Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Κβαντική Μηχανική και αντικειμενικότητα.


Στην κλασσική Φυσική γίνεται δεκτό ότι η πράξη της μέτρησης δεν διαταράσσει το μετρούμενο σύστημα, το οποίο μετά την μέτρηση διατηρεί την ταυτότητά του. Η παραδοχή αυτή μας επιτρέπει, κάνο­ντας ταυτόχρονες ή διαδοχικές μετρήσεις, να γνωρίζουμε τις τιμές όλων των μεταβλητών του συστήματος, χωρίς η μέτρηση της τιμής της μιας να διαταράσσει την τιμή της άλλης. Συνεπώς μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή κατάσταση του συστήματος, το οποίο στην συνέχεια έχουμε την δυνατότητα να το ορίσουμε στον χώρο των φά­σεων και να περιγράψουμε αιτιοκρατικά την εξέλιξη του σε σχέση με τον χρόνο.
     Όμως, η παραπάνω περιγραφή δεν αντιστοιχεί στο σύνολο των κλασσικών συστημάτων, αλλά μόνον σε ιδεατές περιπτώσεις, σε εξι­δανικεύσεις1. Ως γνωστόν2 υπάρχουν και στα κλασσικά συστήματα πιθανοκρα­τικές καταστάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στον χώρο των φάσεων ως στατιστικές διασπορές3. Οι στατιστικές διασπορές, όμως, δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με ακρίβεια την κατάσταση του συστήματος. Έγινε, λοιπόν, καθολικά αποδεκτό ότι, προκειμένου να έχουμε μία πλήρη περιγραφή της πραγματικότητας, θα μπορού­σαμε να εισάγουμε συμπληρωματικές παραμέτρους, τις περίφημες λανθάνουσες παραμέτρους, και έτσι να ορίσουμε το σύστημα ως ση­μείο στον χώρο των φάσεων, χωρίς διασπορές. Και ενώ στην κλασ­σική Φυσική το αίτημα για τις λανθάνουσες παραμέτρους έγινε καθο­λικά αποδεκτό, στον χώρο της μικροφυσικής οι λανθάνουσες παράμε­τροι αμφισβητήθηκαν έντονα από τους εκπροσώπους της Σχολής της Κοπεγχάγης (Bohr, Heisenberg, Pauli κ.ά.). Ισχυρό ανάχωμα απένα­ντι στους υποστηρικτές των λανθανουσών παραμέτρων στάθηκε για χρόνια το θεώρημα του John von Neumann. Το θεώρημα αυτό με απλά λόγια έλεγε ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμμία θεωρία με λανθά­νουσες παραμέτρους, η οποία θα περιέκλειε την αιτιότητα και η οποία θα έδιδε τα ίδια αποτελέσματα με την κβαντική θεωρία (σημ.: εννοεί την ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης). Το θεώρημα τελικά αποδεί­χθηκε ότι έπασχε από κυκλικότητα. Δηλαδή ο εμπνευστής του στο τέ­λος, μετά από μία μακρά σειρά πολύπλοκων συλλογισμών και υπο­λογισμών, αποδείκνυε αυτό που στην αρχή του θεωρήματος είχε θέ­σει σαν δεδομένο, σαν προϋπόθεση. Το θεώρημα, παρά την υποστή­ριξη του από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής, περιέπεσε σε ανυποληψία, την χαριστική βολή, όμως, την έδωσε το 1952 ο David Bohm, ο οποίος κατάφερε το λεγόμενο «αδύνατο», να διατυπώσει δη­λαδή μία αιτιοκρατική θεωρία με λανθάνουσες παραμέτρους, η οποία έδιδε τα ίδια αποτελέσματα με την θεωρία της Κοπεγχάγης. Για να το πετύχει, όμως, αυτό ο Bohm θυσίασε την τοπικότητα και αποδέχτηκε το μη διαχωρίσιμο.
      Οι πρωτεργάτες της Σχολής της Κοπεγχάγης (Σ.Κ.) δεν αρκέστη­καν μόνον να πλήξουν τις λανθάνουσες παραμέτρους. Από αφορμή το γεγονός ότι σε ωρισμένα είδη μετρήσεων από την αρχική κατάσταση δημιουργούνται νέα στοιχεία πραγματικότητας, λόγω της αλληλεπίδρασης του οργάνου μέτρησης με το κβαντικό σύστημα, απέρριψαν την αιτιοκρατία και τον ρεαλισμό (ρεαλιστικό αξίωμα), δύο βασικούς πυλώνες της φιλοσοφικά αντίθετης προς την Σ.Κ. Ρεαλι­στικής Σχολής (Einstein, Shrödinger, de Broglie κ.ά.). Υπενθυμίζουμε ότι η κυρίαρχη Σχολή φιλοσοφικά κινείται στον θετικισμό έως, σε ωρι­σμένες περιπτώσεις, τον ακραίο υποκειμενικό ιδεαλισμό. Η Ρεαλι­στική Σχολή, η οποία είχε σαν αιχμή του δόρατος τον Einstein, κινεί­ται στον ρεαλισμό-υλισμό. Σύμφωνα με το ρεαλιστικό αξίωμα, υπάρ­χει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τους ανθρώ­πους και τα ερευνητικά τους μέσα, η οποία και αποτελεί το αντικεί­μενο των επιστημών. Τα μικροσωμάτια δεν είναι events, data, ή μα­θηματικά ιδεατά-οριακά η υπόστασή τους δεν είναι ανεξάρτητη από το όργανο μέτρησης-όπως θα ήθελαν οι της Σ.Κ., αλλά υπαρκτές φυ­σικές οντότητες με «σάρκα και οστά»: το καθένα απ’ αυτά διαθέτει μάζα, φορτίο, spin και άλλα φυσικά μεγέθη. Υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς, και ανεξάρτητα από το αν τα παρατηρούμε ή τα μετρούμε. Είναι οντότητες σύνθετες, συχνά εφήμερες, οι οποίες αποτυπώνουν το πέρασμα τους πάνω στις φωτογραφικές πλάκες ή εκδηλώνονται με έναν στιγμιαίο σπινθηρισμό. Σε πείσμα της θετικιστικής Σχολής υπήρχαν πριν από εμάς, υπάρχουν τώρα, έξω από εμάς αλλά και σαν συστατικό στοιχείο του σώματός μας, και θα υπάρχουν μετά από εμάς. Δεν έχουν ανάγκη από κάποια μετρητική συσκευή προκειμένου να πάρουν υπόσταση.
      Για την αιτιοκρατία, συστατικό στοιχείο της υλιστικής κοσμοαντί­ληψης, έχουμε ήδη κάνει λόγο στα άρθρα «Κατά παρέ­γκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική» Μέρος Α΄ και Β΄ (δημοσιεύσεις Ιανουαρίου 2014), στα οποία παραπέμπουμε τον αναγνώστη, και στα οποία επίσης επεξηγούνται οι ειδικοί όροι, οι οποίοι κατ’ ανάγκη χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο. Στο θέμα αυτό, της αιτιοκρατίας, θα επανέλθουμε στην συνέχεια του άρθρου.
      Από τα πυρά της θετικιστικής σχολής δεν μπορούσε να μείνει αλώβητος και ο τρίτος πυλώνας της Ρεαλιστικής Σχολής: το διαχωρί­σιμο και συνεπώς και η τοπικότητα. Ο Bohr προκειμένου να δώσει μία απάντηση στο λεγόμενο «παράδοξο των EPR» (Einstein, Po­dolsky, Rosen), διατύπωσε την άποψη ότι το μετρούμενο σύστημα, ο παρατηρητής και η μετρητική συσκευή αποτελούν ένα ενιαίο, μη δια­χωρίσιμο σύνολο. Με τον τρόπο αυτόν ο Bohr αποδέχτηκε σιωπηρά τις ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, τις αλληλεπιδράσεις δηλαδή που με­ταδίδονται με άπειρη ταχύτητα. Προκειμένου δε να μην έλθει σε αντί­θεση με την θεωρία της σχετικότητας η οποία προβλέπει αλληλεπι­δράσεις με πεπερασμένη ταχύτητα, ισχυρίστηκε ότι οι μυστηριώδεις αυτές αλληλεπιδράσεις δεν μεταφέρουν ενέργεια. Τότε, όμως, πως προκαλούν παρατηρήσιμα φαινόμενα; Και ποια είναι η φύση αυτών των αλληλεπιδράσεων; Στα ερωτήματα αυτά ο Bohr δεν έδωσε ποτέ απάντηση. Η παραδοχή αυτή του Bohr, προς μεγάλη αμηχανία του ίδιου και των υπολοίπων πρωτεργατών της Σχολής της Κοπεγχάγης, επέτρεψε στην παραψυχολογία και στον μυστικισμό να εισχωρήσουν και να εγκατασταθούν στον χώρο της θετικώτερης των επιστημών. Να σημειωθεί ότι η κλασσική Φυσική δέχεται την ύπαρξη αλληλεπιδρά­σεων με άπειρη ταχύτητα, και εμμέσως ένα είδος ενδογενούς μη-δια­χωρίσιμου, ουδέποτε όμως αμφισβητήθηκε η αρχή του διαχωρίσιμου. Η αρχή της συμπληρωματικότητας, οι ανισότητες του Heisenberg4, η «αρχή» της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών απετέλεσαν τα θεμέλια πάνω στα οποία η Σχολή της Κοπεγχάγης οικοδόμησε τον αντιρεαλισμό και την αντιαιτιοκρατία.
      Για να ξαναγυρίσουμε στα κλασσικά συστήματα η διατήρηση της ταυτότητας βρήκε την έκφραση της σε επίπεδο λογικής με την δι­ατύπωση ενός πλέγματος προτάσεων που αφορούν το σύστημα, το οποίο έχει δομή πλέγματος Boole: σε κάθε κατάσταση αντιστοιχεί μία τάξη ταυτόχρονα αληθών προτάσεων. Κι αυτό γιατί η συμβατότητα όλων των παρατηρήσιμων τα οποία χαρακτηρίζουν την κατάσταση ενός κλασσικού συστήματος, συνεπάγεται την συμβατότητα όλων των προτάσεων που αφορούν το σύστημα. Όμως η μπούλεια δομή είναι η δομή της τυπικής λογικής. Και επομένως η τυπική λογική είναι η λο­γική της ταυτότητας5.
    Η μπούλεια δομή των προτάσεων, η διατήρηση της ταυτότητας, ο αποκλεισμός της αντίθεσης και της αλλαγής μας επιτρέπουν να πούμε ότι η αντικειμενικότητα, την οποία περιγράφει η κλασσική φυ­σική είναι μία αντικειμενικότητα παθητική. Προς αποφυγήν παρεξη­γήσεων ο όρος δεν χρησιμοποιείται με την απόλυτη έννοια του, δε­δομένου ότι και στην προσχετικιστική Φυσική υπάρχουν αλληλεπι­δράσεις, κινήσεις, ακόμα και μεταβολές.
   Και ενώ στην κλασσική Φυσική το μετρούμενο σύστημα διατηρεί μετά την μέτρηση την ταυτότητα του, στην κβαντική Φυσική η πράξη της μέτρησης, λόγω της πεπερασμένης τιμής του κβάντου δράσης (σταθερά Planck, h=6,55x10-27 erg.sec, δηλαδή ίδιας τάξης μεγέθους με τα μετρούμενα μικροσυστήματα), διαταράσσει το σύστημα. Η αλ­ληλεπίδραση της μετρητικής συσκευής Μ με το μετρούμενο μικροσύ­στημα S έχει σαν αποτέλεσμα να υπόκειται το τελευταίο σε ποιοτι­κούς μετασχηματισμούς: στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία πριν από την μέτρηση ήταν δυνάμει, δηλαδή μη φανερά, καθίστανται ενερ­γεία, δηλαδή απτά, πραγματικά, ως αποτέλεσμα του μετασχηματι­σμού προϋπαρχόντων στοιχείων, και αυτό όπως είπαμε λόγω της αλ­ληλεπίδρασης S+M, ενώ άλλα στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία προϋπήρχαν της μέτρησης, ήταν δηλαδή ενεργεία (απτά, πραγμα­τικά) είναι δυνατόν να «εξαφανιστούν», να μεταπέσουν δηλαδή σε δυνάμει στοιχεία. Τέτοιους μετασχηματισμούς τα μικροσωμάτια υφί­στανται αυτόματα και στην φύση. Στην συνέχεια σαν αποτέλεσμα εσωτερικών παραγόντων ή σαν αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων του σωματίου καθ’ εαυτού με το περιβάλλον ή με την μετρητική συσκευή σε μια καινούρια μέτρηση, τα νυν ενεργεία στοιχεία είναι δυνατόν να μεταπέσουν στα πρώην ή διαφορετικά δυνάμει, ή και το αντίστροφο κ.ο.κ. Συνεπώς ο κόσμος του μικρού είναι ένας κόσμος διαρκών με­ταβολών, ένας κόσμος όπου «τα πάντα ρει», ένας κόσμος ατέλειωτων μετασχηματισμών, ένα αέναο «παιχνίδι» του δυνάμει και του ενερ­γεία, με μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους τέτοια όπως την περιέ­γραψε ο Αριστοτέλης: το ενεργεία μέτρο του δυνάμει. Ας θυμηθούμε τι είπε ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος: «Σύμφωνα με τις αρχές τις οποίες έχουμε θέσει, τα αντίθετα, το θερμό, το ψυχρό και οι άλλες φυσικές εναντιότητες, έχουν μία μοναδική ύλη. Η γένεση γίνεται από την δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη, και η ύλη δεν είναι διαχωρίσιμη, αλλά διαφορετική ως προς την ουσία και αριθμητικά μία, κατά την περίσταση. Πράγματι, αυτό που είναι ενεργεία είναι μέτρο αυτού που είναι δυνάμει» (Αριστοτέλης, Φυσικά 217a).
   Η κβαντική φυσική, επομένως, περιγράφει μία πραγματικότητα η οποία μπορούμε να πούμε ότι σε αντίθεση με την αντικειμενική πα­θητικότητα του μηχανικού κόσμου της κλασσικής Φυσικής, είναι μια αντικειμενικότητα δυναμική. Η δυναμική, όμως, αυτή αντικειμενικότητα δεν είναι ούτε αναίτια ούτε ακαθόριστη. Στον μικρόκοσμο ισχύει μία άλλη μορφή αιτιοκρα­τίας πλέον πολυδύναμη και πλέον πολυσύνθετη, όπως ακριβώς είναι και η φύση του μικρού : ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Η μηχανιστική αιτιοκρατία δεν έχει καμμία θέση στον κόσμο του μικρού. Ακόμη και εάν γνωρίζαμε την θέση και την ορμή του σωμα­τίου, η γνώση αυτή δεν θα αρκούσε για να προβλεφθεί η συμπερι­φορά του σωματίου κατά την αλληλεπίδραση με το όργανο μέτρησης, επειδή η μέτρηση στην μικροφυσική δεν είναι μηχανικό φαινόμενο. Είναι μία μη-γραμμική διαδικασία μετασχηματισμών, η οποία δεν ανάγεται σε μηχανικούς όρους.
    Η Σ.Κ. εγκλωβισμένη στις θετικιστικές της δοξασίες και με έναν γραμμικό τρόπο σκέψης αδυνατεί να συλλάβει την νέα πραγματικό­τητα, τον πολυδύναμο χαρακτήρα του μικρού, την δυναμική του ελά­χιστου. Οι αντιρεαλιστικές και αντιαιτιοκρατικές της ιδεοληψίες την οδηγούν σε τραγικά αδιέξοδα, κι αυτό φαίνεται ανάγλυφα στο θέμα της κβαντικής μέτρησης, το οποίο η ίδια θεωρεί «πρόβλημα» ή «όριο της κβαντομηχανικής περιγραφής». Οι ερμηνείες που προσπάθησαν να δώσουν οι εκπρόσωποι της στο «πρόβλημα»  αυτό ήταν οι εξής:
          1. Επειδή η «αναγωγή της κυματοδέσμης» δεν επιτυγχάνεται ούτε με την επιστράτευση όλων των μετρητικών συσκευών του Σύ­μπαντος, οι Eugene Wigner και John von Neumann στην ατέλειωτη αλυσίδα των μετρητικών συσκευών (von Neumanns infinite re­gress) εισάγουν τον παρατηρητή. Όχι, όμως, σαν υλική οντότητα, διότι σαν τέτοια υπόκειται στους νόμους της κβαντομηχανικής, αλλά ως «συνείδηση», η οποία ως κάτι το άυλο βρίσκεται έξω από τους νόμους της Φυσικής. Η «συ­νείδηση», του παρατηρητή τελικά επιτυγχάνει την «κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης» και έτσι επιτέλους λαμβάνουμε το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Το μοντέλο του «ψυχοφυσικού παραλληλισμού» φιλο­σοφικά αντιστοιχεί  σε μία ακραία υποκειμενική αντίληψη για τον κό­σμο (σολιψισμός), σε μία αντίληψη για κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης, αντίληψη για την οποία ο Wigner θριαμβολογούσε και η οποία χειροκροτήθηκε και υιοθετήθηκε από τους μεγαλύτερους φυσι­κούς της εποχής. Οι αντιρεαλιστικές και αντιαιτιοκρατικές θέσεις της Σ.Κ. την οδήγησαν τελικά από τον θετικισμό στον ιδεαλισμό, και μά­λιστα στην πιο ακραία του μορφή. Περιττεύει να πούμε ότι μία τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να ελεγχθεί πειραματικά, αλλά και όσα πειρά­ματα έγιναν προκειμένου να αποδειχθεί η κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης απέτυχαν παταγωδώς. Με εξαίρεση τους διάφορους  mentalists, παλαιότερης και νεώτε­ρης κοπής, οι οποίοι, ιδίως από τηλεοράσεως, πετυχαίνουν και τα πιο απίθανα πράγματα.
         2. Οι ιδιοκαταστάσεις προϋπάρχουν και χωρίζονται από το όρ­γανο. Συνεπώς, τίποτα το νέο δεν δημιουργείται κατά την μέτρηση.
         3. Τα κβαντικά συστήματα δεν είναι πραγματικές οντότητες. Εί­ναι είτε ασαφείς δυναμικότητες είτε μαθηματικά ιδεατά.
         Ωστόσο, μία διαφορετική ερμηνεία είναι εντελώς δυνατή, και ασφαλώς πολύ πιο ορθολογική:
          α) Για μία ωρισμένη κατηγορία κβαντικών συστημάτων, η μέ­τρηση ενός παρατηρήσιμου παρέχει μία και μόνον ιδιοτιμή (Καθαρή κατάσταση  με την στενή έννοια του όρου- μονοδιάστατος χώρος Hil­bert7). Στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατές δύο υποθέσεις: είτε ότι τα στοιχεία πραγματικότητας τα οποία χαρακτηρίζουν την κατάσταση προϋπήρχαν (ιδανική μέτρηση, μη διαταραχή της κατάστασης), είτε ότι τα στοιχεία αυτά πραγματώνονται με τον μετασχηματισμό προϋ­παρχόντων στοιχείων (μέτρηση πρώτου είδους- διαταραχή της κατά­στασης).
          β) Στην περίπτωση μίγματος, το όργανο διαχωρίζει το αρχικό στατιστικό σύνολο σε καθαρά υποσύνολα. Μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε ότι οι διάφορες καταστάσεις είναι ενεργεία πριν από την μέτρηση και ότι απλώς διαχωρίζονται από το όργανο.
            γ) Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η περίπτωση μιας αρχι­κής καθαρής κατάστασης (όλα τα συστήματα του συνόλου αντιπρο­σωπεύονται από το ίδιο καταστατικό διάνυσμα), η οποία παρέχει ένα μίγμα. Είναι η περίπτωση την οποία η Σ.Κ. ερμηνεύει σαν «αναγωγή της κυματοδέσμης» ή σαν «προβολή του καταστατικού διανύσματος» ή σαν «κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης».
     Ατυχώς για τους Κοπεγχιανούς και ευτυχώς για την δόλια την κυματοσυνάρτηση τίποτα δεν καταρρέει (πλην ίσως της κοινής λογι­κής). Εκείνο που συμβαίνει είναι αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω. Λόγω της αλληλεπίδρασης του οργάνου με το σύστημα, το τελευταίο υπόκειται σε μετασχηματισμούς, με την  εμφάνιση νέων στοιχείων πραγματικότητας, τα οποία έως εκείνη την στιγμή ήταν δυνάμει, ενώ άλλα στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία πριν από την μέτρηση ήταν φανερά (ενεργεία) παύουν να υφίστανται ως τέτοια, μεταπίπτοντας σε δυνάμει στοιχεία. Η κατάσταση η οποία δημιουργείται με την εμφά­νιση αυτών των νέων στοιχείων πραγματικότητας είναι μία κατάσταση μετασταθής, η οποία μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα μεταπέ­σει σε μία από τις ιδιοκαταστάσεις, που έχουν δημιουργηθεί σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης οργάνου-συστήματος. Οι ιδιοκατα­στάσεις, επομένως, δεν υπάρχουν πριν από την μέτρηση. Δημιουρ­γούνται σαν αποτέλεσμα αυτής. Πριν από την μέτρηση ήταν δυνάμει καταστάσεις και συνεπώς ο χώρος Hilbert, ο οποίος περιγράφει το στατιστικό σύνολο, είναι ένας δυνάμει και όχι ενεργεία χώρος, ένας χώρος δυναμικοτήτων. Η μέτρηση στην περίπτωση γ΄ ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση των δυναμικοτήτων του συστήματος και δεν τί­θεται θέμα ούτε κυματοδέσμης, η οποία άλλωστε είναι προκβαντική έννοια, την φυσική υπόσταση της οποίας αμφισβήτησαν και εκείνοι ακόμη που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά την έννοια αυτή στην κβαντική μηχανική, ούτε αναγωγής της κυματοδέσμης. Αυτό που η Σχολή της Κοπεγχάγης ονομάζει αναγωγή ή προβολή δεν είναι άλλο από μετασχηματισμός του συστήματος. Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν είναι «μυστηριώδη άλματα» τα οποία γίνονται ακαριαία. Είναι περι­γράψιμες διαδικασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε πεπερασμένα χρονικά διαστήματα. Σε τελική ανάλυση η πράξη της μέτρησης πρέπει να γίνει κατανοητή ως μία μη γραμμική, μη αντιστρεπτή με χρονικό πάχος διαδικασία περάσματος από το δυνάμει στο ενεργεία. Η Σχολή της Κοπεγχάγης με τον γραμμικό τρόπο σκέψεως αδυνατεί να συλλά­βει αυτήν την νέα πραγματικότητα. « Πράγματι, για την Ορθόδοξη Σχολή, το πραγματικό ταυτίζεται με το αμετάβλητο. Η αλλαγή και το γίγνεσθαι δεν θεωρούνται τρόποι του Είναι, αλλά απόδειξη ανυπαρ­ξίας. Ο μετασχηματισμός των στοιχειωδών σωματίων π.χ., σημαίνει ότι τα σωμάτια αυτά δεν είναι υπαρκτές οντότητες, αλλά «ασαφώς προσδιορισμένες δυναμικότητες». Για την θετικιστική-μηχανιστική σκέψη, το πραγματικό ταυτίζεται με κάτι το καθολικό, το άφθαρτο, το οποίο θα μπορούσε, επιπλέον, να περιγραφεί μαθηματικά. Το αφετη­ριακό σημείο μιας τέτοιας αντίληψης είναι μία μηχανιστική ιδέα για την πραγματικότητα, η οποία ασαφώς συγγενεύει με τις αντιλήψεις των Ελεατών, ιδέα η οποία συχνά καταλήγει σε μία νεοπυθαγόρεια αριθμολογία... Η ερμηνεία της μέτρησης, και ειδικά η λεγόμενη ανα­γωγή της κυματοδέσμης, αποτελεί τελικά την  Αχίλλειο πτέρνα της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, επειδή η μέτρηση, μη-αντιστρεπτή διαδι­κασία μετασχηματισμού, κάνει ανάγλυφη την δυναμική φύση των μι­κροφυσικών οντοτήτων, καθώς και της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο όργανο και στο κβαντικό σύστημα. Η ανάδυση νέων στοιχείων πραγ­ματικότητας δεν αποτελεί επιχείρημα εναντίον της αντικειμενικότητας των μικροφυσικών σωματίων, επειδή τα νέα αυτά στοιχεία δεν ανα­δύονται από το Μηδέν, αλλά από το βάθος του πραγματικού, με τον μετασχηματισμό προϋπαρχόντων στοιχείων. Οι νόμοι διατήρησης και οι κανόνες επιλογής που διέπουν αυτούς τους μετασχηματισμούς εί­ναι η ποσοτική έκφραση του αντικειμενικού και αιτιοκρατικού χαρα­κτήρα αυτών των διαδικασιών. Επιπλέον, όπως το είχε προαισθανθεί ο Αριστοτέλης, το ενεργεία αποτελεί μέτρον του δυνάμει.
      Στην μικροφυσική... η παρέμβαση του παρατηρητή δεν εισάγει το στοιχείο του υποκειμενισμού (με την αγνωστικιστική έννοια του όρου), επειδή η παρέμβαση του υποκειμένου είναι έμμεση και ασκεί­ται μέσω των επιστημονικών οργάνων. Αφορά συνεπώς μία πραγμα­τικότητα την οποία το όργανο μπορεί να τροποποιήσει σύμφωνα με αντικειμενικές διαδικασίες. Η έννοια της δυναμικής αντικειμενικότητας αποφεύγει τα διαμετρικά αντίθετα σφάλματα τόσο του απλοϊκού ρεα­λισμού, ο οποίος δεν μπορεί να συλλάβει τον μετασχηματισμό, όσο και του θετικισμού, ο οποίος δεν βλέπει πέρα από τα «events» και τα «data». (Μπιτσάκης Ευτύχιος. Ο νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός, σ. 239-240).
Υπόμνηση
   Οι ειδικοί όροι, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο, αναλύονται και επεξηγούνται στην δημοσίευση με τον τίτλο «Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική» Μέρος Α και Β, Ιανουάριος 2014 (βλ. συνδέσμους στο τέλος του άρθρου).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οι εξιδανικεύσεις προϋποθέτουν:  α) ταύτιση του σωματίου με υλικό σημείο, β) αυστηρή ισχύ της αρχής της αδράνειας, γ) απου­σία διακυμάνσεων της κατάστασης του συστήματος, δ) αμελητέα επίδραση του οργάνου μέτρησης.
2. Ο Born, o Bopp και άλλοι φυσικοί απέδειξαν ότι ακόμα και η κλασ­σική μηχανική περιγράφει στην πραγματικότητα στατιστικά σύνολα, επειδή είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την θέση ενός σωματίου στον χώρο των φάσεων, και επίσης επειδή εξαιτίας της αβεβαιότητας των αρχικών συνθηκών, η οποία οφείλεται στην αναπόφευκτη ανακρίβεια των μετρήσεων, οι προβλέψεις της κλασ­σικής μηχανικής δεν αφορούν μία καθορισμένη τροχιά αλλά ένα σύνολο τροχιών οι οποίες χαρακτηρίζονται από μία πιθανοτική κα­τανομή.
3. Ο στατιστικός νόμος είναι η πιο γενική μορφή φυσικού νόμου. Έτσι  «κάτω από την ήρεμη επιφάνεια του μηχανικού ή ακόμη και του δυναμικού νόμου, λειτουργούν οι νόμοι του τυχαίου». Το τυχαίο δεν είναι άρνηση της αιτιότητας και του καθορισμού. Το τυχαίο βρίσκεται σε μία διαλεκτική σχέση αντίθεσης, ταυτόχρονα όμως και σύνθεσης με την αναγκαιότητα, την οποία προϋποθέτει, επικαλύ­πτει και της οποίας, με μία αντίθετη έννοια, μπορεί να αποτελεί το υπόβαθρο. Οι δυναμικοί νόμοι συχνά είναι το συνολικό αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού τυχαίων συμβάντων. Με μία αντίθετη έν­νοια, το τυχαίο επικαλύπτει,  κάτω από την φαινομενικά χαοτική μορφή του, δυναμικές διαδικασίες. Κάθε τυχαία αλληλεπίδραση έχει τις αιτίες της και τους καθορισμούς της.
4. Σύμφωνα με τις ανισότητες του Heisenberg είναι αδύνατο να με­τρήσουμε ταυτόχρονα τις τιμές δύο συζυγών μεταβλητών: π.χ. ορμή-θέση, ενέργεια-χρόνος. Συνεπώς, οι ανισότητες αυτές απα­γορεύουν μία πληρέστερη περιγραφή των κβαντικών συστημάτων. Παρά ταύτα η ερμηνεία της Κοπεγχάγης, βασικό συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η αρχή της απροσδιοριστίας, δηλαδή η μαθημα­τική διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας, διακηρύσσει  σ’ όλους τους τόνους ότι είναι και «πλήρης και οριστική». Μία από τις πολλές αντιφάσεις της Σχολής αυτής.
    Εάν η αρχή της απροσδιοριστίας συνδυασθεί με την «αρχή» της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών, άρθρο πίστεως για την θε­τικιστική σχολή, τότε οι ανισότητες του Heisenberg ουσιαστικά απα­γορεύουν την ταυτόχρονη ύπαρξη ακριβών τιμών για τις συζυγείς μεταβλητές. Μία τέτοια αντίληψη οδηγεί στην απόρριψη της αντικειμενικής υπό­στασης του κόσμου, οριακά δε στην εκκένωση του από την υλικότητα. Το σπέρμα του ιδεαλισμού που υπάρχει στις αντιλήψεις αυτές βρίσκει την έκφραση του ως καθαρός ιδεαλισμός πλέον στο μοντέλο του «ψυχοφυσικού παραλληλισμού». Τελικά αυτή είναι η νομοτελειακή κατάληξη των αντιρεαλιστών και των αντιαιτιοκρατών. Με όποια φι­λοσοφική σημαία κι αν ξεκινήσουν αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα θα καταλήξουν στον ιδεαλισμό. Περισσότερα για την αρχή της απροσδι­οριστίας ή αβεβαιότητας μπορεί ο αναγνώστης να βρει στο οικείο άρ­θρο («Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική- Μέρος Α»).
5. Στην κβαντική φυσική το πλέγμα των προτάσεων που αφορούν τα κβαντικά συστήματα έχει μη-μπούλεια δομή. Αυτό οφείλεται στο ότι τα κβαντικά συστήματα, υπό ωρισμένες συνθήκες, δεν διατη­ρούν την ταυτότητα τους, καθώς υπόκεινται σε μετασχηματισμούς, όπως αναφέρουμε στο κείμενο. Συνεπώς, σε αντίθεση με τα κλασ­σικά συστήματα, στα κβαντικά σύνολα δεν ισχύει γενικά κατά την μέτρηση η αντίστοιχη αρχή της τυπικής λογικής.
6. Η μηχανιστική αιτιοκρατία, επομένως, είναι όχι μόνον ακατάλληλη αλλά και αναρμόδια για τα φαινόμενα του μικρόκοσμου και συνε­πώς ανεπαρκής. Παρά ταύτα οι αντιαιτιοκράτες επιμένουν να την χρησιμοποιούν στην θέση της ειδικής για τον μικρόκοσμο στατιστι­κής μορφής της αιτιοκρατίας, του κβαντικού στατιστικού καθορι­σμού, και όταν αποδειχθεί η ανεπάρκεια της μηχανιστικής αιτιοκρα­τίας περιχαρείς βγάζουν το συμπέρασμα ότι αιτιοκρατία δεν υπάρ­χει στον κόσμο του μικρού (στην συνέχεια επεκτείνουν το αυθαί­ρετο νοητικό τους κατασκεύασμα και στον μακρόκοσμο). Η προ­σπάθεια τους μοιάζει με την προσπάθεια κάποιου που προσπαθεί να ανοίξει όλες τις πόρτες με το ίδιο κλειδί και όταν δεν τα κατα­φέρνει συμπεραίνει ότι τα κλειδιά δεν ανοίγουν τις πόρτες.
    Η κυρίαρχη ιδεολογία εκμεταλλευόμενη την -όχι τυχαία βέβαια- ελ­λιπή ενημέρωση που υπάρχει πάνω στο θέμα αυτό κατάφερε να δαιμονοποιήσει την αιτιοκρατία και να πείσει τους πάντες ότι πρό­κειται για κάτι το απευκταίο και το μοιρολατρικό, κάτι περίπου σαν τον Βελζεβούλ. Κι αυτό γιατί η αιτιοκρατία είναι, όπως ήδη έχουμε πει, η ψυχή της υλιστικής κοσμοαντίληψης, απέναντι στην οποία φυσικά η κυρίαρχη ιδεολογία είναι απόλυτα εχθρική. Και επειδή εμείς δεν είμαστε καθόλου, μα καθόλου φιλικοί απέναντι στους επι­κυρίαρχους, θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε την αιτιοκρατία και τα παρελκόμενα της, και να ενημερώνουμε το κοινό, το οποίο τόσο πολύ φροντίζουν να παραπλανούν, όσο οι ταχυδακτυλουργοί τους ανυποψίαστους  θεατές τους.
7. Φανταστικός (νοητικός) μαθηματικός χώρος, άπειρων διαστάσεων, ο οποίος χρησιμοποιείται στην φυσική ως « κατοικία» των κυματο­συναρτήσεων.
   Για τους ειδικούς:  ο χώρος Hilbert ορίζεται ως ένας διανυσματι­κός χώρος, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με εσωτερικό γι­νόμενο και είναι πλήρης ως προς την στάθμη (norm) που ορίζεται από το εσωτερικό γινόμενο.
ΠΗΓΗ.
Μπιτσάκης Ευτύχιος. Ο νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. Φιλοσοφικές διερευνήσεις στον χώρο της μικροφυσικής. Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999.

Σύνδεσμοι: