Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΠΛΑΝΗ ‘Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; Η ανάγκη για μία καθολική παιδεία αίτημα των καιρών.


(www.zougla.gr)
Η διάκριση των Επιστημών σε Θετικές και Θεωρητικές αυτομάτως δημιουργεί έναν αρνητικό στην καλύτερη περίπτωση συνειρμό για τις Θεωρητικές Επιστήμες, οι οποίες εν πολλοίς αποτελούν την βάση της κλασσικής παιδείας. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν, κατ’ αντιδιαστολή προς τις Θεωρητικές, ονομάζαμε τις Θετικές Επιστήμες «Πρακτικές Επιστήμες».
Τι σημαίνει, όμως, Θετικές Επιστήμες; Οι Θετικές Επιστήμες δεν είναι και θεωρητικές; Η Φυσική, η Χημεία, τα Μαθηματικά δεν έχουν και θεωρία; Από την άλλη μεριά, οι Θεωρητικές Επιστήμες είναι καθαρά «θεωρητικές» ή μήπως έχουν τουλάχιστον κάποια στοιχεία «θετικότητας»; Ας εξετάσουμε μία από αυτές. Την Επιστήμη, η οποία φιλεί τον λόγον, και έχει ως αντικείμενο μελέτης την γλώσσα. Ας ετυμολογήσουμε μία λέξη, έστω την λέξη «τράπεζα». Η λέξη αυτή προκύπτει από την σύνθεση δύο άλλων λέξεων, του ουσιαστικού «τετράπλευρον» και του ρήματος «έζομαι» (ρίζα σεδ-, πρβλ. λατιν. sed-eo, και δ-, με τροπή του σ σε δασεία, και από αυτό ζ- από το δ- j- ομαι). Συνεπώς, τράπεζα σημαίνει το αντικείμενο, το οποίο έχει τέσσερις πλευρές και εδράζεται σε τέσσερα υποστηρίγματα στα σημεία τομής των πλευρών του. (Η λεκτική απόδοση όλων των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου ή μιας καταστάσεως παρέλκει ως περιττή. Διαφορετικά θα είχαμε λέξεις γλωσσοδέτες. Η δια της αφαιρέσεως λεκτική καταγραφή αντικειμένων και καταστάσεων είναι επαρκής για την συνεννόηση των ανθρώπων μεταξύ τους). Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να ετυμολογήσουμε μία σειρά από λέξεις ή και όλες τις λέξεις εάν είμαστε καλοί φιλόλογοι ή έχουμε ένα ή περισσότερα καλά ετυμολογικά λεξικά, όπως επίσης να αναλύσουμε το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων, να διαπιστώσουμε τις μεταξύ τους λεπτές διαφορετικές σημασιολογικές αποχρώσεις, όπως μεταγραμματισμός- αναγραμματισμός, ή ακόμη να αντιληφθούμε γιατί υπάρχει μόνον π.χ. η λέξη αναριθμητισμός και όχι και η λέξη «μεταριθμητισμός» κατ’ αναλογία προς την λέξη μεταγραμματισμός κ.ο.κ. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι  διακρίνουμε σ’ αυτήν την θεωρητική επιστήμη μία στιβαρότητα, μία βεβαιότητα, μία λογική που θυμίζουν την λογική και την θετικότητα των Μαθηματικών.
Από τον πρόλογο του εκδότη  Ανέστη Κωνσταντινίδη στην πρώτη έκδοση του Λεξικού «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟ    ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» των H. Liddel, R. Scott, Α. Κωνσταντινίδου (1904). Πηγή: www.lsj.gr

Τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα στις Κοινωνικές Επιστήμες. Η εισαγωγή και η ολοένα αυξανόμενη κατά τα τελευταία χρόνια χρήση των λεγόμενων ABM  μοντέλων (Agent Based Models) για την μελέτη των κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων και συμπεριφορών με μεθόδους και πρακτικές ριζικά διαφορετικές από τις παραδοσιακές μεθόδους έρευνας των Κοινωνικών Επιστημών, οδηγεί σε μία σαφή μαθηματικοποίηση των επιστημών αυτών. Παρά τις κριτικές που δέχονται από πολλές μεριές τα υποδείγματα αυτά, οι προσπάθειες αυτές καταδεικνύουν ή φιλοδοξούν να καταδείξουν έναν όχι και τόσο ασαφή πυρήνα των Κοινωνικών Επιστημών, ο οποίος έχει ή εμφανίζεται να έχει χαρακτηριστικά τόσης θετικότητας  όση θετικότητα θεωρείται ότι έχει μία κατ’ εξοχήν θετική επιστήμη, όπως τα Μαθηματικά ή η Φυσική των μακροσκοπικών συστημάτων, όπως αυτά περιγράφονται με τις μεθόδους της Στατιστικής Μηχανικής.

Ας εξετάσουμε μία άλλη θεωρητική επιστήμη. Την Φιλοσοφία. Ποία η σχέση της με την κατ’ εξοχήν θετική επιστήμη της Φυσικής; Φυσική και Φιλοσοφία είναι ομογάλακτες αδελφές, και αυτό γίνεται πιο φανερό στην σύγχρονη Φυσική. Στην οποία αναβιώνουν όλες οι σχολές, ρεύματα, δοξασίες και τάσεις της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία αποτέλεσε και την βάση της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης: από την πλέον υλιστική έως την πλέον ιδεαλιστική, έως και την αριθμολογία (ή μήπως αριθμολαγνεία;) των Πυθαγορείων. Φυσική και Φιλοσοφία πηγαίνουν, λοιπόν, χέρι – χέρι. Με την εξής, όμως, καταστατική διαφορά: η Φιλοσοφία ασχολείται με το καθολικό και αφηρημένο, ενώ η Φυσική με το συγκεκριμένο και το ειδικό, το οποίο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με την δοκιμασία του πειράματος. Η Φιλοσοφία ως μη έχουσα ανάγκη πειραματικής επιβεβαίωσης, έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να «ίπταται», να «αυθαιρετεί», σε αρκετές, όμως, περιπτώσεις οι φιλοσοφικές διαισθήσεις προηγήθηκαν των επιστημονικών γνώσεων.

Ας έρθουμε τώρα στο απέναντι «στρατόπεδο». Στις Θετικές Επιστήμες. Και ας εξετάσουμε τα Μαθηματικά. Στην σύγχρονη Φυσική υπάρχει πληθώρα ερμηνειών για την φύση του μικρόκοσμου. Η κάθε μία από αυτές έχει τον δικό της μαθηματικό φορμαλισμό και η κάθε μία διατείνεται ότι αυτή είναι η σωστή. Ερώτημα, απλοϊκό ίσως, πλην όμως εύλογο και νόμιμο: γνωρίζοντας ή υποθέτοντας ότι τα Μαθηματικά είναι μία στέρεα δομημένη Επιστήμη, μία Επιστήμη, η οποία διακρίνεται για την θετικότητα της, δηλαδή την βεβαιότητα της, δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε ποιος μαθηματικός φορμαλισμός είναι ο σωστός ώστε να μπορέσουμε στην συνέχεια να διακρίνουμε ποια από όλες αυτές τις ερμηνείες είναι η σωστή; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δια στόματος διακεκριμένου καθηγητή των Μαθηματικών, προέδρου τότε του τμήματος Μαθηματικών του ΑΠΘ: «Όχι. Πείτε μου ποια φιλοσοφική κατεύθυνση θέλετε να ακολουθήσετε και εγώ θα σας ετοιμάσω τις μαθηματικές παραδοχές εκείνες ώστε στο τέλος να έχετε μία ωραία φυσική θεωρία στην κατεύθυνση που επιλέξατε, με τον δικό της μαθηματικό φορμαλισμό». Η πίστη μας για την θετικότητα και την σιγουριά των Μαθηματικών αρχίζει και κλονίζεται.
(Πηγή:www.philologika.gr)
Ας έρθουμε σε μία άλλη πολύ σπουδαία Θετική Επιστήμη. Την Μητέρα των επιστημών. Την Φυσική. Στην οποία και θα μείνουμε λίγο παραπάνω. Επισημάναμε, ήδη, το πολυπρόσωπο της σύγχρονης Φυσικής, την πληθώρα δηλαδή των ερμηνειών της. Η οποία, όμως, δεν φαίνεται να βοηθάει ιδιαίτερα στην επίλυση ορισμένων βασικών ζητημάτων. Η θεμελιωδέστερη θεωρία που έχουμε για την Φύση, η ακρίβεια της οποίας έχει επιβεβαιωθεί μέχρι του δεκάτου δεκαδικού ψηφίου, η επιστήμη στην οποία οφείλονται όλα τα τεχνολογικά θαύματα που έχουμε σήμερα και τα ακόμη συγκλονιστικότερα του αύριο (κβαντικοί υπολογιστές, κβαντική τηλεμεταφορά, νανοτεχνολογία, νανοβιοτεχνολογία), εφόσον παραμείνουμε στα πλαίσια της κυρίαρχης θετικιστικής, αντιαιτιοκρατικής και αντιρεαλιστικής Σχολής, αδυνατεί να εξηγήσει τι συμβαίνει όταν κάνουμε μία τόσο συνηθισμένη πράξη, όπως είναι η μέτρηση. Και όχι μόνον αδυνατεί, αλλά οδηγεί και σε τραγικές, για να μην πούμε τραγελαφικές καταστάσεις. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες τις μετρητικές συσκευές του Σύμπαντος και πάλι αποτέλεσμα δεν θα έχουμε. Λύσεις, βεβαίως, στο πρόβλημα υπάρχουν. Όμως, θα πρέπει να δεχτούμε την κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης, ή την ελευθερία βούλησης και επιλογής των σωματίων ή την αμφίσημη παραδοχή του Niels Bohr, του αδιαμφισβήτητου αρχηγέτη της Σχολής της Κοπεγχάγης.
Ένα άλλο θέμα. Οι ανισότητες του Heisenberg (αρχή της αβεβαιότητος ή της απροσδιοριστίας) αφορούν το εξατομικευμένο σωμάτιο ή στατιστικά σύνολα κβαντικών συστημάτων; Εάν δεχτούμε ότι αφορούν το εξατομικευμένο σωμάτιο, μία θεώρηση η οποία αποτελεί και την βάση της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης (single system interpretation), τότε δεχόμαστε: 1) την αρχή της συμπληρωματικότητος, 2) απορρίπτουμε την αιτιοκρατία, αφού αποσυνδέουμε την αιτιοκρατική από την χωροχρονική περιγραφή των φυσικών φαινομένων, 3) αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα ανώτερο όριο στην δυνατότητα γνώσεως του κόσμου από τον άνθρωπο, κατ’ ουσίαν δηλαδή ακυρώνουμε μία τέτοια προσπάθεια, 4) δεχόμαστε ότι ο ρόλος της Επιστήμης δεν είναι να διερευνήσει και να ερμηνεύσει τον Κόσμο, αλλά ότι αυτή θα πρέπει να περιοριστεί στην αποτύπωση των μετρήσεων που κάνουμε στην Φύση και στην διατύπωση ακριβών σχέσεων μεταξύ τους, δεδομένα που θα χρησιμοποιήσουν στην συνέχεια «οι μάγειροι των κβάντα» για να κατασκευάσουν όλα τα γνωστά τεχνολογικά θαύματα.
Εάν θεωρήσουμε ότι η κβαντική φυσική είναι ερμηνεία στατιστικών συνόλων και όχι του εξατομικευμένου σωματίου (Ρεαλιστική Σχολή: Einstein, de Brogli, Schrödinger, κ.ά.) θα καταλήξουμε στην διαπίστωση ότι οι σχέσεις του Heisenberg δεν είναι τίποτε άλλο από σχέσεις σκέδασης και η ύπαρξη τους δεν αποτελεί άρνηση της αιτιοκρατίας. Οι αιτίες των φαινομένων είναι γενικώς γνωστές  και τα αποτελέσματα καθορίζονται από τα αίτια τους: τροποποίηση των συνθηκών τροποποιεί την πιθανοτική κατανομή του στατιστικού συνόλου και αυτό αποτελεί επιβεβαίωση για την ισχύ στον μικρόκοσμο μιας συνθετώτερης μορφής αιτιοκρατίας, η οποία και συνάδει με την φύση του μικρού. Αποδεχόμενοι την αιτιοκρατία αποδεχόμαστε ότι τα αποτελέσματα καθορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο από τα αίτιά τους. Συνεπώς, θα πρέπει να διερευνήσουμε με ποιους μηχανισμούς φτάνουμε από το αίτιο στο αποτέλεσμα, με ποιους μηχανισμούς παράγονται τα φυσικά φαινόμενα στις δεδομένες συνθήκες. Δηλαδή να διερευνήσουμε την Φύση. Άρα αναγνωρίζουμε ότι ο Κόσμος είναι κατ’ αρχήν γνώσιμος στον άνθρωπο, όπως ακριβώς πίστευαν και οι Έλληνες φυσιοκράτες φιλόσοφοι.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ερμηνεία του μεμονωμένου σωματιδίου ή στατιστικών συνόλων κβαντικών συστημάτων; Καθορίζεται το αποτέλεσμα από τα αίτια του ή όχι; Ισχύουν οι διάφορες μορφές αιτιοκρατίας ανάλογα με το επίπεδο οργάνωσης της ύλης και το είδος των φυσικών φαινομένων που εξετάζουμε ή όχι, ακόμη και στον μακρόκοσμο; Είναι η Φύση, αν και κρύπτεσθαι φιλεί, γνώσιμη στον άνθρωπο ή θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια για να την κατανοήσουμε; Ποια από τις δυο αυτές αντίθετης φιλοσοφικής κατεύθυνσης θεωρήσεις είναι η σωστή; Η θετικότητα της Φυσικής μας αφήνει αβοήθητους στα ερωτήματα αυτά. Στα οποία οι απαντήσεις που θα δώσουμε και οι επιλογές που θα κάνουμε δεν καθορίζουν μόνον την επιστημολογική κατεύθυνση που θα πάρουμε, αλλά πηγαίνουν ακόμη πιο πέρα,  ανάγονται σε επίπεδο κοινωνικό, και σε τελική ανάλυση σε επίπεδο πολιτικό.
Συνεχίζουμε με μία πτυχή ενός άλλου σημαντικού προβλήματος της σύγχρονης Φυσικής.
Η κυματοσυνάρτηση Ψ, η οποία περιγράφει την κατάσταση των σωματίων Α και Β του νοητικού πειράματος των EPR (Einstein, Podolsky, Rosen), αναφέρεται στην κατάσταση του συστήματος  πριν ή μετά τον χωρισμό των σωματίων Α και Β; Κατά μίαν αντίληψη (Bohm και Aharonov) η συγκεκριμένη |Ψ>  αντιπροσωπεύει την κατάσταση του όλου συστήματος πριν από τον διαχωρισμό των σωματίων. Η άποψη, όμως, αυτή αποδεικνύεται λανθασμένη. Κατά την χρονική διάρκεια που τα δυο σωμάτια αλληλεπιδρούν (τίνι τρόπω άραγε; με ποιους μηχανισμούς;), τα καταστατικά τους διανύσματα δεν μπορούν να είναι παραγοντισμένα. Κατά συνέπεια, η Ψ δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει τα Α και Β πριν από τον διαχωρισμό τους. Σε ένα μεταγενέστερο άρθρο τους οι ίδιοι διακεκριμένοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι η εν λόγω Ψ αντιπροσωπεύει την κατάσταση του συστήματος μετά τον διαχωρισμό των σωματίων. Αλλά και η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη. Η τελική κατάσταση είναι μείγμα ενώ η Ψ αντιπροσωπεύει καθαρή κατάσταση (pure state).
Σχηματική απεικόνιση του νοητικού πειράματος των EPR
Τι γίνεται λοιπόν; Ούτε πριν, ούτε μετά; Αδιέξοδο; Όχι. Ο διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας και επιστημολόγος Μπιτσάκης Ευτύχιος δίδει μία ερμηνεία, η οποία αποκαθιστά την τοπικότητα και την αιτιοκρατία στο επίπεδο των σωματίων Α και Β και γενικότερα στο θέμα της διάψευσης των ανισοτήτων του Bell (Μπιτσάκης Ε., Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής, 314-322, 2008). Για όσους, βέβαια, θέλουν να πιστεύουν στην τοπικότητα και στην αιτιοκρατία.
Συνεχίζουμε.
Η επαλληλία καταστάσεων αφορά ενεργεία ή δυνάμει καταστάσεις, έκφραση των πολλαπλών δυναμικοτήτων του κβαντικού συστήματος; Και η λεγόμενη κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης είναι μία ακαριαία αναγωγή μιας ιδιοκατάστασης στον κόσμο μας ή έκφραση μιας από τις πολλαπλές δυναμικότητες του στατιστικού συνόλου; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι «φιλολογικού» χαρακτήρα. Η μία ή η άλλη επιλογή θα μας οδηγήσει σε αποτελέσματα και καταστάσεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν στο πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης ή αντίθετα σε θέσεις λογικά συνεκτικές και ίσως πιο κοντά στην φυσική πραγματικότητα.
Όλα όσα αναφέραμε, ασφαλώς, δεν αναιρούν τον χαρακτήρα της Φυσικής ως μιας επιστήμης θετικής. Δίδουν, όμως, την εικόνα ενός πύργου της Βαβέλ, και μέσα σ’ αυτό το θολό τοπίο ίσως χάνεται η αίσθηση του «θετικού».
Εν κατακλείδι η θετικότητα και η θεωρητικότητα των επιστημών είναι έννοιες σχετικές. Πλέον, δε τούτου, και το σημαντικότερο, ο χωρισμός των επιστημών σε θετικές και θεωρητικές είναι τεχνητός και αυθαίρετος, οδηγεί σε αποπλανήσεις και αντιφάσεις. Και τούτο οφείλεται στο ότι προσπαθούμε να διαιρέσουμε το αδιαίρετο και να τμήσουμε το άτμητο. Η Επιστήμη είναι μία. Με πολλά γνωστικά πεδία. Τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά έχουν και κοινά στοιχεία. Ενότητα, λοιπόν, στην διαφορά.
Εάν συμφωνήσουμε σ’ αυτό θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους της Παιδείας και να αναδιαμορφώσουμε τα προγράμματα των σπουδών. Στόχος της παιδείας πρέπει να είναι η διαμόρφωση μιας καθολικής προσωπικότητας και όχι κινητών εξειδικευμένων βιβλιοθηκών. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι απορρίπτουμε την εξειδίκευση. Αλήθεια, είναι τόσο δύσκολο οι σπουδαστές των θετικών επιστημών να παρακολουθούν κάποια από τα μαθήματα των κλασσικών επιστημών, και οι των θεωρητικών σχολών να έχουν γνώσεις Φυσικής, Χημείας, Μαθηματικών και Βιολογικών Επιστημών; Στην Δανία του μεσοπολέμου οι φοιτητές της Φυσικής υποχρεωτικά παρακολουθούσαν Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Κοινωνιολογία. Μήπως εκείνοι ξέρανε κάτι παραπάνω από εμάς; Τα Πανεπιστήμια μας στα πλαίσια της αυτονομίας τους δεν θα μπορούσαν να καθιερώσουν τέτοια ενιαία προγράμματα σπουδών;
Η παιδεία φτιάχνει ανθρώπους. Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνία μας θα γίνει πολύ καλύτερη. Για όσο καιρό τουλάχιστον την διαφεντεύουν για τα δικά τους συμφέροντα οι κάθε λογής «ευπατρίδες». Το θέμα είναι οι «έλασσοι» να γίνουν καλύτεροι.
Το αίτημα για μία καθολική παιδεία πέρα από την διαχρονικότητα του γίνεται περισσότερο από ποτέ επίκαιρο σήμερα. Η κρίση που περνούν οι κοινωνίες δεν έχει  μόνον οικονομική διάσταση. Συνοδεύεται αναπόφευκτα και από κρίση θεσμών και αξιών. Κάτω από τις συνθήκες αυτές μία ορθολογική, καθολική παιδεία είναι η καλύτερη «επένδυση» για το ξεπέρασμα της κρίσης τουλάχιστον σε επίπεδο αξιακό. Για να μπορούμε να ελπίζουμε σ’ ένα καλύτερο, ανθρωπινότερο αύριο.


(Γράφτηκε από ευεκκαρτέρητος και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ο Κήπος του Επίκουρου, εκδ. Βερέττας).

        Για την επεξήγηση των όρων της Φυσικής πατήστε εδώ.


  


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Εικονοαφιέρωμα στην Γυναίκα για την γιορτή της 1

Γυναίκα πηγή ζωής
Γυναίκα η Αιώνια Αφροδίτη
Γοργόνα με το ταίρι της




Εικονοαφιέρωμα στην Γυναίκα για την γιορτή της 2

Γυναίκα εκκλησιαζόμενη
Γυναίκα επιστήμονας
Γυναίκα μάρτυρας

Γυναίκα διαχρονική
                                                

Εικονοαφιέρωμα στην Γυναίκα για την γιορτή της 3

Γυναίκα ΜΗΤΕΡΑ (Πηγή:todreamornot.com)


Γυναίκα ό,τι κι αν είσαι, όποια κι αν είσαι

ΧΡΟΝΙΑ σου ΠΟΛΛΑ!

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Η Θεσσαλονίκη τον 14ο αιώνα. Το κίνημα των Ζηλωτών.


Όλβιος όστις της Ιστορίας έσχεν μάθησιν
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε μία από τις πλέον σημαντικές πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σ’ όλη την διάρκειά της, τούτο δε έγινε πλέον σαφές κατά τον 14ο αιώνα, αιώνα ο οποίος σημαδεύτηκε από ένα πολύ σημαντικό, τόσο για την ιστορία της πόλης όσο και για την παγκόσμια ιστορία, κοινωνικο-πολιτικό γεγονός.
Ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα η Θεσσα­λονίκη άκμαζε. Το εμπόριο και η ναυτιλία ελέγχο­νταν πλέον από την Γένοβα και την Βενετία, γε­γονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο για την Κων­σταντινούπολη ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Η Θεσσαλονίκη, όμως, που ούτως ή άλλως ήταν η δεύτερη σε μέγεθος πολιτεία του Βυζαντίου, ευρισκόμενη στο σταυροδρόμι των εμπορικών δρόμων της τότε εποχής ευνοήθηκε από την αλλαγή αυτή. Η απώλεια για την Βυζα­ντινή αυτοκρατορία της Συρίας και της Αιγύπτου ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος της εμπορικής και βιοτεχνικής της άνθη­σης.
Οι Βυζαντινές πηγές την χαρακτηρίζουν "πολυανδρούσαν", "πολυάνθρωπον", "ευανδρούσαν". Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με τους Βυζα­ντινούς χρονογράφους, τον 10ο αιώνα έφτανε τις διακόσιες χιλιάδες. Αργότερα, όμως, θα πρέπει να ήταν πολύ λιγότερος. Η πλειοψηφία των κα­τοίκων ήταν Έλληνες (Ρωμαίοι). Υπήρχαν και ξέ­νοι: Σλάβοι, Βλάχοι, Γασμούλοι (Ελληνόφραγκοι), Αρμένιοι και Εβραίοι. Από πολύ παλιά είχε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Ήταν δηλαδή αυτόνομη πο­λιτεία. Είχε δικό της σύνταγμα και δική της ση­μαία, σύμβολο της αυτονομίας της. Επίσης ίσχυαν οι τοπικοί νόμοι (τα ψηφίσματα της γε­ρουσίας και του δήμου), καθώς και ο νόμος των αποικιών, που ήταν το δίκαιο των περιοίκων (των ξένων και των γύρω αγροτών), γιατί η Θεσσαλο­νίκη ήλεγχε μεγάλη περιοχή. Μάλιστα για 25 πε­ρίπου χρόνια (1222-1246) είχε γίνει η πρωτεύου­σα του Ελληνικού κράτους, που σχηματίσθηκε στην Μακεδονία με σύνορα που έφταναν ως την Αδριατική, την Θεσσαλία και την Θράκη (Αδριανούπολη).
Η άφρων πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των παρατρεχάμενων της αυτοκρατορικής νομενκλατούρας έφεραν τελικά τους γειτονικούς λαούς στα εδάφη της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας. Η συστηματική οικονομική, κοινωνική και ψυχολογική αποψίλωση της περιφέρειας, με τα φοροτσουνάμι, τις επιδρομές ανελέητων φοροεισπρακτόρων, τις δημεύσεις περιουσιών και τις φυλακίσεις λόγω χρεών, συνήθως προς τοκογλύφους, έφεραν σε απόγνωση ευρέα κοινωνικά στρώματα της περιφέρειας και ολόκληροι πληθυσμοί στράφηκαν στους Οθωμανούς, οι οποίοι υπόσχονταν απόσβεση των χρεών υπό τον όρο της αποδοχής της Μουσουλμανικής θρησκείας και του εξισλαμισμού τους.  (Πηγή εικόνας: http://sfrang.com)
Η Λατινοκρατία επίσης υπέσκαψε σε μεγάλο βαθμό τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην εικόνα σκηνή μάχης από Γαλλικό χειρόγραφο της εποχής.  (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος)
Την πολιτική εξουσία ασκούσε ο διοικητής της, ο αντιπρόσωπος δηλαδή της κεντρικής κυ­βέρνησης. Παράλληλα, όμως, υπήρχε και η κοι­νοτική εξουσία, που ήταν η βάση του θεσμού της αυτονομίας. Η εξουσία αυτή αντιπροσωπεύονταν από την γερουσία που λέγονταν και σύγκλητος ή βουλή, και από την εκκλησία του δήμου, δηλαδή από τις λαϊκές συνελεύσεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος όλοι οι ελεύθεροι πολίτες και γίνονταν όπως στα αρχαία χρόνια στο ύπαιθρο. Την εκτε­λεστική εξουσία ασκούσαν μαζί ο αυτοκρατορι­κός επίτροπος (διοικητής) και ο αντιπρόσωπος της γερουσίας.
Όπως και στις άλλες πόλεις υπήρχαν και στην Θεσσαλονίκη οι ελεύθεροι, οι δουλοπάροικοι και οι δούλοι. Οι ελεύθεροι χωρίζονταν σε δύο μεγά­λες τάξεις, στους δυνατούς (ευγενείς, φεουδάρ­χες, ανώτερους κληρικούς, ηγούμενους κ.λπ.) και στο κοινόν (τις λαϊκές μάζες)1. Ανάμεσα σ' αυ­τές τις δύο τάξεις βρίσκονταν οι μέσοι (αστοί). Δεδομένου ότι η Θεσσαλονίκη είχε μεγάλη εμποριοβιοτεχνική ανάπτυξη οι μέσοι έπαιζαν σημαντι­κό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή της πό­λεως. Οι μεγαλοβιοτέχνες, οι μεγαλέμποροι και οι μεγαλοκαραβοκύρηδες, πάντως, ήταν πιο κο­ντά στους αριστοκράτες και συνεργάζονταν μαζί τους. Αγόραζαν, μάλιστα, τίτλους και αξιώματα και γίνονταν κι αυτοί από την μια μέρα στην άλλη αριστοκράτες.
Ο κλήρος ήταν πάντα με το μέρος των δυνα­τών. Τόσο οι ανώτεροι κληρικοί, όσο και οι καλό­γεροι είχαν τσιφλίκια και μεγάλες περιουσίες. Φόρους, φυσικά, δεν πλήρωναν. Εκτός από τους δουλοπάροικους που χρησιμοποιούσαν για να τους καλλιεργούν τα απέραντα αμπελοχώραφά τους, είχαν και πολλούς δούλους. Ακόμα και η εκ­κλησία του Αγίου Δημητρίου είχε δούλους, τους οποίους ονόμαζαν "αγιόδουλους".
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς. Υψηλής μορφώσεως ηγήθηκε των «ησυχαστών» απέναντι στους οπαδούς, και σφοδρούς αντιπάλους των ησυχαστών, του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, επίσης υψηλής μορφώσεως. Με τους ησυχαστές συντάχθηκαν οι εύποροι, ενώ με τον Βαρλαάμ τα λαϊκά στρώματα. Η θρησκευτική έριδα πήρε ευρύτατες διαστάσεις και είχε ως «παράπλευρη απώλεια» τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ όταν αυτός προσπάθησε να μπει ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο Παλαμάς χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης το 1347, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους επαναστατημένους Θεσσαλονικείς. Ανέλαβε τον μητροπολιτικό θρόνο το 1349 μετά την πτώση των Ζηλωτών. (Πηγή Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).

Παρά την μεγάλη άνθηση της πόλεως, ο πλούτος, όπως πάντα, ήταν συγκεντρωμένος σε λίγα χέρια. Οι πολλοί επένοντο. Οι κυβερνητικοί υπάλληλοι έκλεβαν, οι ευγενείς οργίαζαν, οι το­κογλύφοι έγδερναν στην κυριολεξία τον κοσμά­κη, οι αισχροκερδείς με τα γνωστά τερτίπια τους αύξαναν τον πλούτο τους. Με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότεροι από τα λαϊκά στρώματα υπέφεραν από την πείνα και την ανέ­χεια.
Οι καλλιεργητές της γης στα χρόνια του 14ου αιώνα εθεωρούντο εξάρτημά της. Ήταν «μισοελεύθεροι» με ελάχιστα δικαιώματα. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
Στην ίδια θέση με τους καλλιεργητές της γης βρίσκονταν και οι εργάτες και οι τεχνίτες της πόλεως. Στην εικόνα χαλκουργός και η γυναίκα του εργαζόμενοι. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
Ήταν τέτοια η εκμετάλλευση ώστε ακόμη και οι φιλικά προς τους ευγενείς προσκείμενοι λόγι­οι, όπως ο Καβάσιλας, ο Θωμάς Μάγιστρος, ο Δημήτρης Κυδώνης, ο Νικηφόρος Χούμνος, καυ­τηρίαζαν την στάση των δυνατών και την δικαστι­κή παραλυσία και με υπομνήματα και αναφορές προς την βασίλισσα Άννα και προς τον Μιχαήλ Πα­λαιολόγο ζητούσαν να παρθούν μέτρα για να σταματήσουν η αισχροκέρδεια και οι κάθε λογής αυθαιρεσίες και καταπιέσεις πριν γίνει κανένα με­γάλο κακό, όπως προφητικά λέγανε. Κακό, βέ­βαια, για τους ισχυρούς. Ακόμη και ο Γρηγόριος Παλαμάς, θεωρητικός των Ησυχαστών και σταθερός υποστηρικτής των αρχόντων,  κατέκρινε τους τρόπους με τους οποίους οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι.
Στην Θεσσαλονίκη, όμως, περισσότερο από τις άλλες πόλεις φυσούσε δημοκρατικός άνεμος. Οι έμποροι και οι ναυτικοί μαζί με τα εμπορεύμα­τα από την Ιταλία μεταφέρανε και τις δημοκρατι­κές ιδέες των Ιταλικών πόλεων. Ακόμη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι δήμοι, που ήταν χωρι­σμένοι σε συντεχνίες - σωματεία, είχανε το δικαί­ωμα να οπλοφορούν και ότι η Θεσσαλονίκη είχε δικό της στρατό και ναυτικό από ντόπιους ελεύ­θερους πολίτες. Λαός που πεινάει και είναι οπλι­σμένος ασφαλώς δεν είναι ό,τι το καλύτερο για τους εκμεταλλευτές του. Αυτοί, όμως, τυφλωμέ­νοι από το πάθος τους για ισχύ και πλούτο δεν έβλεπαν το κακό που έρχονταν κατά πάνω τους και συνέχιζαν τον χαβά τους.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν σύνηθες φαινόμενο στο Βυζάντιο ακόμη και ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Συχνά οι αντιμαχόμενοι καλούσαν σε βοήθεια τους γειτονικούς λαούς. Τον 14ο αιώνα με τις ενέργειες του Καντακουζηνού οι Τούρκοι εδραίωσαν την παρουσία τους στην Βαλκανική. Στην εικόνα, τμήμα από βυζαντινό χειρόγραφο με απεικόνιση μάχης. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
Το πιο σπουδαίο ήταν ότι στην Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη υπήρχε οργανωμένο πολιτικό κόμμα, το κόμμα των Ζηλωτών. Από έμμεσες πη­γές, γιατί άμεσες μαρτυρίες για το πρόγραμμα του δεν διασώθηκαν, μπορούμε να συμπεράνου­με ότι το κόμμα των Ζηλωτών, τα σημαντικότερα ηγετικά στελέχη του οποίου προέρχονταν από τους ναυτεργάτες, που εργάζονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, έκφραζε τους πόθους και τις προσδοκίες των πλατύτερων λαϊκών στρωμάτων. Έτσι, η επιρροή του μέσα στον λαό ήταν πολύ με­γάλη. Αλλά και μέρος της μεσαίας τάξης, δηλαδή των αστών, τους υποστήριζαν. Γι' αυτό μερικοί διανοούμενοι στην αρχή τουλάχιστον ήταν με το μέρος τους. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς τα πράγματα ζορίζονταν και οι αντιθέσεις οξύνο­νταν, οι συνθήκες μέσα στην πόλη και στις γύρω αγροτικές περιοχές γίνονταν όλο και πιο επανα­στατικές. Ώσπου στα 1342, απ' αφορμή το γεγο­νός ότι η άρχουσα τάξη θέλησε να ανεβάσει στον αυτοκρατορικό θρόνο τον σφετεριστή Ιωάννη Κα­ντακουζηνό, ξέσπασε αυτό που πέρασε στην Ιστορία σαν Κίνημα των Ζηλωτών. Ο λαός της Θεσσαλονίκης και της γύρω περιοχής με επι­κεφαλής τους Ζηλωτές επαναστάτησε, ανέτρεψε την ολιγαρχία και δημιούργησε δικό του καθε­στώς, το οποίο βάσταξε επτά ολόκληρα χρό­νια (1342-1349).
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, ως αυτοκράτορας και ως μοναχός. Όταν πέθανε, το 1341, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄, ο διάδοχος του θρόνου Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος ήταν ανήλικος και επιτροπεύονταν από την μητέρα του Άννα της Σαβοϊας, σύζυγο του Ανδρόνικου Γ΄. Ο Καντακουζηνός με την βοήθεια και την ενίσχυση των οικονομικά ισχυρών προσπάθησε να αναρριχηθεί στον θρόνο.  Ο λαός της Θεσσαλονίκης ξεσηκώθηκε εναντίον του σφετεριστή του θρόνου και εκπροσώπου της οικονομικής ολιγαρχίας και υπό την ηγεσία των Ζηλωτών εγκαθίδρυσε καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας στην Θεσσαλονίκη. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
          Το νέο πολίτευμα δεν έμοιαζε με κανένα άλλο ούτε της εποχής του ούτε με κάποιο από τα παλαιότερα πολιτεύματα. Ο Ν. Γρηγοράς γράφει χαρακτηριστικά: «… καί ἦν πρός οὐδεμίαν τῶν πολιτειῶν τήν μίμησιν ἀναφέρουσα. οὔτε γάρ ἀριστοκρατική τις ἦν, ὁποίαν τοῖς πάλαι Λυκοῦργος Λακεδαιμονίοις προσετετάχει, οὔτε τις δημοκρατική, καθάπερ τῶν Ἀθηναίων ἡ πρώτη τε καί ἦν ἐκ τετραφύλων εἰς δεκαφύλους ἐπεπράχθει Κλεισθένης. Οὐθ’ ἥν Ζάλευκος τοῖς ἐπιζεφυρίοις Λοκροῖς ἐβράβευσεν καί ἥν τοῖς ἐν Σικελίᾳ Χαρώνδας ὁ Καταναῖος… » (Ν. Γρηγορά, Ρωμαϊκή Ιστορία, ΙΙ, σ. 796). Το νέο καθεστώς στηρίχθηκε στα λαϊκά  εκείνα στρώματα, τα οποία είχαν γίνει αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από την φεουδαρχία. Αυτά ήταν που πρωτοστάτησαν, αυτά με την καθοδήγηση των Ζηλωτών ήταν που σήκωσαν το βάρος της Επανάστασης, αυτά που πλήρωσαν στο τέλος την νύφη. Ήταν, λοιπόν, φυσικό να μην μοιάζει το νέο σύστημα διακυβέρνησης με κανένα από τα παλαιότερα δημοκρατικά πολιτεύματα. Στις αρχαίες δημοκρατίες ο λαός είχε γνώμη, αλλά την εξουσία ασκούσαν οι δουλοκτήτες και οι εύποροι. Στην Επανάσταση της Θεσσαλονίκης για πρώτη φορά ο λαός μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο της ιστορίας και παίρνει τις τύχες του στα δικά του χέρια. Αποφασίζει και ενεργεί ο ίδιος και όχι οι άλλοι γι’αυτόν, που πάντοτε δήθεν πράττουν για το καλό του και πάντοτε ο λαός βγαίνει ζημιωμένος. Ποιες ήταν, όμως, οι βασικές πτυχές της πολιτειακής μεταβολής που επήλθε με την επικράτηση του λαϊκού κινήματος στην Θεσσαλονίκη; Από τα γραπτά των νικητών, γιατί αυτοί γράφουν την ιστορία, παίρνουμε κάποιες πληροφορίες για ορισμένες ενέργειες των επαναστατών: Περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας εδημεύθησαν, όπως και οι περιουσίες εκείνων των ευγενών που συνεργάσθηκαν με τον Καντακουζηνό. Οι υπόλοιποι ευγενείς, που έμειναν μέσα στην Θεσσαλονίκη, υποχρεώθηκαν να δώσουν ένα μέρος του πλούτου τους για να συντηρηθούν οι φτωχοί και οι στρατιώτες. Καθιερώθηκαν άμεσες εισφορές για τα έξοδα του πολέμου. Η γερουσία, θεσμός αντιδραστικός και όργανο των ευγενών, καταργήθηκε. Προνόμια δεν υπήρχαν πια. Όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι μπροστά στον νόμο και είχαν τα ίδια δικαιώματα, ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι νέοι από τα 18 και πάνω μπορούσαν να διοριστούν σε κρατικές θέσεις και να έχουν λόγο στις λαϊκές συνελεύσεις. Η δικαιοσύνη αναδιοργανώθηκε και οι δικαστές εκλέγονταν από τον λαό. Όλοι οι παλαιοί νόμοι και οι θεσμοί που προστάτευαν και κατοχύρωναν την προνομιακή θέση των ευγενών και του κλήρου καταργήθηκαν. Ακόμη εξισώθηκαν με τους ντόπιους και οι ξένοι κάτοικοι, που ανήκανε στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και πήγανε με το μέρος των Ζηλωτών. Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί οι ευγενείς, οι πλουτοκράτες και η Εκκλησία πολέμησαν με τόση μανία το καθεστώς της Θεσσαλονίκης.
Και ο νόμιμος αυτοκράτορας τι έπραξε μπροστά σ’ αυτήν την πρόκληση, την Επανάσταση των Θεσσαλονικέων; Ό,τι κάθε λογικός άνθρωπος. Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ανέχτηκε τους ενοχλητικούς και επικίνδυνους Θεσσαλονικείς αφού ήταν σύμμαχοι του ενάντια στον Καντακουζηνό. Εάν έπεφτε η Θεσσαλονίκη στα χέρια του Καντακουζηνού, τότε αυτός θα επικρατούσε πολύ εύκολα. Ο αυτοκράτορας περίμενε του καιρού τα γυρίσματα για να μπορέσει κάποια στιγμή να απαλλαγεί από τους επαναστάτες, πριν η επανάσταση ξαπλωθεί και σ’ άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας και τότε τα πράγματα θα ήταν δύσκολα και για τον ίδιο. Ενίσχυσε, λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις την πόλη με στρατό και εφόδια. Από την άλλη μεριά οι επαναστάτες έδειξαν νομιμοφροσύνη στον αυτοκράτορα. Δέχτηκαν τον αυτοκρατορικό έπαρχο2 και υπάκουσαν στα διατάγματα του αυτοκράτορα3. Αυτό το περίεργο μείγμα επαναστατικότητας και νομιμοφροσύνης χαρακτηρίζει την επανάσταση των Ζηλωτών σ’ όλη την διάρκεια της.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄, υπήρξε ένας από τους πιο δραστήριους δεσπότες - διοικητές της Θεσσαλονίκης. Προσπάθησε να ενώσει τους βαλκανικούς λαούς εναντίον των Τούρκων, κι όταν απέτυχε διέφυγε στην Προύσα. Όταν πέθανε ο πατέρας του στέφθηκε αυτοκράτορας αναλαμβάνοντας τα ηνία μιας αυτοκρατορίας που ήδη ψυχορραγούσε. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
Οι ιστοριογράφοι της εποχής στέκονται, όπως είναι φυσικό, αφού βρίσκονται στην πλευρά των νικητών, αρνητικά απέναντι στους Ζηλωτές και στην Επανάσταση. Ο Γρηγοράς στην συνέχεια του κειμένου που αναφέραμε πιο πάνω σημειώνει (αποδίδουμε το κείμενο στην σημερινή καθομιλουμένη): «…Ήταν πολίτευμα τέτοιο, που μόνο του μπορεί να ξεφυτρώσει – οχλοκρατία πρωτοφανής – χωρίς να το σκεφτεί ο άνθρωπος. Δηλαδή, αφού μαζεύτηκαν μερικοί θρασείς, πήρανε ετσιθελικά την εξουσία, παρασέρνοντας με δημαγωγίες τον όχλο της Θεσσαλονίκης και αρπάζοντας τις περιουσίες από τους πλούσιους… Έβγαλαν και διαταγές να μην υπακούσει ο λαός σε καμμία προσταγή, ούτε του Παλαιολόγου ούτε του Καντακουζηνού, μα όλοι τους να έχουν ως κανόνα τις πράξεις τους και να αναγνωρίζουν για νόμο τις αποφάσεις αυτών (των Ζηλωτών)». Ο Καλλιγάς μας δίδει μια διαφορετική εικόνα: «Ο Καντακουζηνός και ο Γρηγοράς παριστώσι τους Θεσσαλονικείς Ζηλωτάς ως τους communards των σημερινών χρόνων (σημ. εννοεί την Κομμούνα των Παρισίων του 1871). η ομολογία όμως ανδρός αξιοτίμου, σοφού και εντοπίου (του Καβάσιλα) παρουσιάζει την δημοκρατίαν ταύτην ήττον απαισίαν. Ο αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης ανεκηρύχθη Πρόεδρος της Δημοκρατίας των Ζηλωτών. ούτε οι πλούσιοι εγυμνώθησαν ούτε δικαιοσύνη επνίγη. εξεναντίας ο νόμος ην παντοδύναμος και η ελευθερία του λόγου απεριόριστος, αφού και αυτοί οι ιδιώται είχον το δικαίωμα να σύρωσιν εις τα δικαστήρια την Κυβέρνησιν, εναντίον της οποίας οι δικηγόροι εκτοξεύουσιν τα δηκτικώτερα και δυσφημότερα των επιθέτων4». (Ο μεσαιωνικός βίος του Ελληνικού Έθνους, περ. Εστία, 1884, σ.326 στο: Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, Γ. Κορδάτος, σ.439). Οι περισσότεροι από τους νεότερους ιστορικούς αναγνωρίζουν τον ταξικό χαρακτήρα της Επανάστασης και τα κοινωνικά αίτια που την προκάλεσαν. Για τον Κορδάτο το κίνημα των Ζηλωτών είναι η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, πρόδρομη ανάλογων λαϊκών καθεστώτων τα οποία εμφανίσθηκαν στην συνέχεια. Επρόκειτο, συνεπώς, για μία γνήσια λαϊκή άμεση συμμετοχική δημοκρατία, η οποία αντλώντας δύναμη από τα τεράστια αποθέματα του λαού έβαλε σε τάξη τα του οίκου της, προχώρησε το μεταρρυθμιστικό της έργο, μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις συνεχείς και αλλεπάλληλες υπονομεύσεις, δολιότητες, συνωμοσίες, αλλά και αντεπαναστάσεις των ευγενών5, όπως επίσης και τους ποικίλους εξωτερικούς εχθρούς (Σέρβοι, Τούρκοι, Καντακουζηνός και οι σύμμαχοί του)6.
Η στρατηγικής σημασίας θέση της Θεσσαλονίκης την έκανε στόχο πολλών επιθέσεων
Επιδρομή των Βουλγάρων υπό τον στρατηγό Αλουσιάνο εναντίον της Θεσσαλονίκης αποκρούεται από τους υπερασπιστές της. Τον 10ο και 11ο αιώνα η Θεσσαλονίκη δοκιμάστηκε ιδιαίτερα από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Βουλγάρων. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος).
Το ιππικό της πόλης εκδιώκει τους εχθρούς της (μικρογραφία του 11ου αιώνα σε κώδικα της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης των Ιεροσολύμων). Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος
Το καλοκαίρι του 1349 η Επανάσταση περνάει τις τελευταίες της ώρες. Η κεντρική διοίκηση έχει αποφασίσει να ξεμπερδέψει οριστικά με τους επαναστάτες. Ο Καντακουζηνός, ο οποίος στο μεταξύ είχε ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας αφού τα βρήκε με τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ζήτησε την βοήθεια του γαμπρού του Ορχάν (του είχε δώσει για γυναίκα του την 13 ετών θυγατέρα του Θεοδώρα όταν ο Ορχάν ήταν 60 ετών)7. 20 χιλιάδες Τούρκοι με αρχηγό τον Σουλεϊμάν πολιορκούν την Θεσσαλονίκη. Συνάμα καταφθάνει ο αυτοκρατορικός στρατός και στόλος. Την ίδια στιγμή ο αυτοκρατορικός επίτροπος Αλέξιος Μετοχίτης χτυπάει από μέσα τους Ζηλωτές. Οι Ζηλωτές και ο λαός της Θεσσαλονίκης, ζωσμένοι πλέον από παντού, αντιστέκονται για πολλές ημέρες. Στο τέλος, όμως, καταβάλλονται. Τον Αύγουστο του 1349 οι δυο συναυτοκράτορες Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος και Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός μπαίνουν θριαμβευτές στην πόλη.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων και του Καντακουζηνού, οι Ζηλωτές σήκωσαν και πάλι κεφάλι. Ζήτησαν να παραμείνει η Θεσσαλονίκη πόλη δημοκρατική. Ο Καντακουζηνός, όταν το πληροφορήθηκε, ξαναέστειλε στρατό στην Θεσσαλονίκη. Οι Ζηλωτές μάχονται για τελευταία φορά. Πολεμούν για την ελευθερία τους και την αξιοπρέπειά τους, για το δικαίωμα να ζουν σαν άνθρωποι και όχι σαν ανδράποδα. Το αίμα κυλάει ποτάμι στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Οι Ζηλωτές για μέρες σφάζονταν σαν αρνιά. Ώσπου δεν έμεινε κανένας ζωντανός για ν’ αντισταθεί8.
Eκτελέσεις και βασανιστήρια των Παυλικιανών (μικρογραφία από την χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη). Χωρίς αμφιβολία ανάλογες σκηνές διαδραματίστηκαν και κατά την πτώση των Ζηλωτών.(Πηγή: www.freeinquiry.gr). 
Οι φεουδάρχες πανηγύριζαν, ο Καντακουζηνός «θριάμβευσε» και στις εκκλησίες ο νέος Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Παλαμάς ξόρκιζε τους δαίμονες, δηλαδή τους Ζηλωτές.
Η επανάσταση έσβησε. Από τα βάθη, όμως, των αιώνων οι Θεσσαλονικείς στέλνουν ένα διαχρονικό μήνυμα σε όλους τους λαούς του κόσμου. Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από «πεφωτισμένους», «ευπατρίδες» και κάθε λογής «συνετούς» ασύνετους. Οι λαοί μπορούν να κάνουν πέρα τους εκμεταλλευτές τους, όλο αυτό το σμάρι το κηφηναριό, όλα αυτά τα παράσιτα που του ρουφούν το αίμα και τον οδηγούν ασύστολα και ξεδιάντροπα στην εξαθλίωση.
.       Οι λαοί μπορούν να κυβερνηθούν μόνοι τους. Και μπορούν να τα καταφέρουν πολύ καλά. Αρκεί να καταλάβουν ότι έχουν την δύναμη να κάνουν κάτι τέτοιο. Και να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1.      Τις λαϊκές μάζες οι Βυζαντινοί συγγραφείς τις απο­καλούν: πένητας, ελάσσους, συρφετώδη όχλον, αγενείς, ασύνετον γένος και άλλα τέτοια κοσμητικά. Οι ευγενείς τιτλοφορούνται ως άριστοι, ευπαίδευτοι, εύποροι, έκκριτον γένος, ευπατρίδαι, συνετοί...
2.     Την πραγματική εξουσία ασκούσε ο εκάστοτε αρχηγός των Ζηλωτών. Ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Την ίδια εποχή που έγινε το Κίνημα των Ζηλωτών στην Θεσσαλονίκη, στην Γένοβα της Ιταλίας ο Simone Boccanegra επικεφαλής  του λαού ανέτρεψε τους φεουδάρχες και εγκατέστησε στην πόλη λαϊκή κυβέρνηση (κομμούνα). Η Θεσσαλονίκη και η Γένοβα είχαν στενές εμπορικές σχέσεις.       
3.     Με εξαίρεση την περίοδο 1347-1349, μετά την συμφιλίωση δηλαδή του Παλαιολόγου με τον Καντακουζηνό. Οι Ζηλωτές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Καντακουζηνό, θεωρώντας δε ότι η κεντρική διοίκηση είχε πέσει στα χέρια του Καντακουζηνού, έπαψαν πλέον να υπακούουν στα διατάγματα του αυτοκράτορα, τα οποία καίγονταν στις πλατείες της πόλεως. Παρά ταύτα δέχτηκαν τον νέο αυτοκρατορικό επίτροπο.
4.     Οι Ζηλωτές σεβάστηκαν την ελευθερία του λόγου. Και τις πιο κρίσιμες στιγμές ο καθένας μπορούσε να πει την γνώμη του στις λαϊκές συνελεύσεις, ακόμα και εάν αυτή ήταν επικριτική για το καθεστώς.
5.     Το 1345, τρίτο χρόνο της Επανάστασης, το καθεστώς  αντιμετώπισε μία ευρείας εκτάσεως συνωμοσία, στην οποία εκτός από τους ευγενείς και τον Καντακουζηνό συμμετείχε και ο ίδιος ο αυτοκρατορικός επίτροπος Ιωάννης Απόκαυκος. Τα σχέδια των συνωμοτών χάλασαν ο Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Γεώργιος Κοκκαλάς, ηγετικά στελέχη των Ζηλωτών, οι οποίοι είχαν μείνει ακέφαλοι μετά την δολοφονία του αρχηγού τους Μιχαήλ Παλαιολόγου από τον Απόκαυκο.  (Οι Παλαιολόγοι της Θεσσαλονίκης και οι Παλαιολόγοι  της αυτοκρατορικής οικογένειας δεν φαίνεται να συνδέονταν με συγγενική σχέση. Πιθανώτατα επρόκειτο περί συνωνυμίας). Ο Ανδρέας Παλαιολόγος, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει αρχηγός των Ζηλωτών στην θέση του δολοφονημένου Μιχαήλ Παλαιολόγου, μπόρεσε και ανασύνταξε τις λαϊκές δυνάμεις, οι οποίες τα είχαν χαμένα βλέποντας τα περίεργα καμώματα του αυτοκρατορικού επιτρόπου που υποτίθεται ήταν σύμμαχός τους. Απώτερος στόχος του Απόκαυκου ήταν να παραδώσει την πόλη στον Καντακουζηνό, προχωρούσε όμως με πολύ προσεκτικά βήματα παραπλανώντας τον λαό και συσκοτίζοντας τους πραγματικούς του στόχους, που ήταν το πνίξιμο της επανάστασης. Ήξερε πως εάν οι Ζηλωτές ξεσήκωναν τον λαό θα τα είχε σκούρα. Στην διάρκεια της μεσοβασιλείας του πολλά στελέχη των Ζηλωτών συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι στον Πλαταμώνα, ενώ άλλοι δολοφονήθηκαν. Ο Απόκαυκος δικαιολογήθηκε πως οι ενέργειες του αποβλέπουν στο να στεριώσουν το λαϊκό καθεστώς και σκοπός του ήταν να τιμωρήσει εκείνους που δεν αναγνώριζαν την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Ο Κοκκαλάς, ο οποίος μαζί με τον Ανδρέα Παλαιολόγο είχαν καταλάβει τα σχέδια του Απόκαυκου, του παρίστανε τον φίλο και με διάφορα προσχήματα τον απέτρεψε αρκετές φορές να κινηθεί ανοικτά εναντίον της επανάστασης. Όταν τελικά εκδηλώθηκε το κίνημα των ευγενών ήταν πολύ αργά. Ο λαός είχε ήδη καλά οργανωθεί και το πραξικόπημα απέτυχε. Ο ίδιος ο Απόκαυκος με κάμποσους ευγενείς ρίχτηκαν στις φυλακές της ακρόπολης. Και εκεί όμως δεν κάθησαν ήσυχοι. Συνέχισαν να συνωμοτούν και να έρχονται σε συννενοήσεις με τον Καντακουζηνό. Όταν έγινε γνωστό αυτό, αγανακτισμένος ο λαός πολιόρκησε την φυλακή και απαίτησε από την φρουρά να παραδώσει σ’ αυτούς τον Απόκαυκο και τους άλλους φυλακισμένους ευγενείς. Επακολούθησε σφαγή, την οποία μάταια προσπάθησαν να σταματήσουν ο Κοκκαλάς με τον Παλαιολόγο. Οι βιαιοπραγίες στην συνέχεια επεκτάθηκαν στην αριστοκρατική συνοικία. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα οι Ζηλωτές κατηγορήθηκαν για τρομοκρατία. Οι Ζηλωτές όμως δεν ήταν αιμοσταγείς δολοφόνοι. Εάν ήθελαν να εξοντώσουν τους κινηματίες θα το έκαναν αμέσως μετά την σύλληψη τους και δεν θα τους έριχναν στην φυλακή. Πρόθεση προφανώς του Ανδρέα Παλαιολόγου ήταν να τους περάσει από δίκη. Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι ο κυριώτερος κατηγορούμενος ήταν ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, λογικά οι αντεπαναστάτες θα καταδικάζονταν σε μια βαριά ποινή και οι ευγενείς θα έβλεπαν τις περιουσίες τους να δημεύονται. Αυτοί όμως προτίμησαν να συνεχίσουν να συνωμοτούν για την ανατροπή του καθεστώτος. Ίσως γιατί τα μηνύματα από τον Καντακουζηνό, που δεν είχε να χάσει τίποτα, ήταν ενθαρρυντικά, ίσως γιατί ανάμεσα τους βρίσκονταν ο αυτοκρατορικός επίτροπος, την ζωή του οποίου πίστευαν ότι θα σέβονταν οι Ζηλωτές και κοντά σ’ αυτόν ίσως γλύτωναν και την δικιά τους ζωή. Έτσι μάλλον θα πρέπει να εξηγήσουμε την προκλητική τους στάση. Οι υποστηρικτές του καθεστώτος, οι οποίοι μόλις είχαν καταστείλει μία ύπουλη και καλοδουλεμένη συνωμοσία, αντέδρασαν με τον τρόπο που αντιδρά ο καθένας που βλέπει να κινδυνεύει το κεφάλι του. Ανάμεσα στα κεφάλια τα δικά τους και στα κεφάλια των αντιπάλων τους προτίμησαν να κρατήσουν τα δικά τους στην θέση τους. Εάν έπρατταν κάτι διαφορετικό αυτό σίγουρα θα ήταν περίεργο και θα έβαζε σε σκέψεις.
Οι Θεσσαλονικείς διακρίνονταν για την ευσέβεια και για την πίστη τους. Με το ίδιο, όμως, πάθος διεκδικούσαν και τα επίγεια δικαιώματά τους. (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος)
6.     Οι καταστροφές που έκαναν οι Σέρβοι, κυρίως όμως οι Τούρκοι, ήταν πολύ μεγάλες. Ο Ουμούρ-μπεης, τον οποίο με δώρα και πολλά ανταλλάγματα είχε κάνει σύμμαχό του ο Καντακουζηνός, όταν είδε ότι δεν πέφτει το κάστρο της Θεσσαλονίκης, την οποία είχε πολιορκήσει για λογαριασμό του Καντακουζηνού, έβγαλε το άχτι του στην γύρω από την πόλη αγροτική περιοχή. Σκότωσε, παλούκωσε, κρέμασε, έγδυσε και διαγούμισε όλα τα χωριά. Όσους άφησε ζωντανούς τους πήρε μαζί του για να τους πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η κτηνοτροφία καταστράφηκε, τα αγροτόσπιτα κάηκαν, τα γεωργικά εργαλεία χάθηκαν, η γη ξεχερσώθηκε. Η έλλειψη τροφίμων έγινε αισθητή στην Θεσσαλονίκη και τον λαό τον θέριζε η πείνα. Για χρόνια, γράφει ο Γρηγοράς, δεν έγινε καμμία καλλιέργεια: «… καντεύθεν ασπόρου τε καταλελειμένης της γης και ανθρώπων ερήμου παντάπασι και το όλον ειπείν θηριώδες …» (Γρηγοράς, τ. ΙΙ, σ. 747-748). Στην συνέχεια ο Ουμούρμπεης εισέβαλε στην Θράκη όπου και εκεί έκανε σφαγές. Ο Καντακουζηνός γράφει ότι, εκτός από τις πόλεις, στην ύπαιθρο δεν είχαν μείνει πλέον κάτοικοι (τ. ΙΙ, σ. 476). Βέβαια ο Καντακουζηνός καλό θα ήταν, αντί να μετράει πόσοι έμειναν ζωντανοί και πόσοι σφαχτήκανε από τους φίλους του τους Τούρκους, να βοηθούσε τους δόλιους τους χωρικούς. Έτσι, όμως, θα χαλούσε τα κέφια του φίλου του Ουμούρμπεη, χώρια που οι χωριάτες ήτανε όχι μόνον πλέμπα, αλλά και δυνητικά «συνοδοιπόροι» των Ζηλωτών. Πριν φύγει για την Μ. Ασία ο Ουμούρμπεης άφησε στον Καντακουζηνό 6.000 στρατό.
Με την βοήθεια του προστάτη Άγιου της πόλης οι Θεσσαλονικείς αποκρούουν εχθρική επίθεση (Πηγή: Παπαγιαννόπουλος Α. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος)
7.     Η πράξη αυτή του Καντακουζηνού προξένησε αηδία ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές του.
8.     Ήταν το δεύτερο λουτρό αίματος για την Θεσσαλονίκη, μετά την σφαγή χιλιάδων Θεσσαλονικέων Εθνικών στον Ιππόδρομο με διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α΄, του και «Μεγάλου» ονομαζόμενου.






Η παραπάνω αφήγηση κύρια  στηρίχθηκε στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου του Γιάννη Κορδάτου  Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου, Δ΄ Έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη , 1974, Αθήνα.
Πρόσθετες πηγές:
Παπαγιαννόπουλος Απόστολος. Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Β΄ Έκδοση, εκδ. Ρέκος Ε.Π.Ε., 1995, Θεσσαλονίκη: 148-152.
Καραδήμας Ευάγγελος. Η Επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349), Στρατιωτική Επιθεώρηση, Σεπτ. - Οκτ. 2005: 102-131.
Κωτσιόπουλος Κωνσταντίνος. Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349). Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνική διερεύνηση. Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης 1997.