Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Μακεδόνων γένεσις

«… Όταν στην γη επικράτησε υπερβολική ασέβεια, ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει τον κόσμο με γενικό κατακλυσμό. Βροχές τρομερές κατέκλυσαν τότε την Ελλάδα. Ο Δευκαλίωνας, όμως, ο γιος του Προμηθέα και της Πανδώρας, μαζί με την γυναίκα του Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα, σώθηκαν μέσα σε μια κιβωτό που κατασκεύασαν κατά προτροπή του Προμηθέα.
      Από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε ο Έλληνας. Παιδιά του Έλληνα ήταν ο Δώρος, ο Αίολος και ο Ξούθος, από τον οποίο γεννήθηκαν ο Ίωνας και ο Αχαιός. Απόγονοι των δύο πρώτων και των δύο τελευταίων υπήρξαν αντίστοιχα οι Δωριείς, Αιολείς, Ίωνες και Αχαιοί. Ένα γένος των Δωριέων, οι Μάκεδνοι ή Μακεδόνες, που κατοικούσαν κατά τον Ηρόδοτο αρχικά στην Φθιώτιδα, μετακινήθηκε προς τον βορρά, στην «Πινδική χώρα». Από το ελληνικό αυτό γένος πήρε και την ονομασία η γύρω από τον Άνω Αλιάκμονα και τον Αξιό περιοχή, που από τότε λέγεται Μακεδονία …». 




Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Μια ευτυχισμένη ημέρα ενός ηλίθια ευτυχισμένου Εσπερίδη

Ήταν κάποτε στον πλανήτη Γάϊα μια παλιά ήπειρος. Παλιοήπειρος που λένε. Την λέγανε Ινδιανία. Όπως Εσπερία ή Μπανανία. Και τους κατοίκους της Ινδιαναίους. Όπως Ευρωπαίους. Αυτοί οι Ινδιαναίοι ήταν πολύ τυχεροί άνθρωποι. Τους κυβερνούσαν ειδικής κατηγορίας ηγέτες. Θεϊκής καταγωγής. Κατάγονταν από την κεντροαριστερά πλευρά του Αδάμ. Και με το λέγε - λέγε το πίστεψαν και οι ίδιοι. Ότι ήταν στην κεντροαριστερή πλευρά. Οι Ινδιαναίοι κατοικούσαν σε μεγάλες και λαμπερές πόλεις. Τις Πρυξέλλες, την Βρόμα, την Κόντρα (την λέγανε κάποτε-κάποτε και Λόντρα), το Χαρί(ς) (το ρ κάτι ανάμεσα ρ και γ, σου γινόταν το στόμα σαν να μάσαγες άγουρο λωτό) κ.ο.κ., όπως έγραφε στις εκθέσεις του ο μικρός Κωστάκης και του τραβούσε τις ελιές στο πρόσωπο για να τον τιμωρήσει ο ΧοντροΛόκ και ο Εκλαίρ. Ώσπου έπαθε χλαπάτσα ο ΧοντροΛόκ και πάει καλιά του. Αλλά και ο αντικαταστάτης του ο Ξρέντερ είχε κι αυτός το ίδιο χούι. Να του τραβάει τις ελιές. Άλλες φορές το έκανε ασυναίσθητα, από συνήθεια. Μ' αυτά και μ' αυτά όμως ο μικρός Κωστάκης ήταν ένας πολύ καλός μαθητής. Και όταν μεγάλωσε πρόκοψε. Έγινε κοτζάμ καθηγητής Πανεπιστημίου.
Ήταν και η θεία η Αρκούδω. 
Είχε ξεπέσει η κακομοίρα μετά τον θάνατο του άντρα της. Κι αναγκάζονταν να πουλάει τα υπάρχοντα της. Την μια μέρα το ψυγείο, την άλλη την τηλεόραση, την παράλλη το σαλόνι κ.ο.κ. που έλεγε και ο μικρός καλός μαθητής ο Κωστάκης. Όλοι μιλούσαν ψιθυριστά όταν ανάφεραν το όνομα της. Και δείχνανε, λέει, πολύ θλιμμένοι. Μετά όμως σχολιάζανε ότι κάποιοι την είχανε δει να κάνει πιάτσα στην Συγγρού ή στην Πολυτεχνείου. Τότες ξούριζε τις μασχάλες της, έριχνε κάμποσο Aqua - forte πάνω της, το τελευταίο άρωμα από το Χαρί(ς) (με το ρ να στυφίζει) , ανόρθωνε το διώροφο μπούστο της, έριχνε κανά δυο τρεις ντουζίνες λαστέξ να μαζέψει τις πατσές της, και τραβούσε για το μεροκάματο του βόγγου. Όλοι όμως την συμπονούσανε. Κι ήταν ευγενικοί μαζί της. Όλο με το σεις και με το σας. Εκείνους που δεν μπορούσαν να χωνέψουνε ήταν κάτι αλανιάρικα, οι Ζέρβοι. Αυτοί οι Ζέρβοι ήταν διαόλου κάλτσα παιδιά. Περνούσανε κάτω από τα παραθύρια και με τις σφεντόνες τους κατεβάζανε τις τζαμαρίες. Γυαλιά καρφιά τα κάνανε. Ώσπου θυμώσανε για τα καλά οι Ινδιαναίοι. Και τους ρίξανε κάτι σφαλιάρες σβουριχτές, που είδανε τον ουρανό σφοντύλι οι Ζέρβοι.
Μ' αυτά και μ' αυτά περνούσε ο καιρός μια χαρά στην Εσπερία. Οι Ινδιαναίοι είχανε κάνει και μία αγορά. Κοινή Ινδιαναίικη Αγορά την λέγανε. Μετά όμως που τους παραξηγούσανε, αυτό το Κοινή το αντικαταστήσανε με το Ένωση. Κάθε χρόνο μαζεύονταν στις Πρυξέλλες οι αρχηγοί των Ινδιαναίων και συζητάγανε για τις τιμές των προϊόντων τους: φασολάκια, ντομάτες, πιπέρια, μπρόκολα, λαχανάκια κ.ο.κ. που έγραφε και ο μικρός Κωστάκης στις εκθέσεις του και του τραβούσε τις ελιές εκείνο το ξωτικό ο Ξρέντερ.
Όλα θα ήταν μια χαρά - και το παραμύθι δεν θα είχε νόημα να γραφεί αν όλα πηγαίνανε μια χαρά - αν δεν ήταν το Καουμποϊστάν. Αυτό ήταν μία άλλη ήπειρος. Και είχε πρόεδρο της τον κ. Πλίντον. Είχε ξεχάσει ο άνθρωπος μια μέρα να πλύνει κάτι φορέματα του λεκιασμένα και ο κόσμος του φώναζε «Πλίντο, Πλίντο», και από τότε του έμεινε. Ο κ. Πλίντο. Μετά του κολλήσανε στο τέλος και ένα ν. Ευ - φονικόν. Για λόγους αγγλοσαξωφονικής γραμματολογίας και συντακτικού. Και έτσι προέκυψε ο κ. Πλίντον.
Ο Πρόεδρος σε στιγμές περισυλλογής (Πηγή thessaloniki.olx.gr) 
Ο κ. Πλίντον ήταν πολύ ανήσυχος άνθρωπος. Παντού ήθελε να χώνει τη μύτη του. Και πολύ δίκαιος. Αν δεν έκανε δυο - τρεις καλές πράξεις την ημέρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ. Του είχαν γίνει οι καλές πράξεις κάτι σαν Υπνοσεντόν. Τα κακά μαντάτα ήρθαν στον κ. Πλίντον, όπως έρχονται κάθε φορά όλα τα κακά μαντάτα. Ξαφνικά. Εκεί που καθάριζε την καλή του την πίπα. Σωριάστηκε στην πιο βαθιά πολυθρόνα του Ανώμαλου Γραφείου, πήρε ένα πούρο που είχε την μορφή του Πάστρο, το κοίταξε με ένα γλυκό βλέμμα και το άναψε. Αναστέναξε. Ξεδίπλωσε το τηλεγράφημα που είχε μπροστά του και του το είχε στείλει επειγόντως εκείνος ο Χαφιές Τσογλάναθ. Αυτήν την φορά τα ζωντόβολα οι Ζέρβοι το είχαν παρακάνει. Είχανε κυνηγήσει κατά Βαλβανία μεριά καμιά ντουζίνα αγριοκάτσικα, και αφού τα σουβλίσανε και τα ψήσανε, φάγανε μέχρι και τα κοκαλάκια τους. Άστραψε και βρόντηξε ο κ. Πλίντον. Θα απένεμε και πάλι δικαιοσύνη. Μόλις είπε την λέξη αυτή του ήρθε μια καούρα στο στόμα. «Πρέπει να κόψω τα Ανατολίτικα τα φαγητά. Αυτό το Ικάρ που έφαγα τώρα τελευταία μου έπεσε βαρύ στο στομάχι». Τίναξε την στάχτη από το πούρο στο ακριβό Περσικό χαλί που η κ. Μίλλαρυ είχε διπλοπλύνει με τα χεράκια της. Η μορφή του Πάστρο είχε ήδη γίνει στάχτη και διαλύθηκε στον αέρα πριν καλά - καλά φτάσει στο πάτωμα. Ο κ. Πλίντον κοίταξε με βλέμμα ερωτευμένου την άμορφη γκρίζα σωρό. Αναστέναξε. «Παλιές καλές μέρες», αναλογίστηκε. Αμέσως μετά σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στάθηκε μπροστά στο τηλεφωνικό κέντρο. Αργά αργά σχημάτισε μερικούς αριθμούς. «Βαριά δουλειά να είσαι δίκαιος την σήμερον ημέραν», ξανασκέφτηκε. «Κάποτε πρέπει να βγω και εγώ στην σύνταξη».
Στην άλλη πλευρά του Ωκεανού σε μια γωνιά την Ινδιανίας οι Ζέρβοι καταβρόχθιζαν και το τελευταίο κοκαλάκι των Βαλβανών που είχαν τσακώσει. (Τα ήθελε κι αυτωνών ο κωλαράκος τους, εδώ που τα λέμε, στην γκλίτσα του τσομπάνη πηγαίνανε και τρίβονταν συνέχεια). Και εκεί που πίνανε μία όλα - όκα για να χωνέψουν, τους ήρθαν σβουριχτά στο κεφάλι κάτι Στελθ και κάτι Μελθ και κάτι Κρουζ και κάτι Ρουζ, άλλο να στο λέω και άλλο να το βλέπεις. Είπανε τον Δεσπότη Παναγιώτη οι Ζέρβοι.
Στο μεταξύ οι αρχηγοί των λοιπών φυλών της Ινδιανίας είχαν ξαναμαζευτεί στις Πρυξέλλες. Για να συμφωνήσουν για τις τιμές: φασολάκια, πιπέρια, μπρόκολα, λαχανάκια κ.ο.κ. που έγραφε κι ο Κωστάκης στις εκθέσεις του. Και του τραβούσε τις ελιές εκείνος ο Βαρελάς που μύριζε όλην την ώρα μπύρα. Κάπου στο μέσο της συνεδρίασης τόλμησε να σηκώσει το ανάστημα του ο μικρός Κωστάκης - αμέσως το μετάνοιωσε σαν είδε ότι έφτανε ως την μέση του διπλανού του Γαλάτη - και άρχισε κάτι να ψελλίζει για εκείνους τους Ζέρβους, ότι δήθεν τάχατες τους σφάζουνε, ότι είναι αδικία και κάτι τέτοια που τα είχε διαβάσει σε κάτι παλιά βιβλία, Ηλέκτρα, Οιδίποδα και τέτοια εκεί στο Πανεπιστήμιο. Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του κι άρχισαν να πέφτουνε βροχή οι σφαλιάρες από τους άλλους εταίρους (λέγονταν κι έτσι κάπου κάπου, όταν βαριόνταν εκείνο το σύντροφοι). Τόσες σφαλιάρες, αδέλφια, που η κ. Δίφνη έτρεχε με τους γκαζοτενεκέδες να μαζέψει το λάδι της χρονιάς από τις ελιές του Κωστάκη, έτσι που τον ταρακούναγαν και τον ζουλούσανε οι φύλαρχοι των Ινδιαναίων. Αφού έβαλε μερικά τσιρότα στις πληγές, έβγαλε τον σκασμό, ώσπου τέλειωσε η συνεδρίαση. Οι εταίροι είχαν αποφασίσει για τις τιμές των φρούτων και λαχανικών. Έξω ένας Τόμαχωκ κυνηγούσε τον τελευταίο Ζέρβο που είχε μείνει ζωντανός. Περιχαρείς για την συμφωνία οι εταίροι άρχισαν να βγαίνουν από το Μέγαρο των Πρυξελλών. Τελευταίος βγήκε ο Κωστάκης. Και εκεί στο έβγα πέσανε πάνω σε κάτι περίεργους που τους τυφλώσανε με τα φώτα και τους χώσανε κάτι ματσούκια στο στόμα, με το συμπάθειο, και τους ζητούσανε να πούνε την γνώμη τους για τους καημένους τους Ζέρβους, που τους είχε σφάξει, λέει, άδικα ο κ. Πλίντον. Και οι 14 έδειξαν τον μικρό Κωστάκη, σημάδι ότι εκείνος θα απαντήσει. Ο μικρός Κωστάκης έκανε να φύγει. Αμέσως 14 ζευγάρια χέρια τον σβερκώσανε και του δείξανε απέναντι του τον Βούρκο. Ο Βούρκος ήτανε ο κακός γείτονας του μικρού Κωστάκη. Όταν παίζανε όλο του έκανε ζαβολιές και του έκλεβε τους βώλους του μικρού Κωστάκη. Και του έκανε και κάτι άλλα πράγματα του μικρού Κωστάκη. Ακατανόμαστα όπως θα έλεγε και ο κ. Σόμπολος στο αστυνομικό του δελτίο. Και όλο πήγαινε στον κ. Πλίντον και διαμαρτύρονταν ο μικρός Κωστάκης. Και ο κ. Πλίντον του έλεγε να κάνει υπομονή. Και ότι θα το συνηθίσει μια μέρα. Άλλωστε ο Βούρκος παιδί πάνω στα ντουζένια του ήτανε. Και έπρεπε να του φύγουνε και εκείνα τα σπυράκια από το πρόσωπο. Αυτά περάσανε σαν αστραπή - όπως σ' εκείνη την διαφήμιση με τον κορμό και το βουίσκι - μπροστά από τα μάτια του μικρού Κωστάκη σαν τον σβερκώσανε οι εταίροι. Αποφάσισε ότι έπρεπε να μιλήσει. Αμέσως φόρεσε εκείνο το χαμόγελο. Κάτι ανάμεσα σε Τζοκόντα και Ντοστογιέφσκι. «- Αυτή είναι η ζωή», είπε. Σταμάτησε. Ψιλο-ίδρωσε. Χαμογέλασε πάλι αμήχανα. «Έχει πολλές πλευρές» συνέχισε με αυτοπεποίθηση τώρα, βλέπετε είναι στη μέση και η Πανεπιστημιακή καριέρα, όπου συνηθίζεις να εκσφενδονίζεις εκ του ασφαλούς σ’ εκείνους τους χαΐνηδες τους φοιτητές ό,τι κατεβάσει η κούτρα σου. «Έχει και τις οικονομικές της πλευρές», αποτελείωσε τον βαρυσήμαντο σχολιασμό του. Και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. 
Όταν κάποιοι μετρούσαν λαχανάκια…(Πηγή: meacolpa.blogspot.gr)
δίπλα τους ένας ολόκληρος λαός απλά αφανίζονταν…(Πηγή: offoffoff.com)
Πριν φτάσει στο σπίτι του, όπου ήξερε ότι τον περίμενε η κ. Δίφνη με τις παντούφλες στο χέρι, είδε εκεί στην πάλαι ποτέ Ζερβία κάτι παλιόπαιδα της Εσπερίας να παίζουνε μπάλα με το κεφάλι κάποιου Ζέρβου, Χιλόσεβιτς πρέπει να τον λέγανε, εάν έκρινε καλά από την ταυτότητα χωρίς το 666 που ήταν πεταμένη πιο πέρα. Αναστέναξε. «Σε λα βι», ψιθύρισε Γαλατιστί, χωρίς να το συνειδητοποιήσει και ο ίδιος. Και συνέχισε το αργό βήμα του. Όταν πλησίαζε στο σπιτικό του, εκεί στο Παξίμου, του ήρθαν κάτι γνώριμες νότες στ' αυτιά από μια παλιά ξεκουρντισμένη λατέρνα. Μια μπάσα φωνή από ένα κακόφημο κέντρο, το οποίο εξεδίδετο κανονικά κάθε εβδομάδα, «Mouse» απ' ό,τι θυμόταν το λέγανε, έλεγε και ξανάλεγε μονότονα :
«Ήσουνα τι ήσουνα / μια Παξ Αμερικάνα / τώρα που σε πήρα εγώ / μου βγήκες μια πουτάνα (δις, ανάστροφα): τώρα που σε πήρα εγώ / μου βγήκες μια πουτάνα / ήσουνα τι ήσουνα / μια Παξ Αμερικάνα».


(Γράφτηκε από ευεκκαρτέρητος την περίοδο του πολέμου στην Γιουγκοσλαβία και δημοσιεύτηκε τελικά στην εφημερίδα Πατρίς του Ηρακλείου Κρήτης.
Ο μικρός το δέμας πρώην πρωθυπουργός με «βαρυσήμαντα» άρθρα του μας θυμίζει συνεχώς την παρουσία του. Να του θυμίσουμε κι εμείς μερικά πράγματα: Ίμια - γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων των Τούρκων στο Αιγαίο, Οτσαλάν, Χρηματιστήριο, μαγειρέματα με την Goldman-Sachs, είσοδό μας στο ευρώ χωρίς να μας ρωτήσει, το μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ από βήματος Βουλής, να του θυμίσουμε και άλλα;)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Κόσμον τόνδε


«Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε 

ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ήν αεί και έστιν και έσται πυρ 

αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα».

Θεϊκέ Ηράκλειτε, σε τρεις αράδες τα είπες όλα! 

Φανταστική απεικόνιση του Ηράκλειτου από πίνακα του Johannes Moreelse (Πηγή Wikipedia).

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Στου βούρκου





Στου βούρκου μέσα τα νερά



ποια γλώσσα μου μιλάνε



αυτοί που μου ζητάνε                


να χαμηλώσω τα φτερά.