Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Κρυμμένες μεταβλητές.

Ως λανθάνουσες παράμετροι ή κρυμμένες μεταβλητές (hid­den variables) μπορούν να ορισθούν οι πρόσθετες παράμε­τροι, οι οποίες πρέπει να εισαχθούν σε μία θεωρία, ώστε η περι­γραφόμενη απ’ αυτήν κατάσταση ενός συστήματος να είναι κατά το δυνατόν πλήρης και συνεπώς το σύστημα ακριβέστερα γνώσιμο. Οι λανθάνουσες παράμετροι, επομένως, σχετίζονται άμεσα με το θέμα της πληρότητας μιας θεωρίας, δηλαδή με το εάν υπάρχει αντιστοίχιση της θεωρίας αυτής με τις πραγματικές ιδιότητες των κβαντικών συστημάτων, τα οποία περιγράφει. Η κβαντική θεωρία, σύμφωνα με τους δημιουργούς της (Bohr, Heisenberg, Born κ.α.) είναι μία θεωρία «πλήρης»1. Και όχι μόνον «πλήρης» αλλά και «οριστική». Η πληρότητα, όμως, αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από τους επιστημονικούς αντιπάλους της Σχολής της Κοπεγχάγης (Einstein, de Broglie, Schrödinger κ.α.), ήδη από την πρώτη στιγμή της διατύπωσής της (1926-27). Από την εποχή εκείνη τέ­θηκε το ερώτημα εάν η κβαντική θεωρία μπορεί να επαναδιατυ­πωθεί με την εισαγωγή σ’ αυτήν συμπληρωματικών παραμέτρων, ώστε να επιτευχθεί μία δυναμική - αιτιοκρατική περιγραφή των φαινομένων του μικρόκοσμου. Μία θεωρία με λανθάνουσες παρα­μέτρους θα επεδίωκε:
1) Την δυναμική περιγραφή της κίνησης των μικροσωματίων στον χώρο και στον χρόνο.
2) Την πρόβλεψη, με πιθανότητα ίση με την μονάδα, της δημιουρ­γίας μιας ιδιοκατάστασης κατά την μέτρηση ή αυθόρμητα στην Φύση, με άλλα λόγια την ερμηνεία των ποιοτικών μετασχηματι­σμών των μικροσυστημάτων.
3) Μία τέτοια θεωρία δεν θα ήρε τον πιθανοκρατικό χαρακτήρα των κβαντικών φαινομένων (πιθανοκρατικές θεωρίες λανθανου­σών παραμέτρων).
          Ασφαλώς, πρόκειται για ισχυρά, απαιτητικά, φιλόδοξα αιτή­ματα. Η επιστήμη, όμως, δεν προάγεται ούτε και γνώση αποκτιέ­ται εάν δεν τεθούν υψηλοί στόχοι. Άλλωστε το να γνωρίζουν οι επιστήμονες τους βαθύτερους μηχανισμούς των φαινομένων, τα οποία η επιστήμη τους εξετάζει, είναι, κατά την γνώμη μας, κάτι το πολύ αυτονόητο. Δυστυχώς, η θετικιστική Σχολή με τα δόγματά της και τις αντιλήψεις της για τον ρόλο της Φυσικής, απετέλεσε σοβαρό φραγμό στις παραπέρα επιστημονικές εξελίξεις, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Einstein σχολιάζοντας την αρχή της συ­μπληρωματικότητας. Για τον Niels Bohr η κβαντική μηχανική δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένα εργαλείο για την εξαγωγή προβλέ­ψεων, σαφώς καθορισμένου ή στατιστικού χαρακτήρα». Ο Aage Petersen, μαθητής και συνεργάτης του Bohr ήταν ακόμη πιο σα­φής: «Δεν υπάρχει κβαντικός κόσμος. Υπάρχει μόνο μία αφηρη­μένη κβαντομηχανική περιγραφή. Κάνουμε λάθος αν σκεφτόμαστε ότι η φυσική έχει αποστολή να ανακαλύψει πως είναι η φύση. Η φυσική αφορά το τι μπορούμε εμείς να πούμε για την φύση». Η θετικιστική συλλογιστική είναι του τύπου «input-output», περι­γραφή της αρχικής και της τελικής κατάστασης ενός συστήματος, χωρίς να κάνει καμμία αναφορά για το τί γίνεται στο ενδιάμεσο. Εάν τεθεί το ερώτημα «με ποιους μηχανισμούς οδηγείται το σύ­στημα από την αρχική στην τελική κατάσταση», η στερεότυπη θε­τικιστική απάντηση θα είναι ότι «το ερώτημα αυτό είναι μη επι­στημονικό και δεν πρόκειται να πάρει ποτέ απάντηση». Για να γί­νουν ακόμη πιο σαφή τα παραπάνω και κυρίως για να καταφα­νούν οι συνέπειές τους, θα φέρουμε ένα παράδειγμα. Εάν θεωρή­σουμε αυθαίρετα ότι όλες οι περιπτώσεις χολοκυστίτιδας καταλή­γουν σε παγκρεατίτιδα, τότε μπορούμε να διατυπώσουμε την εξής πρόταση: «η χολοκυστίτιδα προκαλεί παγκρεατίτιδα». Στην πρό­ταση αυτή διακρίνουμε μία αρχική κατάσταση (χολοκυστίτιδα) και μία τελική (παγκρεατίτιδα). Για έναν θετικιστή το τι συμβαίνει στο ενδιάμεσο, δηλαδή πως, με ποιους μηχανισμούς, προκαλείται η παγκρεατίτιδα από την χολοκυστίτιδα, είναι κάτι που δεν τον αφορά, είναι κάτι το μεταφυσικό, είναι «ένα μη επιστημονικό ερώ­τημα». Εάν ο θετικισμός είχε επικρατήσει στην Ιατρική2, οι μηχα­νισμοί πρόκλησης της παγκρεατίτιδας θα μας ήταν άγνωστοι, και συνεπώς η εφαρμογή μιας αιτιολογικής θεραπείας, η οποία θα κα­τευθύνονταν στους μηχανισμούς αυτούς, προκειμένου να τους δι­ακόψει σε κάποιο σημείο και έτσι να αναχαιτισθεί η εξέλιξη της νοσογόνου κατάστασης, θα ήταν αδύνατη, με προφανείς επιπτώ­σεις στην υγεία και στην ζωή των ασθενών. Η υπ’ αυτές τις συν­θήκες αποτυχία της ορθολογικής Ιατρικής θα επέτρεπε στον κομπογιαννιτισμό να αναλάβει αυτός την «θεραπεία» των ασθενών με ακόμη προφανέστερες επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών. Κάτι τέτοιο συνέβη στην θετικιστικοκρατούμενη Φυσική. Τα δόγματα, οι δοξασίες, οι ιδεοληψίες, οι θετικιστικές αγκυλώσεις, οι ιδεαλιστικές της αποκλίσεις την οδήγησαν σε αδιέξοδα, όπως στο πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης και όχι μόνον. Ακόμη χειρότερα. Οι αδυ­ναμίες αυτές της θετικιστικής φυσικής επέτρεψαν στον μυστικισμό και στην παραψυχολογία να διεισδύσουν και να εγκατασταθούν στον χώρο της θετικώτερης των επιστημών, την ίδια ώρα που ο Πάπας, ο de Chardin, ο Jeans, ο Eddington, γενικώτερα η Χριστια­νική και η νεοπλατωνική σκέψη, αντλούσαν θεμελιώδη επιχειρή­ματα από αυτήν την συγκεκριμένη διατύπωση της μικροφυσικής. Συνεπώς το θέμα των λανθανουσών παραμέτρων δεν είναι «φιλ­ολογικού»3, αλλά απόλυτα ουσιώδους χαρακτήρα.
         Οι λανθάνουσες παράμετροι δεν ήταν μία έννοια καινούρια. Στην κλασσική φυσική γίνεται δεκτό ότι η πράξη της μέτρησης δεν διαταράσσει το μετρούμενο σύστημα, το οποίο μετά την μέτρηση διατηρεί την ταυτότητά του. Η παραδοχή αυτή μας επιτρέπει, κάνο­ντας ταυτόχρονες ή διαδοχικές μετρήσεις, να γνωρίζουμε τις τιμές όλων των μεταβλητών του συστήματος, χωρίς η μέτρηση της τι­μής της μιας να διαταράσσει την τιμή της άλλης. Συνεπώς μπο­ρούμε να γνωρίζουμε την ακριβή κατάσταση του συστήματος, το οποίο στην συνέχεια έχουμε την δυνατότητα να το ορίσουμε στον χώρο των φάσεων και να περιγράψουμε αιτιοκρατικά την εξέλιξή του σε σχέση με τον χρόνο. Όμως, η παραπάνω περιγραφή δεν αντιστοιχεί στο σύνολο των κλασσικών συστημάτων, αλλά μόνο σε ιδεατές περιπτώσεις, σε εξιδανικεύσεις4. Οι Born, Bopp και άλλοι φυσικοί απέδειξαν ότι υπάρχουν και στα κλασσικά συστήματα πι­θανοκρατικές καταστάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στον χώρο των φάσεων ως στατιστικές διασπορές. Οι στατιστικές διασπορές, όμως, δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με ακρίβεια την κατά­σταση του συστήματος. Έγινε, λοιπόν, καθολικά αποδεκτό ότι, προκειμένου να έχουμε μία πλήρη περιγραφή της πραγματικότη­τας, θα μπορούσαμε να εισάγουμε συμπληρωματικές παραμέ­τρους, τις περίφημες λανθάνουσες παραμέτρους, και έτσι να ορί­σουμε το σύστημα ως σημείο στον χώρο των φάσεων, χωρίς δια­σπορές. Οι κλασσικές πιθανότητες θεωρήθηκαν συνεπώς, αναγώ­γιμες σε μία αιτιοκρατική περιγραφή στον χώρο των φάσεων, το δε τυχαίο ως αποτέλεσμα της σχετικής μας άγνοιας όσον αφορά στην πραγματική κατάσταση του συστήματος.
       Και ενώ τα πράγματα κύλισαν ομαλά στην κλασσική Φυσική, στην μικροφυσική οι λανθάνουσες παράμετροι εξελίχθηκαν σε πραγματικό επιστημονικό «μεσανατολικό»  ζήτημα. Κατά τους αντιπάλους των λανθανουσών παραμέτρων, μία θεωρία με λανθά­νουσες παραμέτρους θα έπρεπε να οδηγεί σε καταστάσεις χωρίς διασπορά. Κατά μία άλλη διατύπωση, το μη μπούλειο κβαντικό πλέγμα θα έπρεπε να ενσωματωθεί σε ένα κλασσικό, μπούλειο, πλέγμα5. Και το ένα και το άλλο, σύμφωνα με τις κυρίαρχες από­ψεις, είναι αδύνατο. Έτσι οι κβαντικές πιθανότητες, αντίθετα προς τις κλασσικές, θεωρήθηκαν «αντικειμενικές», «εγγενείς», μη αναγώγιμες σε δυναμική περιγραφή. Ένα άλλο επιχείρημα κατά των λανθανουσών παραμέτρων ήταν το ακόλουθο:  Κατά τους αντιπάλους των λανθανουσών παραμέτρων, μία θεωρία με λανθά­νουσες παραμέτρους θα αναπαράγει τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας, δηλαδή την ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης. Συνε­πώς, οι λανθάνουσες παράμετροι δεν θα εκδηλώνονταν, δεν θα καθίσταντο φανερές, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσαμε να τις μετρήσουμε. Άρα, καταλήγουν, λανθάνουσες παράμετροι δεν υπάρχουν, επειδή σύμφωνα με τις θετικιστικές αντιλήψεις «μεγέθη που δεν μετρήθηκαν, δεν υπάρχουν». Το θετικιστικό αυτό επιχεί­ρημα, το οποίο ταυτίζει το πραγματικό με το παρατηρησιακό δε­δομένο, θυμίζει την λογική του «ο χωροφύλαξ είναι μπουζούκι». Οι θετικιστές δεν αντιλαμβάνονται, ή καμώνονται ότι δεν αντιλαμ­βάνονται, ότι μία θεωρία με λανθάνουσες παραμέτρους, ακόμη και εάν αναπαράγει τις προβλέψεις της σημερινής κβαντικής μηχανι­κής, είναι επιστημικά διαφορετική, ανοίγει ένα νέο ερευνητικό πε­δίο και έχει θεμελιώδεις επιστημολογικές και φιλοσοφικές συνέ­πειες στην μικροφυσική.
          Ισχυρό ανάχωμα απέναντι στις λανθάνουσες παραμέτρους απετέλεσε για σειρά ετών το θεώρημα του von Neumann. Με απλά λόγια, το θεώρημα αυτό λέει ότι είναι αδύνατον να υπάρξει μία θεωρία λανθανουσών παραμέτρων, η οποία θα περιέκλειε την αι­τιότητα, και η οποία θα έδιδε τις ίδιες προβλέψεις με την κβαντική θεωρία. Το θεώρημα αυτό τελικά αποδείχτηκε ότι έπασχε από κυκλικότητα. Δηλαδή ο δημιουργός του στο τέλος, μετά από μία μα­κρά και πολύπλοκη σειρά συλλογισμών και υπολογισμών, αποδεί­κνυε αυτό που είχε θέσει εξ αρχής ως προϋπόθεση, ως παρα­δοχή. Την χαριστική βολή στο θεώρημα αυτό την έδωσε ο David Bohm6 το 1952, με την διατύπωση μιας αιτιοκρατικής θεωρίας λανθανουσών παραμέτρων, η οποία αναπαρήγαγε τις προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας.
          Ο Bohm ουσιαστικά επανέφερε στο προσκήνιο την θεωρία της διπλής λύσης, την οποία είχε διατυπώσει ο de Broglie το 1927, μία θεωρία, η οποία είχε λησμονηθεί και την οποία ο ίδιος ο Bohm αγνοούσε.
      Ο de Broglie πίστευε ότι το κύμα Ψ, (η κυματοσυνάρτηση δηλαδή)7, δεν περιγράφει με ακρίβεια την φυσική πραγματικότητα. Κατά την άποψή του, μόνον η φάση του κύματος, που συνδέονταν άμεσα με την κίνηση του σωματίου, «είχε βαθιά σημασία». Ο Πρί­γκηπας της Φυσικής8, με βάση τις σχετικιστικές αντιλήψεις, θεω­ρούσε το σωμάτιο σαν ένα είδος «ρολογιού», το οποίο βρίσκεται σε φάση με το κύμα που το περιβάλλει. Έτσι, η διάδοση ενός επιπέδου κύματος θα έπρεπε να συνδυάζεται με την ευθύ­γραμμη ομοιόμορφη κίνηση του σωματίου. Κατά την θεωρία της διπλής λύσης, το σωμάτιο, «δεδομένη φυσική πραγματικότητα», «πιλοτάρεται» από το κύμα φάσης Ψ.
        Ο de Broglie επεχείρησε να ενσωματώσει το σωμάτιο στο κύμα. Έτσι η κβαντική θεωρία θα δέχονταν δύο συζευγμένες λύ­σεις:  μία που θα ήταν φορέας της ιδιομορφίας (singularity) και που αντιπροσωπεύει το σωμάτιο, και μία δεύτερη, με συνεχώς με­ταβαλλόμενο εύρος, που θα έδινε την στατιστική όψη της μετατό­πισης ενός νέφους σωματιδίων. Η κίνηση του σωματίου υπακούει, κατά τον de Broglie, σε μία δυναμική όπου επεμβαίνει, εκτός από τις δυνάμεις κλασσικού τύπου, και μία κβαντική δύναμη που προ­κύπτει από ένα κβαντικό δυναμικό. Έτσι διατηρείται «η εποπτική έννοια του σημειακού, καλώς εντοπισμένου σωματίου, καθώς και ο αυστηρός ντετερμινισμός της κίνησής του». Η κινητή ιδιομορφία, κατά τον Γάλλο φυσικό, «πρέπει να διαγράφει στην πορεία του χρόνου μία τροχιά τέτοια, ώστε σε κάθε σημείο η ταχύτητά του να είναι ανάλογη με το ανάδελτα της φάσης».
     Ο David Bohm, με την σειρά του, αμφισβήτησε την «ορθό­δοξη» ερμηνεία και ειδικά το αίτημα της πληρότητας. Με την εισα­γωγή των λανθανουσών παραμέτρων επεχείρησε μία αιτιοκρατική περιγραφή της κίνησης των κβαντικών σωματίων. Ο Bohm θεωρεί ότι στο σωμάτιο δρουν όχι μόνον το κλασσικό δυναμικό, αλλά και ένα «κβαντομηχανικό δυναμικό». Συνεπεία των επιδράσεων αυ­τών το σωμάτιο έχει κατά την κίνησή του καθωρισμένες και συνε­χώς μεταβαλλόμενες τιμές της θέσης και της ορμής. Ο Bohm πέ­τυχε το αδύνατο. Παρά τις «αποδείξεις περί του αδύνατου» (im­possibility proofs) του von Neumann και γενικώτερα της Σχολής της Κοπεγχάγης, διατύπωσε μία θεωρία αιτιοκρατική, μία θεωρία λαν­θανουσών παραμέτρων, η οποία έδιδε τις ίδιες προβλέψεις με την κβαντική θεωρία.
 Ωστόσο η θεωρία του Bohm παρουσιάζει ωρισμένες αδύνα­μες πλευρές:
1)   Εισάγει ένα κβαντικό δυναμικό ad hoc, του οποίου η φύση εί­ναι άγνωστη και το οποίο δεν μπορεί να διαπιστωθεί εμπει­ρικά.
2)   Είναι μία θεωρία μη τοπική, η οποία ως εκ τούτου προϋποθέ­τει τις ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδρά­σεις δηλαδή που μεταδίδονται με άπειρη ταχύτητα σε χρόνο μηδέν9.
3)   Δεν δίνει μία πειστική ερμηνεία της φύσης του κύματος Ψ και επίσης συνεπάγεται την ύπαρξη ενός ακαριαίου εντοπι­σμού του κύματος κατά την μέτρηση (κατά την λεγόμενη αναγωγή της κυματοδέσμης).
4)   Αναπαράγει τις προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής, και συ­νεπώς, κατά τους αντιπάλους της, και εδώ οι λανθάνου­σες παράμετροι «εφόσον δεν εκδηλώνονται, δεν υπάρχουν». (Την απαίτηση ασυμφωνίας θα ικανοποιούσαν λίγα χρόνια αργότερα οι ανισότητες του Bell, οι οποίες άνοιξαν ένα με­γάλο κεφάλαιο στην κβαντική μηχανική, ενώ ταυτόχρονα πυροδότησαν έναν νέο κύκλο σκληρών αντιπαραθέσεων, που κρατούν μέχρι σήμερα).

Οι κατά Bohm τροχιές των σωματιδίων στο πείραμα με τις δύο οπές.

      Την θεωρία του Bohm ακολούθησαν και άλλες θεωρίες λανθα­νουσών παραμέτρων (Bohm-Vigier, Bohm-Aharonov, κ.α.). Την δεκαετία του ’80 από τους Hiley και συνεργάτες, Murayama και άλλους, μελετήθηκε με την βοήθεια της προσομοίωσης, η κίνηση της «κυματοδέσμης» υπό την επίδραση του κβαντικού δυναμικού, ως αιτιοκρατική κίνηση στον χωρόχρονο. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα πρότυπα δεν μπόρεσε να δώσει μία οριστική απόδειξη για την ύπαρξη των λανθανουσών παραμέτρων. Το γεγονός αυτό ενε­θάρρυνε τους αντιπάλους των λανθανουσών παραμέτρων, οι οποίοι στην δεκαετία του ’60 και μετά, προχώρησαν σε μία σειρά δημοσιευμάτων, με τα οποία ανασκεύαζαν την υπόθεση των πα­ραμέτρων αυτών. Πρωταγωνιστικό ρόλο διεδραμάτισαν οι εκπρό­σωποι της σχολής των λογικών. Σύμφωνα με ένα θεώρημα του Jauch, γνωστού εκπροσώπου της σχολής αυτής, εάν ένα σύστημα προτάσεων επιδέχεται λανθάνουσες παραμέτρους, τότε κάθε ζεύ­γος προτάσεων, που ανήκει στο σύστημα, οφείλει να είναι συμ­βατό. Το θεώρημα, επομένως, απαιτεί την συμβατότητα όλων των ζευγών προτάσεων. Αρκεί, τονίζει ο Jauch, να βρούμε έστω και ένα ζεύγος μη συμβατών προτάσεων για να απορρίψουμε την υπόθεση των λανθανουσών παραμέτρων. Όμως, η ύπαρξη μη συμβατών προτάσεων είναι χαρακτηριστικό των κβαντικών συ­στημάτων, δοθέντος ότι εάν κάθε ζεύγος προτάσεων είναι συμ­βατό, το πλέγμα των προτάσεων είναι μπούλειο και τα συστήματα συμπεριφέρονται κλασσικά. Κατόπιν αυτών ο Jauch καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η αναζήτηση λανθανουσών παραμέτρων ενός ωρισμένου είδους, βρήκε την οριστική της απάντηση, η οποία εί­ναι αρνητική». Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η απαί­τηση του Jauch είναι πολύ περιοριστική. Το πρόβλημα των λαν­θανουσών παραμέτρων δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στο πρόβλημα της συμβατότητας, αλλά επεκτείνεται και στο πρό­βλημα ερμηνείας και πρόβλεψης των διαδικασιών μετασχηματι­σμού των κβαντικών συστημάτων. Εξεταστέο, επίσης, κατά πόσο και το θεώρημα αυτό, με την διατύπωση τουλάχιστον η οποία εί­ναι γνωστή σ’ εμάς, πάσχει κι αυτό από κυκλικότητα.
         Μία άλλη σημαντική εργασία ήταν των Cohen και Specker, η οποία απέβλεπε στο «να δώσει μία απόδειξη ανυπαρξίας των λανθανουσών παραμέτρων». Την ίδια χρονική περίοδο δημοσιεύ­τηκαν και εργασίες των υποστηρικτών των λανθανουσών παραμέ­τρων. Κατά τον J.E. Turner, η απόδειξη του von Neumann είναι άσχετη με το πρόβλημα (irrelevant). Η θεωρία του Bohm, η οποία δίδει τις ίδιες προβλέψεις με την κβαντική μηχανική, αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, παράδειγμα μπούλειας ενσωμάτωσης. Επί­σης, κατά τον S.P. Gudder, θεωρίες με λανθάνουσες παραμέ­τρους είναι πάντοτε δυνατές. Οι αποδείξεις αδυναμίας (impossibi­lity proofs) είναι άσχετες (irrelevant), επειδή τέτοιες θεωρίες υπάρχουν. Το θεώρημα του von Neumann είναι, κατά τον Gudder, πολύ περιοριστικό. Όσο για τον Jauch, αυτός απαιτεί κάθε πραγ­ματοποιήσιμη κατάσταση να είναι χωρίς διασπορές. Αλλά οι χωρίς διασπορές καταστάσεις αφορούν μετρήσεις ατομικών συστημάτων και όχι ολόκληρο τον χώρο των καταστάσεων. Η ύπαρξη λανθα­νουσών παραμέτρων δεν αφορά παρά μπούλεια υποσύνολα του συνόλου των προτάσεων. Συνεπώς, δεν θα ήταν αναγκαίο να εν­σωματωθεί ολόκληρο το προτασιακό πλέγμα σε μία κλασσική δομή. Άρα, κατά τον συγγραφέα, η ανασκευή των λανθανουσών παραμέτρων, η οποία θεμελιώθηκε στην αντίθετη βεβαίωση, δεν ισχύει.
Συμπερασματικά:
       Οι λανθάνουσες παράμετροι δεν απαιτούν επιστροφή στον μηχανιστικό-Λαπλασιανό ντετερμινισμό. Επιδιώκουν την δυνα­μική περιγραφή της κίνησης και την ερμηνεία των ποιοτικών μετα­σχηματισμών των μικροσωματίων. Δεν απαιτούν την συμβατότητα όλων των παρατηρήσιμων, άρα την κλασσική δομή όλων των υποπλεγμάτων του κβαντικού προτασιακού πλέγματος. Θεωρίες με λανθάνουσες παραμέτρους μπορεί να είναι πιθανοκρατικού χαρακτήρα.
        Σε κάθε περίπτωση, το θέμα των λανθανουσών παραμέτρων ή κρυμμένων μεταβλητών παραμένει ανοικτό και αποτελεί μία πρόκληση για την επίλυσή του, η οποία θα οδηγήσει σε μία ριζική όσο και ουσιαστική επαναδιατύπωση της κβαντικής θεωρίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Διερωτάται κανείς γιατί ντε και καλά μία θεωρία πρέπει να θεωρείται "πλή­ρης". Αυτό, βέβαια, είναι το ζητούμενο, το επιθυμητό και το ευ­κταίο. Εκείνο, όμως, που μπορούμε να πούμε για μία θεωρία είναι ότι αυτή είναι πληρέστερη της προηγούμενης, όπως και ότι οι επόμενες, πολύ πιθανόν, θα είναι πληρέστερες των τωρινών. Οι θεωρίες διατυπώνονται από ανθρώπινα όντα. Για λόγους τόσο υποκειμενικούς όσο και αντικειμενικούς, οι οποίοι έχουν να κά­νουν με το κυρίαρχο πολιτικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο προάγει την αποκοίμιση των μαζών και την επικράτηση στον χώρο της επιστήμης αντιδραστικών αντιλήψεων*, τα ανθρώπινα όντα, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο της εξέλιξής τους, κάνουν περιορι­σμένη χρήση των δυνατοτήτων που μπορεί να τους παρέξει η αρ­τιώτερη μηχανή που υπάρχει πάνω στην γη: ο εγκέφαλος. Εάν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το 100% των δυνατοτήτων του εγκεφάλου μας, οι θεωρίες που θα διατυπώναμε θα ήταν πάρα πολύ πλήρεις. Και τότε ακόμη, πιθανώς, θα μας διέφευγαν αρκετά πράγματα. Η θέση αυτή δεν έχει καμμία σχέση με τις Κοπεγχιανές αντιλήψεις για την δυνατότητα γνώσης του Κόσμου από τον άν­θρωπο. Ο Κόσμος είναι κατ' αρχήν γνώσιμος. Οφείλουμε να τον ερευνούμε, να τον μελετούμε, να τον μετράμε, να προσπαθούμε να τον ερμηνεύσουμε, τόσο για να εξελισσόμαστε εμείς ολοένα και περισσότερο, όσο και κυρίως για να καταλάβουμε το πως λειτουρ­γεί η φύση. Όσο και εάν η "φύσις κρύπτεσθαι φιλεί", ο άνθρωπος είναι από την φύση του περίεργο ον, και θέλει να δώσει απαντή­σεις στα γιατί και πως. Επομένως το Κοπεγχιανό "μην ερευνάτε την φύση, γιατί δεν μπορείτε να την καταλάβετε", κάτι που θυμίζει το θεολογικό "πίστευε και μη ερεύνα", δεν έχει καμμία σχέση και καμμία θέση σ' αυτές τις αντιλήψεις που διατυπώσαμε παραπάνω.
* Πολύ σωστά παρατηρεί ο Franco Selleri ότι το βάρος για την αποτίναξη των αντιδραστικών αυτών αντιλήψεων έπεσε στις πλάτες ελάχιστων θαρραλέων φυσικών, οι οποίοι, προεξάρχοντος του Einstein, επί 40 χρόνια έδωσαν μάχες προκειμένου να κατα­δειχθεί η μη πληρότητα της κβαντικής θεωρίας.
2) Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αυτοαναίρεση και ακύ­ρωση της Ιατρικής ως επιστήμης και ως πρακτικής. Σε αντίθεση με την Φυσική, η Ιατρική είναι σε θέση να γνωρίζει τους μηχανισμούς, βήμα προς βήμα, τόσο των φυσιολογικών βιολογικών διεργασιών, όσο και πάρα πολλών νοσογόνων καταστάσεων.
3) Προς αποφυγή παρερμηνειών και παρεξηγήσεων από τους φίλους φιλόλογους, βλ. "Θετικές και θεωρητικές επιστή­μες…", δημοσίευση Μάρτιος 2013.
4) Οι εξιδανικεύσεις προϋποθέτουν: α) ταύτιση του σωμα­τίου με υλικό σημείο, β) αυστηρή ισχύ της αρχής της αδράνειας, γ) απουσία διακυμάνσεων της κατάστασης του συστήματος, δ) αμελητέα επίδραση του οργάνου μέτρησης.
5) Στα κλασσικά συστήματα η διατήρηση της ταυτότητας βρήκε την έκφρασή της, σε επίπεδο λογικής, με την διατύπωση ενός πλέγματος προτάσεων που αφορούν το σύστημα, το οποίο έχει δομή πλέγματος Boole:  σε κάθε κατάσταση αντιστοιχεί μία τάξη ταυτόχρονα αληθών προτάσεων. Κι αυτό γιατί η συμβατότητα όλων των παρατηρήσιμων, η οποία χαρακτηρίζει τα κλασσικά συ­στήματα συνεπάγεται την συμβατότητα όλων των προτάσεων που αφορούν το σύστημα.
Στην κβαντική φυσική το πλέγμα των προτάσεων που αφο­ρούν τα κβαντικά συστήματα έχει μη-μπούλεια δομή. Αυτό οφείλε­ται στο ότι τα κβαντικά συστήματα, υπό ωρισμένες συνθήκες, δεν διατηρούν την ταυτότητά τους, καθώς υπόκεινται σε μετασχηματι­σμούς. Συνεπώς, σε αντίθεση με τα κλασσικά συστήματα, στα κβαντικά σύνολα δεν ισχύει γενικά κατά την μέτρηση η αντίστοιχη αρχή της τυπικής λογικής, δηλαδή η μπούλεια δομή, η οποία είναι η δομή της τυπικής λογικής.
6) Ο David Bohm γνώρισε διώξεις για τις πολιτικές του πε­ποιθήσεις (κυνήγι μαγισσών). Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, στις οποίες δεν επέστρεψε ποτέ. Δίδαξε στην Βραζιλία και στο Ισραήλ, και πέθανε στην Αγγλία.
7) Για την έννοια της κυματοσυνάρτησης και τα συναφή με αυτήν βλ. σημειώσεις 2 και 3 του άρθρου "Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική. Μέρος Β΄", δημοσίευση Ιανουάριος 2014.
8) Πρίγκιψ Louis de Broglie. Ο προ-πάππους του ήταν αρι­στοκράτης ευγενής, ο οποίος καρατομήθηκε στην διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός, η θεω­ρία της διπλής λύσης, δύο κομβικοί σταθμοί στην επιστημονική του διαδρομή, καταδεικνύουν το υψηλό επίπεδο της επιστημονικής του κατάρτισης, όσο και την ευρύτητα και την δημιουργικότητα της σκέψης του.
9) "Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις". Τί σημαίνει, αλή­θεια, το άπειρο και το μηδέν; Το άπειρο, το κατά τον Αριστοτέλη "αεί γε έτερον και έτερον" είναι μία έννοια ασύλληπτη για την αν­θρώπινη διάνοια. Το άπειρο δεν έχει θέση στην επιστήμη παρά μόνον ως όριο προς το οποίο τείνουν ασυμπτωτικά ωρισμένα φυσικά μεγέθη. Το άπειρο είναι φιλοσοφική κατηγορία. "Αντιπρο­σωπεύει εκείνο που δεν έχει συντελεστεί και την ίδια στιγμή είναι σε κατάσταση γίγνεσθαι. Εκείνο που δεν είναι ούτε πραγματωμένο ούτε πραγματοποιήσιμο, και το οποίο υπερβαίνει οποιοδήποτε φυσικό μέγεθος οσοδήποτε μεγάλο" (E. Bitsakis, Physique et Materialisme, κεφ. 5).
Το μηδέν με την σειρά του τι σημαίνει: ανυπαρξία, το τί­ποτα, το μη όν;  Υπάρχει μηδέν, υπάρχει μη όν;  Ακόμη και το κενό, που κάποτε εθεωρείτο "μη όν", σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, θεωρείται πλέον ένας χώρος γεμάτος "ζωή", ένας χώρος όπου συνεχώς λαμβάνουν χώρα αλληλεπιδρά­σεις και διεργασίες, ένας χώρος από τον οποίο αναδύονται, οιονεί από το πουθενά, σωματίδια, δηλαδή μορφές ύλης. Ο χρόνος ως διάσταση του χωρόχρονου μπορεί να είναι μηδενικός; Μήπως, εάν μετρούσαμε αυτόν τον "μηδενικό" χρόνο των ακαριαίων αλληλεπι­δράσεων με υπερευαίσθητες μετρητικές συσκευές, θα βρίσκαμε ότι ανάγεται π.χ. στην κλίμακα μερικών δισεκατομμυριοστών του δευτερολέπτου;  Και ότι συνεπώς ακόμη και οι ακαριαίες αλληλε­πιδράσεις, εάν υπάρχουν, θα ήταν διαδικασίες με χρονικό "πά­χος", έστω και απειροστά μικρό;  Εάν, πάλι, υπάρχει χρόνος μη­δέν, τότε θα πρέπει να δεχτούμε, ή πιο σωστά να φανταστούμε, ότι μία μεταβολή σε ένα σωμάτιο Α, το οποίο βρίσκεται π.χ. πάνω στην γη, θα είχε σαν αποτέλεσμα την αυτόματη αντίστοιχη μετα­βολή σε ένα σωμάτιο Β, το οποίο θα βρίσκονταν έτη φωτός μα­κριά από εμάς. Μία τέτοια παραδοχή όχι μόνον μας οδηγεί πίσω στις μηχανιστικές αντιλήψεις της εποχής του Νεύτωνα, όχι μόνον συνιστά βιασμό της "ελεύθερης βούλησης" των σωματίων, για την οποία διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους εκπρόσωποι της σχολής της Κοπεγχάγης, αλλά, επί πλέον, ανοίγει τον δρόμο στην μεταφυ­σική, μετατρέποντας την φυσική από επιστήμη σε αποκρυφισμό και θεοσοφία. Κατά την γνώμη μας, χρόνος μηδέν δεν υπάρχει. Γιατί μηδενικός χρόνος σημαίνει ΑΚΙΝΗΣΙΑ.
ΠΗΓΗ
Η συγγραφή του παρόντος άρθρου στηρίχθηκε κύρια στα αντί­στοιχα κεφάλαια του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη "Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής", έκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008.

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Κβαντική Φυσική: οι δύο Σχολές.

Σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας (βλ. συνδέσμους στο τέλος του παρόντος άρθρου) αναφερθήκαμε, ανάλογα και με τις ανάγκες της θεματογραφίας του κάθε άρθρου, σε ωρισμένες αρχές των δύο φιλοσοφικά αντίθετων Σχολών, σχολών οι οποίες πρωταγωνίστησαν στην περίφημη Διαμάχη για την Κβαντική Θεωρία το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, της Ρεαλιστικής Σχολής με κυριώτερους εκπροσώπους τους Einstein, de Broglie, Schrödinger, Langevin, von Lawe κ.α., και της Σχολής της Κοπεγχάγης (Bohr, Born, Heisenberg, Pauli κ.α.) Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε τις βασικές αρχές της κάθε μίας από αυτές τις Σχολές, ώστε ο αναγνώστης να έχει μία πληρέστερη εικόνα του τι πρέσβευε (και πρεσβεύει) η μία και η άλλη Σχολή.
Σχολή Κοπεγχάγης.
       Πήρε το όνομά της από την πόλη στην οποία έζησε και εδημιούργησε ο αδιαμφισβήτητος αρχηγέτης της, Niels Bohr. Δεσπόζουσα τάση θεωρείται ότι είναι ο θετικισμός. Θα αποδείξουμε, όμως, στην συνέχεια ότι πίσω από το προσωπείο του θετικισμού υποκρύπτονται ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Έναν ιδεαλισμό τον οποίο ξεκάθαρα διακήρυξαν ωρισμένοι εκπρόσωποι της (von Neumann, Eugene Wigner), και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή (σολιψισμός). Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δύο άλλοι επιφανείς εκπρόσωποι της, οι Heisenberg και Jordan είχαν αναλάβει συστηματική εκστρατεία εναντίον των υλιστικών αντιλήψεων που υπήρχαν στον χώρο της Φυσικής1.
         Οι βασικές αρχές της Σχολής της Κοπεγχάγης (Σ.Κ) είναι:
1. Αρχή συμπληρωματικότητας.  Ακρογωνιαίος λίθος της συγκεκριμένης ερμηνείας. Διατυπώθηκε από τον ίδιο τον Niels Bohr στο συνέδριο του Como το 1927. Σύμφωνα μ’ αυτήν, είναι αδύνατη η σύνθεση (με την διαλεκτική έννοια) των αντίθετων κατηγορημάτων ή καταστάσεων της πραγματικότητας, όπως μεγεθών (θέση-ορμή), ιδιοτήτων (σωμάτιο-κύμα), περιγραφών (χωροχρονική-αιτιακή), που ως εκ τούτου είναι συμπληρωματικά και αμοιβαίως αποκλειόμενα κατηγορήματα ή καταστάσεις. Έτσι μία κβαντική οντότητα, όπως ένα ηλεκτρόνιο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα αναδείξει τις σωματιδιακές του ιδιότητες και κάτω από κάποιες άλλες τις κυματικές, ενώ, πάντοτε κατά τον Bohr, είναι αδύνατος ο σχεδιασμός ενός πειράματος το οποίο θα αναδείκνυε ταυτόχρονα και τα δύο. Στην συνέχεια ο Bohr ανήγαγε την αρχή της συμπληρωματικότητας σε γενική οντολογική και γνωσιοθεωρητική αρχή, επεκτείνοντας την και σε άλλους τομείς (Βιολογία, Ηθική, Ψυχολογία), δικαιώνοντας τις τελεολογικές θέσεις του πατέρα του, καθηγητή Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Christian Bohr, ενός πιστού Λουθηρανού, ο οποίος είχε αντιταχθεί με σφοδρότητα στην θεωρία του Δαρβίνου.
         Η αρχή της συμπληρωματικότητας συγκέντρωσε από την πρώτη στιγμή τα πυρά των επιστημονικών αντιπάλων του Bohr. Ο Einstein θεωρούσε ότι η αρχή αυτή «δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μελλοντικών επιστημονικών εξελίξεων» (όπως ακριβώς και έγινε), ο de Broglie δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει βερμπαλισμό, ενώ ο Schrödinger «έχει την αίσθηση της παγωμάρας» τόσο απέναντι σ’ αυτήν την αρχή όσο και για τον ρόλο της επιστήμης γενικώτερα σύμφωνα με τους της Κοπεγχάγης. Ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στον Bohr στάθηκε ο Karl Popper. Ο μεγάλος αυτός διανοητής προλογίζοντας το βιβλίο του Franco Selleri «Η Διαμάχη για την Κβαντική Θεωρία» γράφει: «Ο Bohr αφού προσπάθησε να μας πείσει για το μη κατανοήσιμο (εννοεί της φύσεως), στην συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει αυτό το «μη κατανοήσιμο», με άλλα λόγια να κάνει κατανοητό το ακατανόητο [...]. Ο Bohr προκειμένου να καταδείξει ότι τα πειράματα με σωμάτια και τα πειράματα με κύματα είναι ασυμβίβαστα, ηρέσκετο να αναφέρει το αγαπημένο του παράδειγμα, το πείραμα των δύο σχισμών. Στο πείραμα αυτό παίρνουμε κροσσούς συμβολής, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των κυμάτων. Όμως κάθε κροσσός συμβολής χαρακτηρίζει επίσης τις συχνότητες δόνησης ή τις πυκνότητες σωματιδίων, κι αυτό συμβαίνει σε κάθε πείραμα που προσπαθούμε να παγιδεύσουμε ή να παρατηρήσουμε κάποιο κύμα».
        Εκείνοι, όμως, που απεκάλυψαν τον πραγματικό ιδεολογικό χαρακτήρα της αρχής της συμπληρωματικότητας ήταν οι μαρξιστές φιλόσοφοι. Ο Σοβιετικός Blokhintsev την δεκαετία του ’50 έγραφε: «Εκεί βρίσκεται το θεμελιακό μεθοδολογικό μειονέκτημα της αντίληψης της συμπληρωματικότητας. Από την άποψη αυτής της αντίληψης, οι κβαντικοί νόμοι χάνουν τον αντικειμενικό τους χαρακτήρα και γίνονται νόμοι που προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα του μικροσκοπικού κόσμου. Και αυτό είναι ιδεαλισμός». (η επισήμανση δική μας)2.
2. Αρχή απροσδιοριστίας ή αβεβαιότητας. Η γνωστή αρχή την οποία διατύπωσε ο Heisenberg. Η αρχή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μαθηματική διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας. Οι ανισότητες του Heisenberg απαγορεύουν την ταυτόχρονη ακριβή μέτρηση δύο συζυγών μεταβλητών, π.χ. ορμή-θέση, ενέργεια-χρόνος. Όταν γνωρίζουμε την ορμή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την θέση του σωματίου και το αντίστροφο. Μπορούμε να κάνουμε χωροχρονική περιγραφή των φαινομένων, όχι όμως ταυτόχρονα και αιτιοκρατική και το αντίστροφο, κ.ο.κ. Την αρχή αυτήν την έχουμε σχολιάσει στο οικείο άρθρο («Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη φυσική. Μέρος Α»). Εδώ θα περιοριστούμε στις εξής παρατηρήσεις.
        Η αρχή της απροσδιοριστίας ουσιαστικά θέτει ένα ανώτερο όριο στην δυνατότητα γνώσεως του Κόσμου από τον άνθρωπο. Η θέση αυτή συνάδει με την γενικώτερη θέση της Σ.Κ. ότι ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος από τον άνθρωπο. Ο ρόλος της Φυσικής δεν είναι να ερμηνεύσει τον κόσμο. Η Φυσική είναι ένα καλό λογιστικό εργαλείο, χρήσιμο αποκλειστικά και μόνον για την αποτύπωση των μετρήσεων που κάνουμε στην φύση και την διατύπωση ακριβών μεταξύ τους σχέσεων. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Niels Bohr ανέφερε: «Ολόκληρος ο φορμαλισμός πρέπει να θεωρείται ως ένα εργαλείο για την εξαγωγή προβλέψεων, σαφώς καθορισμένου ή στατιστικού χαρακτήρα, σχετικά με την πληροφορία που μπορούμε να πάρουμε υπό πειραματικές συνθήκες περιγραφόμενες με κλασσικούς όρους». Ο Aage Petersen, ένας από τους βοηθούς του Bohr, προχώρησε ακόμη παραπέρα: «Δεν υπάρχει κβαντικός κόσμος. Υπάρχει μόνο μία αφηρημένη κβαντομηχανική περιγραφή. Κάνουμε λάθος αν σκεφτόμαστε ότι η φυσική έχει αποστολή να ανακαλύψει πως είναι η φύση. Η φυσική αφορά το τι μπορούμε να πούμε εμείς για την φύση» . Ο Heisenberg, ο οποίος βοήθησε τον Bohr και τους συναδέλφους του να αναπτύξουν αυτήν την Κοπεγχιανή αντίληψη για τον κόσμο, θεωρεί τις κβαντικές οντότητες ως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες, ως μαθηματικά ιδεατά (αναβίωση της αριθμολογίας των Πυθαγορείων).
         Οι αντιλήψεις αυτές προσεγγίζουν το θεολογικό «πίστευε και μη ερεύνα», τελικά δε οδηγούν το άτομο στην αδρανοποίηση, στην μοιρολατρία και στην υποταγή. Κάτι, βέβαια που καθόλου δεν στενοχωρεί τους εκάστοτε κρατούντες.
     Εάν η αρχή της απροσδιοριστίας συνδυασθεί με την «αρχή»  της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών, άρθρο πίστεως για την Σ.Κ., τότε οι ανισότητες του Heisenberg ουσιαστικά απαγορεύουν την ταυτόχρονη ύπαρξη ακριβών τιμών για τις συζυγείς μεταβλητές. Μία τέτοια  αντίληψη οδηγεί στην απόρριψη της αντικειμενικής υπόστασης του κόσμου, οριακά δε στην εκκένωση του από την υλικότητα. Το σπέρμα του ιδεαλισμού βρίσκεται και εδώ πίσω από αυτές τις αντιλήψεις.
         Οι ανισότητες του Heisenberg, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μέτρο των στατιστικών διασπορών των συζυγών μεγεθών, διασπορών που συμβαίνουν αυθόρμητα στην φύση, λόγω των τυχαιακού χαρακτήρα αλληλεπιδράσεων των κβαντικών συστημάτων με το περιβάλλον ή με την μετρητική συσκευή κατά την πράξη της μέτρησης. Οι διασπορές αυτές καθορίζονται από τις κάθε φορά κρατούσες συνθήκες. Τροποποίηση των συνθηκών τροποποιεί την στατιστική κατανομή, κι αυτό επιβεβαιώνει την ισχύ μιας άλλης μορφής αιτιοκρατίας στον μικρόκοσμο, πλέον σύνθετης και πλέον πολυδύναμης, της κβαντικής στατιστικής μορφής της αιτιοκρατίας, του κβαντικού στατιστικού καθορισμού. Συνεπώς οι ανισότητες του Heisenberg δεν νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα εναντίον της αιτιοκρατίας.
3) Η αρχή της ανυπαρξίας των μη μετρηθέντων μεγεθών.
       Πρόκειται για την κλασσική θετικιστική θέση ότι η πραγματικότητα ανάγεται στο σύνολο των αισθητηριακών δεδομένων. Συνεπώς αυτό που δεν παρατηρείται/μετρείται δεν υπάρχει. Η «αρχή» αυτή υπήρξε οδηγητική για την διατύπωση της μηχανικής των μητρών, του μαθηματικού φορμαλισμού της Σ.Κ.: (Οι έννοιες της τροχιάς, του σωματίου-κύματος κτλ. απορρίπτονται. Εισάγονται οι πιθανότητες παρουσίας και μετάπτωσης) Η «αρχή» αυτή υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα από τον Heisenberg. Όπως ήδη είπαμε, εάν συνδυασθεί με την αρχή της απροσδιοριστίας οδηγεί σε αντιρεαλιστικές και αντι-υλιστικές θέσεις, κάτι που προφανώς δεν ήταν καθόλου δυσάρεστο στον Heisenberg και τους ομοίους του.
4) Αρχή της επαλληλίας. Για την Σ.Κ. η αρχή της επαλληλίας έχει την έννοια της προκβαντικής επαλληλίας, δηλαδή της κυματοδέσμης πολλαπλών επίπεδων κυμάτων κατά το πρότυπο της κλασσικής οπτικής. Οι ιδιοκαταστάσεις προϋπάρχουν, είναι ενεργεία, μία δε από αυτές κατά την πράξη της μέτρησης ανάγεται στον κόσμο μας και δίνει το αποτέλεσμα της μέτρησης (αναγωγή της κυματοδέσμης). Η πράξη της μέτρησης καταστρέφει την κβαντική υπόσταση του μικροσωματίου, η οποία και καταρρέει (κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης) πλην μιας ιδιοκατάστασης (ποιας; και γιατί αυτής και όχι της άλλης;), η οποία από τον, κατά κυριολεξία, υπό-κοσμο θα έλθει στον μακρόκοσμο και θα δώσει το αποτέλεσμα της μέτρησης. Και το υπόλοιπο κβαντικό σύστημα; Είναι κάπου εκεί κρυμμένο στην φύση. Παρά τον σεβασμό μας προς αυτούς τους τόσο μεγάλους επιστήμονες δεν μπορούμε να μην πούμε ότι όλα αυτά μας θυμίζουν παραμύθια της χαλιμάς.
5) Το πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης.
    Στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής είναι αδύνατη η αναγωγή της κυματοδέσμης κατά την πράξη της μέτρησης, ακόμη και εάν επιστρατευτούν όλες οι μετρητικές συσκευές του Σύμπαντος (βλ. «Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική. Μέρος Β'). Συνεπώς είναι αδύνατη η λήψη αποτελέσματος. Οι von Neumann και Eugene Wigner «έλυσαν» το πρόβλημα εισάγοντας στην ατελείωτη αλυσίδα των μετρητικών συσκευών τον παρατηρητή, όχι όμως σαν υλική οντότητα γιατί σαν τέτοια υπόκειται στους νόμους της κβαντικής μηχανικής, αλλά ως «συνείδηση» η οποία ως κάτι το άϋλο βρίσκεται έξω από τα όρια της φυσικής. Η «συνείδηση» είναι αυτή που θα προκαλέσει την αναγωγή της κυματοδέσμης και θα δώσει το αποτέλεσμα της μέτρησης. Εδώ πλέον ο ιδεαλισμός είναι απόλυτα ξεκάθαρος. Οι αντιλήψεις αυτές («μοντέλο του ψυχοφυσικού παραλληλισμού») εναρμονίζονται με μία ακραία υποκειμενική ιδεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας (σολιψισμός), έγιναν δε ασμένως δεκτές από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής. Την ίδια ώρα ο Wigner πανηγύριζε για την κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης και για την «συνείδηση, η οποία αποτελεί την υπέρτατη πραγματικότητα, όποια εξέλιξη και εάν πάρουν τα πράγματα στην φυσική». Ο έστιν μεθερμηνευόμενον ότι «το θέλετε δεν το θέλετε, θα το λουστείτε. Το πνεύμα κυριαρχεί πάνω στην ύλη».
         Τα απίστευτα αυτά πράγματα έχουν την ερμηνεία τους εάν λάβει κανείς υπ' όψιν του τις γενικώτερες συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) που επικρατούσαν την περίοδο του μεσοπολέμου και τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και την καταλυτική παρουσία και δράση (όχι μόνον επιστημονική) του von Neumann. (Περισσότερα για τα έργα και τις ημέρες του John von Neumann μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο σχετικό λήμμα στην αγγλική έκδοση της Wikipedia).

6) Αιτιοκρατία. Η Σ.Κ. από αφορμή τον πιθανοκρατικό χαρακτήρα της κβαντικής φυσικής και από το γεγονός ότι σε ωρισμένα είδη μετρήσεων από την αρχική κατάσταση λαμβάνεται ένα σύνολο ιδιοκαταστάσεων, δηλαδή το ίδιο αίτιο οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα, έβγαλε το συμπέρασμα ότι αιτιοκρατία στον μικρόκοσμο δεν υπάρχει. Στην συνέχεια επεξέτειναν το γραμμικής αντιλήψεως αυθαίρετο νοητικό τους κατασκεύασμα και στον μακρόκοσμο, θεωρώντας ότι η αιτιοκρατία στον μακρόκοσμο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ψευδαίσθηση, η οποία οφείλεται στον νόμο των μεγάλων αριθμών.
        Η πιθανότητα, όμως, θα πρέπει να θεωρηθεί ως το μέτρο των πολλαπλών δυναμικοτήτων του κβαντικού στατιστικού συνόλου στις δεδομένες συνθήκες. Το τυχαίο δεν είναι άρνηση της αιτιότητας και του καθορισμού. Το τυχαίο βρίσκεται σε μία διαλεκτική σχέση αντίθεσης, ταυτόχρονα όμως και σύνθεσης με την αναγκαιότητα, την οποία προϋποθέτει, επικαλύπτει και της οποίας, με μία αντίθετη έννοια, μπορεί να αποτελεί το υπόβαθρο. Οι δυναμικοί νόμοι συχνά είναι το συνολικό αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού τυχαίων συμβάντων. Με μία αντίθετη έννοια, το τυχαίο επικαλύπτει, κάτω από την φαινομενικά χαοτική μορφή του, δυναμικές διαδικασίες. Κάθε τυχαία αλληλεπίδραση έχει τις αιτίες της και τους καθορισμούς της. Το τυχαίο δεν είναι ούτε αναίτιο ούτε ακαθόριστο. Και στον κόσμο του μικρού ισχύει, όπως ήδη έχουμε πει, μία πλέον πολυδύναμη και πολυσύνθετη μορφή αιτιοκρατίας, όπως ακριβώς είναι και η φύση του μικρού, ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Σύμφωνα με τον οποίο ο κόσμος του μικρού συνιστά μία πολυδύναμη, πολυσύνθετη πραγματικότητα δυνάμει (κατά την Αριστοτελική έννοια3) καταστάσεων, οι οποίες πραγματώνονται, υποστασιοποιούνται, μετασχηματίζονται σε ενεργεία (απτές, πραγματικές) ανάλογα με τις εσωτερικές συνθήκες/αλληλεπιδράσεις του κβαντικού συστήματος, και ανάλογα με τις αλληλεπιδράσεις του μικροσυστήματος καθεαυτού με το περιβάλλον ή με την μετρητική συσκευή. Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι μη γραμμικοί, μη αντιστρεπτοί, μη στιγμιαίοι. Το αποτέλεσμα που θα λαμβάνουμε κάθε φορά από την μέτρηση καθορίζεται από το «παιχνίδι», το «νείκος και την φιλότητα», αυτών των αλληλεπιδράσεων.
        Επομένως το ότι οι ίδιες αιτίες δεν οδηγούν πάντοτε στο ίδιο αποτέλεσμα δεν σημαίνει την ύπαρξη κάποιας ενδογενούς αυταρχίας (ιντετερμινισμού, έλλειψης αιτιοκρατίας) στο επίπεδο των μικροφαινομένων, αλλά την ύπαρξη μιας συνθετώτερης μορφής καθορισμού (αιτιοκρατίας) που υπερβαίνει τις κλασσικές μορφές της μηχανικής και της δυναμικής αιτιοκρατίας, της κβαντικής στατιστικής μορφής της αιτιοκρατίας, του κβαντικού στατιστικού καθορισμού. Ο γραμμικός φορμαλισμός και ο γραμμικός τρόπος σκέψεως της Σ.Κ. δεν της επιτρέπει να κατανοήσει την βαθύτερη φύση του μικρόκοσμου, την δυναμική του ελάχιστου, τους αέναους ποιοτικούς μετασχηματισμούς των κβαντικών συστημάτων, αυτό το ατέλειωτο παιχνίδι ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία. Και δυστυχώς η αδυναμία αυτή της κυρίαρχης ερμηνείας απετέλεσε σοβαρό φραγμό για τις μελλοντικές εξελίξεις στην φυσική, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Einstein.
7) Μη-τοπικότητα, μη-διαχωρίσιμο. Ο Bohr προκειμένου να δώσει μία απάντηση στο νοητικό πείραμα/πρόκληση των EPR-Einstein, Podolsky, Rosen-, υποστήριξε ότι το μετρούμενο σύστημα και ο παρατηρητής αποτελούν ένα ενιαίο, αδιάσπαστο και αδιαχώριστο μη αναλύσιμο σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο ο Bohr απέρριψε την τοπικότητα και αποδέχτηκε την μη-τοπικότητα και το μη-διαχωρίσιμο, έμμεσα δε, χωρίς ποτέ να το παραδεχτεί, τις ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, δηλαδή τις αλληλεπιδράσεις που μεταδίδονται με άπειρη ταχύτητα. Προκειμένου δε να μην παραβιαστεί η αρχή της σχετικότητας, υποστηρίχτηκε ότι οι αλληλεπιδράσεις αυτές δεν μεταφέρουν ενέργεια. Τότε, όμως, πως προκαλούν παρατηρήσιμα φαινόμενα; Και ποια είναι η φύση των φορέων αυτών των μυστηριωδών αλληλεπιδράσεων; Στα ερωτήματα αυτά ο αρχηγέτης της Σχολής της Κοπεγχάγης δεν έδωσε ποτέ απάντηση. Όμως, οι αντιλήψεις αυτές απετέλεσαν τελικά την κερκόπορτα για να διεισδύσουν και να εγκατασταθούν στην θετικώτερη των επιστημών, ο μυστικισμός και η παραψυχολογία. Έτσι με πολλή «σοβαρότητα» υποστηρίζονται ακόμη και από επιστήμονες, με βάση αυτές τις ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, τα διάφορα τηλε-(-πάθεια, -κίνηση, ψυχικά φαινόμενα κ.ο.κ.), όχι πάντοτε βέβαια, με το αζημίωτο. Τελικά η ιδεολογική κατρακύλα (θετικισμός-> ιδεαλισμός-> μυστικισμός, παραψυχολογία, θεοσοφία) μετέτρεψαν τον ναό της Γνώσης σε οίκον εμπορίου, προς μεγάλη αμηχανία των πρωτεργατών της Σχολής της Κοπεγχάγης και των συνεχιστών του έργου τους.
Ρεαλιστική Σχολή.
   Η Ρεαλιστική Σχολή (Ρ.Σ.) φιλοσοφικά κινείται στον ρεαλισμό (ρεαλιστικό αξίωμα)-υλισμό. Συνεπώς στον φιλοσοφικό αντίποδα της Σ.Κ. Ο Einstein, η αιχμή του δόρατος της Ρεαλιστικής Σχολής, με συνδημιουργούς τους de Broglie, Schrödinger, Langevin, von Lawe κ.α., έθεσαν τον θεμέλιο λίθο του θεωρητικού οικοδομήματος, το οποίο στηρίζεται στο τρίπτυχο ρεαλισμός-αιτιοκρατία-τοπικότητα. Οικοδόμημα, το οποίο στην συνέχεια διευρύνθηκε, ισχυροποιήθηκε και ενισχύθηκε χάρις στο θεωρητικό έργο επιστημόνων και διανοητών του αναστήματος του Ευτύχη Μπιτσάκη στην Ελλάδα, του Franco Selleri στην Ιταλία κ.α. Η Ρ.Σ. αμφισβήτησε τα βασικά δόγματα της Σ.Κ. και διατύπωσε μία ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία της κβαντικής Μηχανικής. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του Einstein. Η οποία ασφαλώς δεν περιορίζεται στην πολυπροβεβλημένη φράση «ο θεός δεν παίζει ζάρια», ούτε και γενικώς, όπως μονότονα ωρισμένοι λένε και ξαναλένε, ότι ο Einstein «εναντιώθηκε στην κβαντική θεωρία», δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο Einstein ήταν αντίθετος στην κβαντική Μηχανική. Ένας επιστήμονας του αναστήματος του Einstein δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στις εξελίξεις, οι οποίες συντάραξαν τον επιστημονικό κόσμο τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ο Einstein εναντιώθηκε με πείσμα, επιμονή, με συνέπεια και συνέχεια, στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης, θεωρώντας ότι αυτή βρίσκεται στην λανθασμένη κατεύθυνση και ότι το γεγονός αυτό θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για την παραπέρα πρόοδο της νέας επιστήμης. Ο Einstein σε όλη του την ζωή έμεινε αταλάντευτος και αμετακίνητος στις επιστημονικές του θέσεις, δίνοντας μάχες, ιδιαίτερα υπέρ της αιτιοκρατίας, πολλές φορές «μοναχώτατος» ως άλλος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Και όλα αυτά παρά τους προπηλακισμούς και τις χυδαιότητες, τις οποίες αντιμετώπισε στην Γερμανία του μεσοπολέμου. Αλλά και στο Princeton o Einstein ζούσε σε καθεστώς εύγλωττης απομόνωσης, αφού σημαντική μερίδα της Αμερικάνικης διανόησης θεωρούσε τις ιδέες του «πολύ σοσιαλιστικές». Συνεπώς δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρωτομάστορας της Ρεαλιστικής ερμηνείας της κβαντομηχανικής.
        Οι βασικώτερες αρχές της Ρεαλιστικής Σχολής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω:
1)   Υπάρχει μία πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, η οποία συνιστά το ερευνητικό πεδίο της φυσικής. Κατά συνέπεια οι έννοιες, οι νόμοι της Φυσικής κ.λ.π., έχουν αντίκρυσμα στον φυσικό κόσμο (counterpart).
2) Ρεαλιστικό αξίωμα. Σύμφωνα μ' αυτό, τα μικροσυστήματα είναι αντικειμενικές, φυσικές πραγματικότητες, ανεξάρτητες από τον «παρατηρητή». Οι κβαντικές καταστάσεις έχουν πραγματική ύπαρξη, ανεξάρτητη από το υποκείμενο. Δεν είναι ούτε "data" ούτε "events", ούτε «ασαφείς δυναμικότητες», ούτε, πολύ περισσότερο, «μαθηματικά ιδεατά».
3)   Αιτιοκρατία. Ακρογωνιαίος λίθος της ρεαλιστικής ερμηνείας και βασικό συστατικό στοιχείο της υλιστικής κοσμοαντίληψης. Όπως ήδη αναφέραμε, στον μικρόκοσμο ισχύει μία ειδική μορφή αιτιοκρατίας, η κβαντική στατιστική μορφή της, ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Η μηχανιστική αιτιοκρατία δεν έχει καμμία απολύτως θέση στον κόσμο του μικρού. Ακόμη και εάν γνωρίζαμε την θέση και την ορμή του σωματίου, η γνώση αυτή δεν θα αρκούσε για να προβλεφτεί η συμπεριφορά του σωματίου κατά την αλληλεπίδραση του με το όργανο μέτρησης, επειδή η μέτρηση στην μικροφυσική δεν είναι μηχανικό φαινόμενο. Είναι μία μη-γραμμική διαδικασία μετασχηματισμών, η οποία δεν ανάγεται σε μηχανικούς όρους.
4)   Αρχή της επαλληλίας. Για την Ρ.Σ. η αρχή της επαλληλίας αποτελεί την ποσοτική έκφραση των πολλαπλών δυναμικοτήτων των κβαντικών συστημάτων/στατιστικών συνόλων. Οι ιδιοκαταστάσεις δεν προϋπάρχουν, είναι δυνάμει καταστάσεις, οι οποίες υποστασιοποιούνται σε ενεργεία, κατά την αλληλεπίδραση των κβαντικών συστημάτων με την μετρητική συσκευή. Συνεπεία αυτής της αλληλεπίδρασης το μικροσύστημα υφίσταται ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία πριν από την μέτρηση ήταν ενεργεία, «εξαφανίζονται», μεταπίπτουν δηλαδή σε δυνάμει στοιχεία. Ταυτόχρονα εμφανίζονται νέα στοιχεία πραγματικότητας, τα οποία προηγουμένως ήταν δυνάμει. Τα νέα αυτά στοιχεία δεν δημιουργούνται από το Μηδέν. Έρχονται από το βάθος του πραγματικού, από στοιχεία τα οποία υπάρχουν, αλλά δεν έχουν κάνει ακόμη την εμφάνιση τους. Η κατάσταση, η οποία προκύπτει σαν αποτέλεσμα αυτών των μετασχηματισμών, είναι μία κατάσταση μετασταθής, η οποία μεταπίπτει σε μία από τις ιδιοκαταστάσεις, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης οργάνου-συστήματος. Συνεπώς για την Ρ.Σ. πρόβλημα κβαντικής μέτρησης δεν υφίσταται. Η μέτρηση ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση των δυναμικοτήτων του συστήματος και δεν τίθεται θέμα ούτε κυματοδέσμης, η οποία άλλωστε είναι προκβαντική έννοια, την φυσική υπόσταση της οποίας αμφισβήτησαν ακόμη και εκείνοι οι οποίοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά την έννοια αυτή στην κβαντική μηχανική, ούτε αναγωγής της κυματοδέσμης, ούτε κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης, ούτε προβολής του καταστατικού διανύσματος. Αυτό που η Σχολή της Κοπεγχάγης ονομάζει αναγωγή ή προβολή δεν είναι άλλο από μετασχηματισμός του συστήματος. Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν είναι «μυστηριώδη άλματα» τα οποία γίνονται ακαριαία. Είναι περιγράψιμες διαδικασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε πεπερασμένα χρονικά διαστήματα. Σε τελική ανάλυση η πράξη της μέτρησης πρέπει να γίνει κατανοητή ως μία μη-γραμμική, μη-αντιστρεπτή με χρονικό πάχος διαδικασία περάσματος από το δυνάμει στο ενεργεία.
      Από τα παραπάνω τεκμαίρεται ότι ο χώρος Hilbert δεν είναι χώρος ενεργεία, αλλά δυνάμει καταστάσεων, ένας χώρος δυναμικοτήτων.
5) Η κβαντική μηχανική είναι θεωρία στατιστικών συνόλων. Οι προβλέψεις της είναι αντικειμενικές και έγκυρες. Εν τούτοις ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας δεν σημαίνει έλλειψη αιτιακού καθορισμού, δεδομένου ότι τα κβαντικά φαινόμενα προκαλούνται από γνωστές φυσικές αλληλεπιδράσεις και διέπονται από νόμους: νόμους διατήρησης και κανόνες επιλογής. Η τροποποίηση των συνθηκών, εξάλλου, συνεπάγεται μία διαφορετική πιθανοτική κατανομή, γεγονός το οποίο θεμελιώνει την ισχύ, όχι μόνον της αιτιότητας, αλλά και μιας άλλης μορφής αιτιοκρατίας στον μικρόκοσμο, πλέον πολυδύναμης και πλέον πολυσύνθετης σε σχέση με την μηχανιστική και την δυναμική μορφή αιτιοκρατίας, όπως άλλωστε πολυδύναμη και πολυσύνθετη είναι και η φύση του μικρού. Και η μορφή αυτή της αιτιοκρατίας, όπως έχουμε πολλές φορές πει, είναι η κβαντική στατιστική αιτιοκρατία, ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός.
6) Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν κατ' ανάγκην, ότι η σημερινή στατιστική μορφή της θεωρίας είναι πλήρης και οριστική. Η κβαντική κατάσταση ορίζεται από ένα «πλήρες» σύνολο συμβατών παρατηρήσιμων, αλλά η πληρότητα αυτή αφορά το σημερινό επίπεδο της γνώσεως. Μία πληρέστερη περιγραφή θα ήταν δυνατή με την εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων, των περίφημων λανθανουσών παραμέτρων.
7)  Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας, στην φύση δεν υπάρχουν ταχύτητες ανώτερες από την ταχύτητα του φωτός. Οι φυσικές θεωρίες είναι τοπικές και τα φυσικά φαινόμενα είναι διαδικασίες με χρονικό πάχος. Κατά την Ρ.Σ. μία τοπική και αιτιοκρατική περιγραφή του μικρόκοσμου, θα ήταν κατ' αρχήν δυνατή. Η υποθετική μη-τοπικότητα της Σ.Κ., δεχόμενη την ύπαρξη των άγνωστης φύσης ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, αλληλεπιδράσεων που μεταδίδονται σε χρόνο μηδέν με άπειρη ταχύτητα, όχι μόνο μας γυρίζει πίσω στην εποχή του Νεύτωνα, αλλά φέρνει στο προσκήνιο, στον αιώνα των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, τον μυστικισμό και την παραψυχολογία4.

       Από την σύγκριση των βασικών δογμάτων των δύο ερμηνειών αβίαστα προκύπτει η υπεροχή της Ρεαλιστικής Σχολής. Η ερμηνεία της διακρίνεται για τον ορθολογισμό της, την εσωτερική της συνοχή και την ικανότητα της να δίνει απαντήσεις και λύσεις εκεί όπου η κυρίαρχη Σχολή βλέπει αδιέξοδα, προβλήματα και «όρια της κβαντομηχανικής περιγραφής». Παρά ταύτα η ερμηνεία αυτή συστηματικά τίθεται στο περιθώριο. Η φωνή της δεν ακούγεται, οι θέσεις της αποσιωπώνται, και όταν παρουσιάζονται, παρουσιάζονται διαστρεβλωμένες και εκχυδαϊσμένες όπως στην περίπτωση της αιτιοκρατίας. Εμείς ως ιστολόγιο θα συνεχίσουμε να προβάλλουμε τις θέσεις της ρεαλιστικής ερμηνείας, σε μία προσπάθεια να διαφωτίσουμε το κοινό, να αποκαλύψουμε όλα εκείνα που προσπαθούν να του κρύψουν. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η αντιπαράθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία δεν γίνεται μόνον σε επίπεδο πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο πολιτισμικό, και εν προκειμένω σε επίπεδο επιστημολογικό, πεδία στα οποία οι μηχανισμοί οι οποίοι χρησιμοποιούνται είναι πλέον λεπτοί και αδιόρατοι, και γι' αυτό η παραπλάνηση του κοινού πολύ ευκολώτερη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ο Jordan στο βιβλίο του Η Φυσική στον 20ο αιώνα, στην ενότητα με τον εύγλωττο τίτλο Η εκκαθάριση του υλισμού, έγραφε: «Οι νέες αντιλήψεις που προήλθαν από τα κβαντικά φυσικά πειράματα και την θεωρητική τους επεξεργασία σημαίνουν την εκκαθάριση της υλιστικής εικόνας του κόσμου, που είχε αναπτυχθεί στην κλασσική δυτική επιστήμη, στην βάση της Ελληνικής υλιστικής φιλοσοφίας». Λίγες σελίδες πιο πριν μπορούμε να διαβάσουμε: «Ξεφορτωθήκαμε οριστικά ένα από τα τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά της υλιστικής αναπαράστασης του κόσμου (σημ.: εννοεί την αιτιοκρατία), ενώ η θετικιστική θεωρία βρίσκεται επιβεβαιωμένη και αιτιολογημένη με αποφασιστικό τρόπο». (P. Jordan, Physics in the twentieth century, Philosophical Library, New York, 1944, σ. 119).
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και ο Heisenberg στο βιβλίο του Φυσική και Φιλοσοφία.
2)  Αργότερα, πάντως, η πλειοψηφία των Σοβιετικών επιστημόνων και επιστημολόγων διαφοροποιήθηκε και έγινε πιο διαλλακτική απέναντι στην ερμηνεία του Bohr, ο οποίος στο μεταξύ είχε βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Οι Fock και Rosenfeld διεδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για την τέτοια μεταστροφή του κλίματος υπέρ του Bohr. Κυριολεκτικά λειτούργησαν ως δούρειος ίππος της αστικής ιδεολογίας. Ένα από τα πολλά σημάδια της επερχόμενης κατάρρευσης.
3)  «...το ενεργεία είναι μέτρο αυτού που είναι δυνάμει» (Αριστοτέλης, Φυσικά 217a).
4)      «....σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αναβίωση του μυστικισμού που τροφοδοτείται από τους δύο πιο επαναστατικούς τομείς της Φυσικής: την Κοσμολογία (μυστικισμός που αναδύεται από το μοντέλο του big-bang) και την μικροφυσική (νεο-μυστικιστικό ρεύμα που συνδέεται με την αμφισβήτηση της τοπικότητας και της αιτιοκρατίας των κβαντικών φαινομένων). Το παλιό σενάριο ανανεώνεται και συμπληρώνεται: φυσικοί, αστροφυσικοί, φιλόσοφοι, ψυχαναλυτές, νευροφυσιολόγοι, θεολόγοι, ισλαμιστές, μεγάλοι ραβίνοι κ.λ.π. μιλούν για την ελεύθερη βούληση του Θεού, την παραψυχολογία, την ψυχοκίνηση, την αντιφυσική, τα θαύματα, τα μέντιουμ, το ταξίδι στο παρελθόν... με πολύ σοβαρό τρόπο, και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας οργανώνουν αυτό το νεο-μυστικιστικό ρεύμα» (Ε. Bitsakis, Paradigmi, 4, 37, 1986).

Σύνδεσμοι