανδρος, ατομικοί όπως ο Δημόκριτος και άλλοι, αμφισβήτησαν το πεπερασμένο του χώρου και κήρυξαν την απειρότητα του Σύμπαντος.
Με την διατύπωση κοσμολογικού προτύπου από τους προσωκρατικούς, η έννοια άπειρο, λειτούργησε ως φιλοσοφική κατηγορία στα πλαίσια μιας λιγότερο ή περισσότερο ορθολογικής Κοσμολογίας. Και είναι χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής σαφήνειας των προσωκρατικών, ότι διέκριναν τις έννοιες Κόσμος και Σύμπαν (3). Δηλαδή, Σύμπαν (σύν + πάν): καθετί που υπάρχει. Το όλον. Κόσμος: το σήμερα προσιτό μέρος του Σύμπαντος, μία έκταση κάπου 10-15 δισεκατομμύρια έτη φωτός.
Όπως ήδη είπαμε, το Σύμπαν θεωρήθηκε από τους κυριώτερους προσωκρατικούς ως άπειρο. Συγκεκριμένα: Κατά την Σχολή της Ελέας, το Σύμπαν είναι αγέννητο και ανώλεθρο, ομοιόμορφο, συνεχές, ακίνητο, δεμένο με τις αλυσίδες του χρόνου. Στην τυπική λογική της Ελέας αντιπαρατέθηκε η διαλεκτική των Ιώνων φιλοσόφων. Έτσι, κατά τον Αναξίμανδρο, το Σύμπαν είναι άπειρο. Περιλαμβάνει άπειρους κόσμους και υπάρχει σε αδιάκοπη γένεση και φθορά: «Αναξίμανδρος δ’ ο Μιλήσιος φησί των όντων την αρχήν είναι το άπειρον. εκ γαρ τούτου πάντα γίνεσθαι και εις τούτο πάντα φθείρεσθαι διό και γεννάσθαι απείρους κόσμους και πάλιν φθείρεσθαι εις το εξ ου γίνονται. Λέγει γουν διά τι άπειρόν εστιν, ινα μηδέν ελλείπηι η γένεσις η υφισταμένη». Κατά τον Αναξίμανδρο, επομένως, το άπειρο είναι αρχή. Δηλαδή είναι αυτό που διατηρείται παρ’ όλες τις αλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στην Φύση. Στον ορισμό του απείρου από τον Αναξίμανδρο υπάρχει ήδη ο πυρήνας του πολύ μεταγενέστερου ορισμού του απείρου από τους μαθηματικούς: «Άπειρον έστιν, ίνα μηδέν ελλείπηι η γένεσις η υφισταμένη».
Και κατά τον Αναξιμένη, το άπειρο είναι αρχή: «Και ότι κατ’ έκροιαν τούτου γινόμεθα, ανάγκη αυτού και άπειρον είναι και πλούσιον διά το μηδέποτε εκλείπειν». Και αυτός ο ορισμός του απείρου προοιωνίζεται τον ορισμό των Μαθηματικών.
Αν και γενικά η απειρότητα του Σύμπαντος υποστηρίζεται από τους Ίωνες φιλόσοφους, το άπειρο δεν θεωρείται από όλους ως αρχή. Έτσι, σύμφωνα με την υλιστική διαλεκτική κοσμολογία του Ηράκλειτου, αρχή είναι το πυρ το οποίο είναι αείζωο «απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Το Σύμπαν είναι αιτία του εαυτού του και υπάρχει σε αέναη διαδικασία μεταμόρφωσης: «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Το Σύμπαν είναι αγέννητο, αδημιούργητο, σε αέναη διαδικασία γένεσης και καταστροφής: «Ζη πυρ τον γης θάνατον και αήρ ζη του πυρός θάνατον, ύδωρ ζη του αέρος θάνατον, γη του ύδατος». Να υποθέσουμε ότι ο σοφός της Εφέσου προαναγγέλλει την εποχή των μεταστοιχειώσεων;
Τις φυσιοκρατικές αντιλήψεις των Ιώνων διαδέχεται η άποψη των ατομικών, η οποία ξεπερνά τις αντιλήψεις αυτές, θεμελιώνοντας στο φιλοσοφικό επίπεδο την έννοια άπειρο, η οποία θα μεταλλάσσονταν τον 19ο αιώνα σε επιστημονική έννοια, χάρις στις κατακτήσεις της Χημείας.
Κατά τον Λεύκιππο, τον Δημόκριτο, τον Επίκουρο, η ύλη συγκροτείται από άτομα (το Ον), τα οποία υπάρχουν στο κενό (μη Ον). Υπάρχει μία απειρία ατόμων, και αντίστοιχα άπειροι Κόσμοι κατεσπαρμένοι στο Διάστημα: «Υπάρχουν απειράριθμοι κόσμοι, που διαφέρουν σε μέγεθος. Σε κάποιους από αυτούς δεν υπάρχει ήλιος ή σελήνη, σε κάποιους αυτά είναι μεγαλύτερα από τα δικά μας και σε κάποιους αυτά περισσότερα σε αριθμό. Οι αποστάσεις μεταξύ των κόσμων είναι άνισες, σε κάποια σημεία είναι μεγαλύτερες και σε κάποια μικρότερες, κάποιοι άλλοι κόσμοι διευρύνονται, κάποιοι είναι στην ακμή τους, κάποιοι συρρικνώνονται, κάποιοι δημιουργούνται και κάποιοι εξαφανίζονται. Υφίστανται, επίσης, κόσμοι όπου δεν υπάρχουν ζώα, φυτά και κανένα υγρό» (Δημόκριτος, απόσπ. Α 40 Diels-Kranz).
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι σύμφωνα με τον Επίκουρο τα άτομα αποτελούνται από τρία-τέσσερα πέρατα (αμερή), τα οποία άπτονται μεταξύ τους. Πρόκειται για τα ελάχιστα αδιαίρετα «σημεία» τα οποία δεν μπορούμε να διακρίνουμε, επειδή δεν υπάρχουν σε ελεύθερη κατάσταση (Επίκουρου Επιστολή προς Ηρόδοτον, παρ. 59. Επίσης, Επίκουρος, εκδ. Θύραθεν 2011). Η διαισθητική αυτή ιδέα θυμίζει τις σημερινές θεωρίες της δομής των βαρυονίων, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορούμε να «δούμε» ελεύθερα κουάρκς, επειδή είναι «έγκλειστα», στο εσωτερικό των βαρυονίων.
Σύμπαν, λοιπόν, αγέννητο, άπειρο, σε αέναο γίγνεσθαι. Κατά τον Αριστοτέλη, πεπερασμένο και με όρια. Όμως, ο Σταγειρίτης δεν απέρριπτε την έννοια του άπειρου. Με ένα διαλεκτικό επιχείρημα συσχέτισε το πεπερασμένο με το άπειρο, στο οποίο άπειρο δίδει τον λακωνικώτερο, ταυτόχρονα, όμως, και περιεκτικώτερο ορισμό, ουσιαστικά ταυτόσημο με τον ορισμό των Μαθηματικών: Το άπειρο είναι «αεί γε έτερον και έτερον». Το άπειρο, έννοια δυναμική, ενέχει την κίνηση και χάρις στην κίνηση συνδέεται διαλεκτικά με το πεπερασμένο: «Αν θα απορρίπταμε το άπειρο», γράφει, «τότε θα έπρεπε να υπάρχει αρχή και τέλος του χρόνου. Αλλά η κίνηση και ο χρόνος είναι χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Αντίστοιχα το άπειρο δεν είναι στάσιμη έννοια. Είναι γίγνεσθαι, όπως ο χρόνος και ο αριθμός του χρόνου. Το άπειρο είναι αεί γε έτερον και έτερον» (Αριστοτέλης, Φυσικά 206a).
Το άπειρο συνδέεται με την γένεση και με την φθορά των πραγμάτων. Η γένεση ενός πράγματος είναι φθορά ενός άλλου και η φθορά ενός πράγματος είναι γένεση ενός ή περισσοτέρων άλλων πραγμάτων. Συνεπώς, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει άπειρο αισθητό σώμα για να μην εξαντλείται η γένεση. Επειδή μπορεί η φθορά του ενός πράγματος να είναι γένεση του άλλου, και έτσι το Σύμπαν να είναι πεπερασμένο. Κατά τον Αριστοτέλη, το άπειρο κατά το πλήθος ή κατά το μέγεθος δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί, και το κατ’ είδος άπειρον είναι μία άγνωστη ποσότητα.
Στο Σύμπαν του Αριστοτέλη δεν υπάρχει κενό (4). Η απόρριψη της έννοιας του κενού από τον Αριστοτέλη ήταν η λογική συνέπεια της θεωρίας του για την κίνηση: «Η φύση είναι αρχή κινήσεως και αλλαγής. Αλλά αν θα υπήρχε κενό, η ηρεμία θα ήταν αναπόφευκτη, εφόσον δεν θα υπήρχε κάποια κατεύθυνση προς την οποία θα πραγματοποιούνταν κατά προτίμηση η κίνηση. Επειδή το κενό, σαν τέτοιο, δεν συνεπάγεται καμμία  διαφορά» (Στο ίδιο, 214b). Συνεπώς, ένα σώμα στο κενό ή θα ηρεμεί ή θα κινείται αιώνια, όσο κάτι πιο δυνατό δεν το ακινητοποιεί. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει σ’ αυτό το σημείο, διαισθητικά, την αρχή της αδράνειας. Επίσης, ο Αριστοτέλης απέρριπτε την έννοια της κίνησης με άπειρη ταχύτητα. Η κίνηση είναι πεπερασμένη και απαιτεί χρόνο. Άλλη μία διαίσθηση, πρόδρομος της τοπικότητας (5). Άπειρο, λοιπόν, αεί γε έτερον και έτερον. Εξ ορισμού ανεξάντλητο. Στερούμενο μέτρου. Σ’ αυτήν την σε αιώνια κίνηση ολότητα, το πεπερασμένο και το άπειρο συνιστούν ενότητα των αντιθέτων. Το ένα υπάρχει μόνο σε σχέση με το άλλο, τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Η επιστήμη δεν απέδειξε την απειρότητα της φύσης και δεν θα μπορούσε να την αποδείξει. Η απόπειρα να οριστεί κάποιο μέτρο του άπειρου θα ακύρωνε την έννοια του «μετρούμενου». Το πρόβλημα του άπειρου δεν ανήκει στην δικαιοδοσία της επιστήμης. Είναι θέμα της φιλοσοφίας. Το άπειρο είναι φιλοσοφική κατηγορία. «Αντιπροσωπεύει εκείνο που δεν έχει συντελεστεί και την ίδια στιγμή είναι σε κατάσταση γίγνεσθαι. Εκείνο που δεν είναι ούτε πραγματωμένο ούτε πραγματοποιήσιμο και το οποίο υπερβαίνει οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος οσοδήποτε μεγάλο (Ε. Bitsakis, Physique et Materialisme, κεφ. 5). Το άπειρο δεν έχει θέση στην επιστήμη παρά μόνον ως όριο προς το οποίο τείνουν ασυμπτωτικά ωρισμένα φυσικά μεγέθη. Εν τούτοις, όλα τα επιστημονικά δεδομένα, θεωρητικά και πειραματικά, καθώς και τα φαινόμενα της κίνησης και της εξέλιξης, είναι σύμφωνα με την αντίληψη ενός κόσμου ανεξάντλητου – άπειρου σε υλικές μορφές και σε μορφές κίνησης (6).
Το άπειρο, έννοια ασύλληπτη για την ανθρώπινη διάνοια, απασχόλησε την Ελληνική σκέψη. Χάρις στους Ίωνες φιλόσοφους, αλλά και χάρις στον Αριστοτέλη, οι Πατέρες μας έδωσαν ορισμούς του άπειρου προάγγελους επιστημονικών πλέον ορισμών, αναδεικνύοντας και αποδεικνύοντας την δύναμη, την διεισδυτικότητα, την ευρύτητα, την διαχρονική αξία και ισχύ του Ελληνικού Πνεύματος, ενός πνεύματος ανήσυχου, το οποίο προσπάθησε να κατανοήσει τον κόσμο και την απειρότητά του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1) Ο Αρίσταρχος γλίτωσε το κώνειο, δεν γλίτωσε, όμως, από το «κώνειο» της λησμονιάς, με το οποίο τον πότισαν και συνεχίζουν να τον ποτίζουν οι σύγχρονοι του συμπατριώτες…

2) Εδώ, όπως και στους οπαδούς του Big-Bang, τίθεται το γνωστό ερώτημα: «εάν απλώσουμε το χέρι μας έξω από την εξώτατη σφαίρα των απλανών, όπου δεν υπάρχει – κατά την αντίληψη τους – τίποτε ούτε καν το κενό, τι θα βρούμε;».
Το γεωκεντρικό, σφαιρικό, πεπερασμένο, ιεραρχημένο Σύμπαν των Αριστοτέλη-Πτολεμαίου, σύμφωνο με τα παρατηρησιακά δεδομένα της τότε Αστρονομίας, θυμίζει τις κλειστές δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας. Γενικώτερα τις κλειστές προκεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, ειδικά της μεσαιωνικής-χριστιανικής περιόδου.

3) Αντίθετα με τους αρχαίους, οι σύγχρονοι, ακόμη και οι Κοσμολόγοι, ταυτίζουν τις δυο αυτές έννοιες, το Σύμπαν και τον Κόσμο. Η ταύτιση, όμως, του Όλου με το μέρος είναι σοβαρό επιστημολογικό σφάλμα, οδηγεί δε σε περίεργες καταστάσεις. Έτσι, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της (οιονεί μεταφυσικής) υπόθεσης της Μεγάλης Έκρηξης (Big-Bang) το «Σύμπαν» δημιουργήθηκε από την έκρηξη μιας σημειακής ιδιομορφίας (singularity) μερικά δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Με την έκρηξη αυτή άρχισαν να δημιουργούνται ο χώρος και ο χρόνος, που δεν υπήρχαν πριν από το Big-Bang. Μπορεί αυτό το τελευταίο να είναι σύμφωνο με τις Γραφές, αναπόφευκτο συμπέρασμα, όμως, είναι ότι η Μεγάλη Έκρηξη, που οδήγησε στην δημιουργία του «Σύμπαντος», έλαβε χώρα στον μη χώρο, δηλαδή στο πουθενά, και στον μη χρόνο, δηλαδή στο ποτέ.
Η εικόνα γίνεται τελείως διαφορετική αν αντιδιαστείλουμε αυτές τις δυο έννοιες Σύμπαν-Κόσμος, και δεχτούμε ότι η υπόθεση της Μεγάλης Έκρηξης ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση ή θεωρία σχετικά με την δημιουργία του Κόσμου μας αναφέρεται σε μία περιοχή του Όλου, του Σύμπαντος, σε προϋπάρχοντα χώρο και προϋπάρχοντα χρόνο. Πιο λογικό δεν είναι αυτό το τελευταίο;
Πέραν τούτου, το να προσπαθεί κανείς να ερμηνεύσει την δημιουργία του Σύμπαντος, μιας έννοιας ασύλληπτης για την ανθρώπινη διάνοια, φανερώνει είτε άγνοια του τι σημαίνει Σύμπαν είτε την ανθρώπινη ματαιοφροσύνη και αλαζονεία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε για το Σύμπαν είναι ότι ΥΠΑΡΧΕΙ.

4) Η ύλη, κατά τον Αριστοτέλη, είναι συνεχής: το κενό είναι ανύπαρκτο. Την άποψη για το συνεχές της ύλης θα την ανανέωνε πολύ αργότερα ο Καρτέσιος, και θα την συγκεκριμενοποιούσαν, σε επιστημονική πλέον βάση, οι σύγχρονες πεδιακές θεωρίες, κατά τις οποίες τα σωμάτια είναι ιδιομορφίες του πεδίου. Αντίθετα, οι ατομικοί φιλόσοφοι θεωρούσαν την ύλη ασυνεχή, αποτελούμενη από άτομα (το Ον) και το κενό, το οποίο ταυτίζεται με το μη Ον. Όπως, όμως, αναφέρουμε στο προηγούμενο άρθρο («Αριστοτέλης και Κοπεγχάγη», σημείωση 5), σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, το κενό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου μη Ον.

5) Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι, όπως αναλυτικά παρουσιάζουμε στο ίδιο άρθρο («Αριστοτέλης και Κοπεγχάγη»), ο Σταγειρίτης φιλόσοφος κληροδότησε στην ανθρωπότητα δυο ανεκτίμητα φιλοσοφικά διαμάντια, δυο έννοιες, οι οποίες αποδείχτηκαν πολύτιμα εργαλεία στον χώρο της μικροφυσικής, ακόμη και για εκείνους που έκαναν περιωρισμένη και στρεβλή χρήση τους, τις έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία.

6) Ως κίνηση δεν νοείται μόνον η μετατόπιση στον χώρο, αλλά η ιστορικότητα, η εξέλιξη, το αέναο γίγνεσθαι των μορφών της ύλης.
ΠΗΓΕΣ.
Ε. Μπιτσάκης. Χώρος και Χρόνος. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση. Εκδ. Άγρα, Αθήνα 2014.
Ε. Ρούσσος. Προσωκρατικοί. Στιγμή, 2000.
Σύνδεσμοι: