Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος.


Μέρος Β΄

Τελικές παρατηρήσεις. Οι περί θρησκείας αντιλήψεις του Ξενοφάνη, τις οποίες διεξοδικά παρουσιάσαμε στην προηγούμενη ενότητα του Α΄ Μέρους (Η θεολογία του Ξενοφάνη), δεν ήταν παρά αντικαθρέφτισμα σε θρησκευτικό επίπεδο του γενικώτερου φιλοσοφικού προσανατολισμού του Κολοφώνιου στοχαστή. Όπως ήδη έχουμε πει, ο Ξενοφάνης είχε γαλουχηθεί με το πνεύμα και τις αντιλήψεις της Υλοζωϊστικής Σχολής της Μιλήτου. Δεν ήταν, λοιπόν, περίεργο που ταύτιζε τον θεό με την φύση. και φυσικά ο θεός αυτός θα έπρεπε να είναι ένας και μόνος, ο μέγιστος όλων, αφού μία και μόνη είναι και η Φύση. «Το γαρ εν τούτο και παν τον θεόν έλεγε Ξενοφάνης»  (Θεοφράστου Φυσ. δόξ., 5 Diels, Dox. Gr., 480). Συνεπώς ο Ξενοφάνης ήταν πανθεϊστής, έχοντας προηγηθεί κατά πολλούς αιώνες του Σπινόζα και άλλων παρόμοιων στοχαστών.
Οι θρησκευτικές αντιλήψεις του Ξενοφάνη στο σύνολό τους ήταν απολύτως αντίθετες με τις κατεστημένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μυαλό ανοικτό, φιλοσοφημένο, έχοντας εμπλουτισθεί με εμπειρίες από τις περιπλανήσεις του σε τόσα πολλά μέρη, που είχε επισκεφθεί και ζήσει, δεν μπορούσε να ανεχτεί την αμάθεια και τα τερτίπια των ιερέων και κυρίως των Ορφικών και των Πυθαγορείων. Εκφράζοντας το πνεύμα και τις νέες ιδέες της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων, βιοτεχνών, ναυτικών (καραβοκυραίων), οι οποίοι με ορμή έμπαιναν στο προσκήνιο της ιστορίας κάνοντας πέρα την τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων, ήρθε σε σύγκρουση με τις παλιές καθιερωμένες αξίες και παραδόσεις, όπως τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Οι μύθοι, από ιερά ιστορία που ήταν πριν, έγιναν παραμύθια. Η παλιά θεολογία για τα φωτισμένα μυαλά των πρωτοπόρων διανοητών και για σημαντική μερίδα της νέας τάξης δεν ικανοποιούσε. Έτσι, αντικατέστησε τις παλιές θρησκευτικές δοξασίες με φρέσκιες ιδέες, οι οποίες συνηχούσαν με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες της εποχής του, εποχής ανόδου της νέας κοινωνικής τάξης.
Ο υλισμός του Ξενοφάνη φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευε τα ουράνια φαινόμενα: «Τους επί των πλοίων φαινομένους οίον αστέρας, ους και Διοσκούρους καλούσι τινες, νεφέλια είναι κατά την ποιάν κίνησιν παραλάμποντα» (Ψ/Πλούταρχ., Περ. αρ. φιλ., 899d). Έχοντας ένα τέτοιο ιδεολογικό υπόβαθρο, πολέμησε ανυποχώρητα όσους ασκούσαν ή πίστευαν στην μαντική και στις κάθε τέτοιου είδους αγυρτείες. Ο Αέτιος, ο οποίος είχε διαβάσει το «Περί φύσεως» έργο του, το οποίο δεν σώζεται, μας δίνει κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις για την τέτοια στάση του Ίωνα φιλόσοφου. Φυσικά από τα πυρά του δεν γλύτωσαν ο Πυθαγόρας, και οι Πυθαγόρειοι γενικώτερα, και όχι αδικαιολόγητα, όπως ήδη έχουμε γράψει και ξανατονίζουμε (βλ. «Πυθαγόρας ο Σάμιος:  ο μυστικιστής», Οκτώβριος 2013). Όντας προικισμένος με δυνατή σατιρική φλέβα, σ’ ένα σατιρικό του ποίημα τους κορόιδευε έτσι: «Λένε πως αυτός (ο Πυθαγόρας), προσπερνώντας κάποτε κάποιον που χτυπούσε ένα σκυλί, συμπόνεσε και τέτοιο λόγο είπε: - Πάψε και μην το χτυπάς, γιατί είναι η ψυχή ενός αγαπημένου ανθρώπου, που την αναγνώρισα ακούοντας το γαύγισμά του» (Απ. 7). Για ένα φωτισμένο μυαλό σαν του Ξενοφάνη, το δόγμα της μετεμψύχωσης του φαινόταν μία απίστευτη ανοησία.
Συνεπής στις αρχές του ο Ξενοφάνης και στα κοινωνικά ζητήματα στάθηκε συμπαραστάτης των λαϊκών στρωμάτων και της δημοκρατίας. Σ’ αντίθεση με τον Ηράκλειτο, ο οποίος παρά το ότι κληροδότησε στην ανθρωπότητα ανεκτίμητα διαχρονικά φιλοσοφικά διαμάντια προοδευτικότητας, σ’ αυτά τα συγκεριμένα ζητήματα, παρασυρμένος προφανώς από την αριστοκρατική καταγωγή του αλλά και από την γενικώτερη φιλοσοφική του διάθεση, πρέσβευε πως δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα στον κόσμο, γιατί όλα τα όντα στην φύση, επομένως και στην κοινωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ενότητα από αντιθέσεις, άρα η ισότητα και η ομοιογένεια σημαίνουν ανυπαρξία κίνησης και σε τελική ανάλυση νέκρα, σ’ αντίθεση, λοιπόν, με τον Ηράκλειτο ο Ξενοφάνης υποστήριζε την ισότητα, την ενότητα και την ομοιογένεια, που ήταν και οι βασικές αρχές της διδασκαλίας του και της κοσμοθεωρίας του. Μία ουσία υπάρχει σ΄ όλη την πλάση, το Είναι είναι ένα, Έν το Παν, και απ’ αυτήν την πρωταρχική, την θεμελιώδη συστατική ουσία είναι φτιαγμένα όλα τα πράγματα στον κόσμο όλο. Εάν εμείς τα βλέπουμε να είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, αυτό οφείλεται στην ατέλεια των αισθήσεών μας, οι οποίες μας ξεγελούν. Για τον Ξενοφάνη δεν υπάρχουν εξωκοσμικές, υπερφυσικές δυνάμεις που κυβερνούν το Σύμπαν. Όπως όλα τα όντα, έτσι και ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν της κοσμικής ύλης, δημιούργημα της φύσης:
«Εκ γαίης γαρ πάντα και εις γην πάντα τελευτά, γη και ύδωρ πάνθ’ όσα γίνονται ηδέ φύονται» (απόσπ. 27, 29).
«Πάντες γαρ γαίης τε και ύδατος εκγενόμεθα» (απόσπ. 33).
Κι αφού δεν υπάρχουν εξωκοσμικές υπερφυσικές δυνάμεις τότε ό,τι πετυχαίνει ο άνθρωπος είναι δημιούργημα δικό του, και όχι δώρα των θεών. Η φωτιά, η γεωργία, η αμπελουργία και γενικά η ανάπτυξη της τεχνικής είναι έργα του πνευματικού και σωματικού μόχθου των ανθρώπων. Γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει σ΄ όλη τους την ζωή να πασχίζουν να κατακτήσουν την γνώση και να προχωρήσουν παραπέρα την τεχνολογία (απόσπ. 18).
Δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα έργα του Ξενοφάνη, ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε περισσότερα για τις σκέψεις, τις κρίσεις, τις αντιλήψεις του. Ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζουμε από τον Ψ/Πλούταρχο (Αέτιος), στο έργο του «Περί αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις», και από τον Στοβαίο στις «Εκλογές» του. Από την μελέτη των κειμένων αυτών αναδύεται η φυσιογνωμία ενός βαθυστόχαστου διανοητή, ενός καθολικού και φωτισμένου μυαλού, ενός από τα πολλά άξια τέκνα που γέννησε η ιερή γη της Ιωνίας, η μήτρα αυτή του Ελληνικού Πολιτισμού.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1) Ο λυρικός ποιητής Μίμνερμος, ο επιλεγόμενος και πατέρας της ερωτικής ελεγείας (έλεγος=θρήνος), κατάγονταν επίσης από την Κολοφώνα.
2) Η κατάκτηση της Ιωνίας από τους Πέρσες (546 π.Χ.) είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε μαρασμό οι άλλοτε ανθούσες πολιτείες της. Καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ποιητές, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών γενικώς, εγκατέλειπαν μαζικά τις πατρίδες τους μη αντέχοντας τον ασιατικό δεσποτισμό και σκοταδισμό. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς εγκαθίσταντο στις Ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Μπολιασμένες με την πνευματική αφρόκρεμα της Ιωνικής γης οι περιοχές αυτές γνώρισαν πρωτοφανή πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Πολλές φιλοσοφικές σχολές ιδρύθηκαν, με πιο ξακουστή αυτήν της Ελέας. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μετατόπιση του επίκεντρου του ενδιαφέροντος της φιλοσοφικής σκέψης. Οι πρώτοι μεγάλοι στοχαστές της Ιωνίας είχαν θέσει το ερώτημα ποια ήταν η πρώτη, η αρχική ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένος ο κόσμος. Για τον Θαλή ήταν το νερό, για τον Αναξίμανδρο το άπειρον, για τον Αναξιμένη ο αέρας, για τον Ηράκλειτο το (αείζωον) πυρ. Το επόμενο ερώτημα ήταν πώς από ένα στοιχείο, πώς από αυτήν την αρχική ύλη, έγιναν τα τόσα πολλά πράγματα που βλέπουμε γύρω μας και που απαρτίζουν τον κόσμο μας. Το νέο δηλαδή πρόβλημα που απασχολούσε τους φιλοσόφους ήταν η σχέση του Είναι και του Γίγνεσθαι. Αφ’ ης στιγμής, όμως, τέθηκε το πρόβλημα αυτό, παρουσιάστηκε και ένα άλλο ζήτημα, το ζήτημα της μεταβολής των όντων και μαζί μ’ αυτό το γνωσιολογικό πρόβλημα: Μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την εσώτερη ουσία των μεταβολών κι ακόμη την αντικειμενική πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει, το όντως ον; (Γ. Κορδάτος. Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας). Στα ερωτήματα αυτά, τα οποία και σήμερα απασχολούν τους φιλόσοφους και γενικώτερα τους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι Έλληνες στοχαστές έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις. Απαντήσεις, τις οποίες δεν μπόρεσε να ξεπεράσει η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη παρά τις προόδους που σημειώθηκαν στις επιστήμες και στην τεχνολογία.
3) «Το γένος των Ελεατών, που ξεκίνησε από τον Ξενοφάνη και απ’ ακόμα πιο ψηλά, δεν βλέπει σ’ αυτό που ονομάζουμε Όλον παρά μόνον ενότητα» (Πλάτων, Σοφιστής 242). Ο Αριστοτέλης, επίσης, θεωρεί τον Ξενοφάνη ως τον παλαιότερο από τους οπαδούς της ενότητας, καθώς και δάσκαλο του Παρμενίδη. (Μετά τα  Φυσικά, 1, 986 Β 21).
4) Δεν κάνει εντύπωση που ο Ξενοφάνης δεν ξεχωρίζει τους θεούς από τους ανθρώπους. Για τους Έλληνες θεοί τιμωροί, θεοί μπαμπούλες δεν υπήρχαν. Οι θεοί, προσωποποιημένες δυνάμεις της φύσης, και οι άνθρωποι, δημιουργήματα της φύσης, ήταν ίσοι μεταξύ τους. Με την διαφορά ότι οι θεοί ήταν αθάνατοι. Έτσι οι θνητοί μπορούσαν να μαλώνουν, να βρίζουν, να λογομαχούν, ακόμη και να μονομαχούν με τους θεούς. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην πρώιμη Ελληνική περίοδο, κυρίως στα έργα του Όμηρου.

ΠΗΓΕΣ.
Ευάγγελος Ν. Ρούσσος. Η πρώιμη Ελληνική κριτική της θρησκείας. Ουτοπία, τ.109, 2015: 177-184.
Γιάνης Κορδάτος. Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Εκδ. Μπουκουμάνη, 1972, Αθήνα.

Σύνδεσμοι: