Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Ύλη και Θεωρίες Σχετικότητας.

Σύμφωνα με τις κοσμολογικές αντιλήψεις του Νεύτωνα, πατέρα της Μηχανικής, της Ουράνιας Μηχανικής και της σωματιδιακής Οπτικής, αντίθετης προς την κυματική Οπτική του Χιούγκενς (17ος αιώνας), η ύλη αποτελείται από συμπαγή, σκληρά σωμάτια, κατεσπαρμένα στον άπειρο ευκλείδιο χώρο, τα οποία αλληλεπιδρούν με δυνάμεις που μεταδίδονται με άπειρη ταχύτητα. Κατά τον Νεύτωνα, από τις ίδιες δυνάμεις προκύπτουν πάντα τα ίδια αποτελέσματα (αρχή της μηχανιστικής αιτιοκρατίας). Το νευτώνειο κοσμοείδωλο θυμίζει, από πολύ μακριά, την φιλοσοφία του Δημόκριτου. Τώρα, όμως, πρόκειται για επιστήμη. Το «Σύμπαν» του Νεύτωνα είναι ρεαλιστικό (αντικειμενική ύπαρξη της ύλης), αιτιοκρατικό και μη τοπικό (άπειρη ταχύτητα, ακαριαία δράση από απόσταση). Σ΄ αντίθεση με τον Δημόκριτο ο Νεύτων δεν ήταν υλιστής. Όπως και ο Καρτέσιος, ήταν μεταφυσικός ρεαλιστής. Το Σύμπαν του ήταν θεμελιωμένο σε μεταφυσικές - θεολογικές προκείμενες.
(Πηγή εικόνας:https://en.wikipedia.org )
Συγκεκριμένα: Ο Νεύτων, για ευνόητους λόγους, δεν χρησιμοποίησε την έννοια του ατόμου, όπως την διετύπωσε ο Δημόκριτος, και γενικώτερα η Ελληνική υλιστική φιλοσοφία. Τα άτομα του Δημόκριτου ήταν αδημιούργητα και άφθαρτα. Τα σωμάτια του Νεύτωνα είχαν δημιουργηθεί από τον Θεό. Είναι μάλιστα συμπαγή και τόσο σκληρά «ώστε καμμία δύναμη να μην μπορεί να θραύσει αυτό που ο Θεός έκανε συμπαγές και σκληρό, κατά την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας». (Αλλοίμονο Νεύτωνα, βρέθηκαν πολλοί ασεβείς που όχι μόνον έθραυσαν τα δημιουργήματα του Υψίστου, αλλά τα έκαναν φύλλο-φτερό). Ο χώρος στον οποίο υπάρχει η ύλη είναι ευκλείδιος: είναι ένας χώρος με σταθερή μετρική, ομοιογενής, ισότροπος και άπειρος. Ο χώρος είναι απόλυτος, ανεξάρτητος από την ύλη. Είναι το αισθητήριο του Θεού. Αντίστοιχα, ο χρόνος είναι απόλυτος, ανεξάρτητος από την κίνηση και αντιστοιχεί στην πανταχού παρουσία του Θεού.
Το στατικό νευτώνειο κοσμοείδωλο τροφοδότησε με «επιστημονικά» επιχειρήματα τόσο την θεολογική αντίληψη για τον κόσμο (Δημιουργός, μεγάλος αρχιτέκτονας), όσο και τον μηχανιστικό υλισμό του 18ου  και 19ου αιώνα. Η διατύπωση, όμως, των νόμων του ηλεκτρομαγνητισμού από τον Μάξγουελ στα μέσα του 19ου αιώνα κατέδειξε τα ιστορικά όρια του νευτώνειου παραδείγματος.
James Clerk Maxwell 
Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου, οι νόμοι της Φυσικής είναι ταυτόσημοι για όλα τα συστήματα αναφοράς που κινούνται με ομαλή, αμοιβαία ταχύτητα (ουσιαστικά πρόκειται για μη σχετικότητα, από γνωσιολογική άποψη). Το αναλλοίωτο των νόμων της Μηχανικής εκφράζονται από την ομάδα μετασχηματισμών του Γαλιλαίου. Οι νόμοι, όμως, του ηλεκτρομαγνητισμού δεν είναι αναλλοίωτοι ως προς αυτήν την ομάδα μετασχηματισμών. Είναι αμετάβλητοι ως προς μία άλλη ομάδα: την ομάδα μετασχηματισμών Λόρεντζ. Το γεγονός αυτό απετέλεσε την αφετηρία για μία νέα δυναμική αντίληψη για την ύλη, τον χώρο και τον χρόνο: την Σχετικότητα, με τις δυο θεωρίες, τις οποίες διατύπωσε ο Αϊνστάιν, την Ειδική και την Γενική Θεωρία Σχετικότητας (1905, 1916).
Ο Νεύτων είχε ορίσει την μάζα ως το ποσόν της ύλης που περιέχει ένα σώμα. Ταύτισε δηλαδή μία φυσική έννοια (την μάζα) με μία φιλοσοφική κατηγορία (την ύλη). Με την ανάπτυξη της Θερμοδυναμικής και σε συμφωνία με τον ορισμό του Νεύτωνα, θεωρήθηκε ότι το Σύμπαν αποτελείται από δύο οντότητες: την ύλη-μάζα, σταθερή, ανεξάρτητη από την κίνηση, και την ενέργεια, ουσία μη υλική, επειδή σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις, δεν είχε μάζα. Η μάζα, κατά την κλασσική Φυσική, είναι απόλυτο μέγεθος, ανεξάρτητη από την κίνηση. Κατά την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, αντίθετα, η μάζα είναι σχετικό μέγεθος. Αυξάνει με την ταχύτητα. Σχετικά, επίσης, αποδείχτηκαν και τα άλλα απόλυτα μεγέθη της κλασσικής Φυσικής: το μήκος και ο χρόνος. Η αποκάλυψη της σχετικότητας των κλασσικών απόλυτων μεγεθών απετέλεσε την βάση των νέων πρωτοποριακών αντιλήψεων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, τα φυσικά μεγέθη δεν είναι αμετάβλητα ως προς τον παρατηρητή, αλλά ως προς ένα σύστημα αναφοράς, το οποίο δεν προϋποθέτει την ύπαρξη παρατηρητή. Και δεύτερον, εξίσου σπουδαίο, εάν όχι σπουδαιότερο: από τα κλασσικά σχετικά μεγέθη, η Σχετικότητα, με διαλεκτικές συνθέσεις, δημιούργησε νέα απόλυτα μεγέθη. Τα μεγέθη αυτά είναι απόλυτα σ’ έναν νέο χώρο, τον χώρο Μινκόφσκι, στον οποίο ο χώρος και ο χρόνος συνδέονται, αποτελώντας το πλαίσιο ενός τετραδιάστατου Σύμπαντος (Σύμπαν Μινκόφσκι). Ο χώρος και ο χρόνος χωριστά είναι σχετικά μεγέθη (εξαρτώνται από την κίνηση). Το χωρο-χρονικό διάστημα, το οποίο εκφράζει την ενότητα του χώρου και του χρόνου, ενότητα που δεν καταργεί την οντολογική διαφορά, είναι απόλυτο. Αντίστοιχα, η μάζα και η ενέργεια συνιστούν ένα νέο απόλυτο μέγεθος, που εκφράζεται με το τετραδιάνυσμα ορμής-ενέργειας. Το ίδιο ισχύει για το ηλεκτρικό φορτίο και το ρεύμα (τετραδιάνυσμα φορτίου-ρεύματος) κ.ο.κ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια ύλη δεν εμφανίζεται στις νέες σχετικιστικές έννοιες ή στους μαθηματικούς φορμαλισμούς. Η ύλη δεν είναι επιστημονική έννοια. Είναι φιλοσοφική κατηγορία και συνεπώς δεν επιδέχεται μέτρηση. Δεν υπάρχει μέτρο της ύλης.
Επιστημονικές έννοιες είναι τα δυο βασικά κατηγορήματα της ύλης: η μάζα ως μέτρο της αδράνειας, και η ενέργεια, ως μέτρο της κίνησης. Οι δύο έννοιες συνδέονται ποσοτικά με την γνωστή εξίσωση του Αϊνστάιν: Ε=m.c2. Μία καθαυτό σχετικιστική σχέση καταδεικνύει την βαθύτερη ενότητα των δύο βασικών κατηγορημάτων της ύλης (της αδράνειας και της κίνησης), ενότητα, η οποία, ωστόσο δεν καταργεί την μεταξύ τους οντολογική διαφορά. Η σχέση αυτή, στο εννοιολογικό πλαίσιο της Ειδικής Σχετικότητας, εκφράζεται με το τετραδιάνυσμα ορμής-ενέργειας. Οι τρεις χωρικές συνιστώσες του τετραδιανύσματος αντιστοιχούν στην μάζα. Η τέταρτη, η χρονική, στην ενέργεια. Το τετραδιάνυσμα είναι η τυπική έκφραση της ενότητας, της διαφοράς και της αντίθεσης της μάζας και της ενέργειας.
                      (Πηγή εικόνας: http://www.nea-acropoli.gr)
Σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση η ενέργεια μετατρέπεται σε μάζα, και η μάζα σε ενέργεια. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τις προσχετικιστικές αντιλήψεις, πρόκειται για υλοποίηση της ενέργειας. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μετατροπή μη μαζικών σωματίων (π.χ φωτόνιο) σε μαζικά (ζεύγος αρνητικού και θετικού ηλεκτρονίου). Και εάν αναρωτηθεί κανείς πώς βρέθηκε μάζα στο μη μαζικό σωμάτιο για να δημιουργηθούν τα άλλα δύο μαζικά σωμάτια, είναι η δυνάμει μάζα του φωτονίου η οποία μετατρέπεται σε ενεργεία μάζα στο ζεύγος των μαζικών σωματίων, ενώ η ενέργεια μετατρέπεται σε δυνάμει μορφή. Το αντίστροφο συμβαίνει κατά την μετατροπή της μάζας σε ενέργεια. Δεν έχουμε εδώ, όπως γενικά πιστεύεται, αφυλοποίηση  της μάζας-ύλης, αλλά μετατροπή δύο μαζικών σωματίων (ηλεκτρονίου και ποζιτρονίου) σ’ ένα μη μαζικό, το φωτόνιο. Στην περίπτωση αυτή η ενεργεία μάζα των μαζικών σωματίων μετατρέπεται σε δυνάμει μάζα στο φωτόνιο, και η ενέργειά τους σε ενεργεία ενέργεια στο μη μαζικό σωμάτιο. Όπως έχουμε τονίσει και αλλού (βλ. «Αριστοτέλης και Κοπεγχάγη») σε όλους τους μετασχηματισμούς διατηρείται το σύνολο της ενεργεία και της δυνάμει μάζας, καθώς και το σύνολο της ενεργεία και της δυνάμει ενέργειας. Δικαιώνεται, έτσι, και τίθεται σε επιστημονική πλέον βάση, η μεγαλοφυής σύλληψη του Αριστοτέλη όσον αφορά στις έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία, και στην μεταξύ τους διαλεκτική σχέση (το ενεργεία μέτρον του δυνάμει, βλ. ίδιο άρθρο).
Τι είναι, όμως, ύλη; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ύλη είναι παν ό,τι υπάρχει, κι αυτό που υπάρχει, υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τον παρατηρητή, και ανεξάρτητα από τις ειδικές μορφές με τις οποίες υπάρχει. Κατά τον Αϊνστάιν, αντίθετα με την τρέχουσα κυρίαρχη και εισέτι αείζωο αντίληψη, ύλη δεν είναι μόνον τα μαζικά σωμάτια. Ύλη είναι και τα μαζικά και τα μη μαζικά (το ηλεκτρομαγνητικό και το βαρυτικό πεδίο). Γενικώτερα τα μαζικά σωμάτια και τα πεδία. Ο ορισμός του Αϊνστάιν, γενικός ορισμός με καθορισμένο φυσικό περιεχόμενο, εναρμονίζεται με τον φιλοσοφικό ορισμό της ύλης. Κατά συνέπεια, αντιφάσκει με τον δυϊσμό των φυσικών (ύλη και ενέργεια), καθώς και με τις διάφορες μορφές του φιλοσοφικού δυϊσμού, π.χ. του Καρτέσιου, του Τεγιάρ ντε Σαρντέν ή του Χάιζενμπεργκ. Ο ορισμός του Αϊνστάιν θεμελιώνει έναν φυσικό ρεαλισμό και ευρύτερα έναν φιλοσοφικό μονισμό. Μέσα απ’ αυτήν την θέση, συνδέει την Φυσική με την μεγάλη μονιστική-υλιστική παράδοση, η οποία εγκαινιάστηκε από τους Προσωκρατικούς και κυρίως από τον Λεύκιππο, τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο. Η Σχετικότητα, και στην συνέχεια η Μικροφυσική, και μέσω αυτής η Αστροφυσική και η Κοσμολογία, θεμελιώνει με τον τρόπο αυτό μία μονιστική αντίληψη για τον κόσμο. Η ύλη δεν είναι το αιώνιο – αμετάβλητο των Ελεατών. Δεν συγκροτείται από γεωμετρικά σχήματα. Δεν ανήκει στον κόσμο των Ιδεών, στο όντως ον, πέρα από την κίνηση και την φθορά. Η ύλη, αποκλειστικό συστατικό του Σύμπαντος, έχει μία ιστορία μεταμορφώσεων. Μία ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται ακόμα στις αχανείς εκτάσεις του Σύμπαντος, και η οποία θα συνεχίσει να εκτυλίσσεται για πάντα.
Συνεπώς, η άποψη ότι η ύλη μετατρέπεται σε μη υλική ενέργεια (αφυλοποίηση) και η ενέργεια σε ύλη (υλοποίηση) είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Αποτελεί φιλοσοφικό και επιστημονικό σφάλμα, διότι προϋποθέτει τον ευκλείδιο χώρο και την κλασσική διχοτομία μάζας και ενέργειας. Τα σχετικά φαινόμενα, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, είναι μετατροπές μαζικών σωματίων σε μη μαζικά και το αντίστροφο.
              (Πηγή εικόνας: http://www.kathimerini.gr)
Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας ανέδειξε τα ιστορικά και γνωσιολογικά όρια του στατικού νευτώνειου παραδείγματος. Όμως, η μορφή του χωρόχρονου στο σύμπαν Μινκόφσκι, η μετρική του, είναι ανεξάρτητη από την παρουσία και την κίνηση της ύλης; Στο ερώτημα αυτό θα έδινε απάντηση η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας. Η Θεωρία της Βαρύτητας του Νεύτωνα ήταν ικανοποιητική για την εποχή της και σύμφωνη με τις τότε αστρονομικές παρατηρήσεις. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και την βελτίωση των οργάνων παρατήρησης, διαπιστώθηκαν αποκλίσεις από τις προβλέψεις της θεωρίας. Οι αποκλίσεις ήταν μηδαμινές, ικανές όμως για να κλονίσουν το κύρος της.
Συγκεκριμένα: παρατηρήθηκαν μετατοπίσεις των περιηλίων του Ερμή, του Άρη και της Αφροδίτης. Επίσης, η κίνηση της Σελήνης παρουσίαζε ωρισμένες επιταχύνσεις, όπως και του κομήτη του Ένκε. Προκειμένου να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες έγιναν πολλές προτάσεις, μερικές από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτες. Καμμία, όμως, παρά την τροποποίηση του νόμου του Νεύτωνα, δεν έδινε λύση στο πρόβλημα, στις αντιφάσεις δηλαδή που παρουσιάζονταν ανάμεσα στην νευτώνεια θεωρία και στα παρατηρησιακά δεδομένα. Η κρίση ξεπεράστηκε μόνον με την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, την οποία διατύπωσε ο Αϊνστάιν το 1916.
Σε τι διαφέρει, όμως, η Γενική από την Ειδική Θεωρία; Όπως έχουμε αναφέρει, στον χώρο Μινκόφσκι δεν υπεισέρχεται η μάζα. Συνεπώς, το χωροχρονικό συνεχές είναι ανεξάρτητο από την παρουσία των μαζικών και των μη μαζικών σωματίων, δηλαδή από την παρουσία της ύλης.
                    (Πηγή εικόνας: http://www.tovima.gr )
Η νέα επαναστατική ιδέα του Αϊνστάιν ήταν η εξής: Οι νόμοι του ηλεκτρομαγνητισμού παραμένουν αναλλοίωτοι ως προς τους μετασχηματισμούς Λόρεντζ, για συστήματα αναφοράς που κινούνται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση. Ο Αϊνστάιν θέλησε να γενικεύσει το αναλλοίωτο για οποιοδήποτε σύστημα αναφοράς, δηλαδή και για συστήματα τα οποία υφίστανται επιταχύνσεις. Η Θεωρία της Βαρύτητας του Αϊνστάιν διατυπώθηκε στο πλαίσιο της γεωμετρίας του Ρήμαν, ο χώρος της οποίας έχει μεταβλητή μετρική. Στην νέα θεωρία, η μετρική, δηλαδή η μορφή του χώρου, καθορίζεται από τα δυναμικά πεδία της βαρύτητας. Αυτά, με την σειρά τους, καθορίζονται από την κατανομή της ύλης στον περιβάλλοντα χώρο. Και επειδή η κατανομή της ύλης στον χώρο δεν είναι ομοιογενής, και επιπλέον στο ίδιο σημείο του χώρου μεταβάλλεται με τον χρόνο, συνάγεται ότι τα μήκη και τα χρονικά διαστήματα θα μεταβάλλονται στην πορεία του χρόνου, όχι μόνον από σημείο σε σημείο, αλλά και για το ίδιο σημείο του χώρου.
Κατά την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, η μορφή του χώρου καθορίζεται από την κατανομή της ύλης, δηλαδή από την παρουσία, όχι μόνον των μαζικών αλλά και των μη μαζικών σωματίων (του ηλεκτρομαγνητικού και του βαρυτικού πεδίου). Συνεπώς, η θεωρία αυτή είναι μία θεωρία αμοιβαίου καθορισμού ύλης, κίνησης, χώρου και χρόνου. Με την νέα θεωρία της βαρύτητας, η Γεωμετρία έπαυσε να είναι επιστήμη θεμελιωμένη σε a priori αιτήματα, γενικώτερα επιστήμη καθαρών μορφών, και απέκτησε φυσικό περιεχόμενο. Δικαιολογημένα ο Βλαντιμίρ Φόκ χαρακτήρισε την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ως μία χρονογεωμετρική θεωρία της βαρύτητας. Οι αστρονομικές παρατηρήσεις, παλαιότερες και σύγχρονες, επανειλημμένα επιβεβαίωσαν την θεωρία του Αϊνστάιν.
Τελικές παρατηρήσεις. Ο Αϊνστάιν με τις δυο θεωρίες του έδωσε την δυνατότητα μιας κοσμοθέασης τελείως διαφορετικής από εκείνης του νευτώνειου «παραδείγματος». Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η γνώση είναι διαδικασία εμβάθυνσης. Η νέα θεωρία δεν διαψεύδει την παλαιά: Αναδεικνύει τα ιστορικά και γνωσιοθεωρητικά της όρια, και ταυτόχρονα ταυτίζεται μαζί της στο όριο. Έτσι, στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας οι εξισώσεις και τα φυσικά μεγέθη (μάζα, χώρος, χρόνος κ.λπ.) τείνουν οριακά προς τις κλασσικές τιμές, όταν η ταχύτητα τείνει προς το μηδέν. Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας είναι θεμελιωμένη σε διαφορετικές αρχές από την κλασσική δυναμική. Αποτελεί ένα διαφορετικό «παράδειγμα» και εν τούτοις μεταπίπτει οριακά στο προηγούμενο. Ένα ανάλογο συμβαίνει και με την κβαντική μηχανική, η οποία, σε αντίθεση με την κλασσική, θεμελιώνεται στην αρχή της ασυνέχειας του κβάντου δράσης. Αν θεωρήσουμε ότι το κβάντο δράσης τείνει προς το μηδέν, τότε η κβαντική μηχανική τείνει να ταυτιστεί με την κλασσική. Παρόμοια, ο χώρος Μινκόφσκι είναι γενίκευση του ευκλείδιου, στον οποίο μεταπίπτει οριακά για μικρές ταχύτητες. Επίσης, ο χώρος Ρήμαν μεταπίπτει στον χώρο Μινκόφσκι, αν αγνοηθεί η παρουσία του βαρυτικού πεδίου, δηλαδή η παρουσία της ύλης. Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλα παραδείγματα. Το συμπέρασμα θα ήταν το ίδιο: Το νέο «παράδειγμα» δεν διαψεύδει το παλαιό. Αναδεικνύει τα ιστορικά-γνωσιοθεωρητικά του όρια, το γενικεύει και το επανευρίσκει στο όριο, παρά την διαφορετική αξιωματική θεμελίωση.
        (Πηγή εικόνας: http://thecuriosityofcat.blogspot.gr)
Με τις δυο θεωρίες του ο Αϊνστάιν επαναπροσδιόρισε το εννοιολογικό περιεχόμενο της ύλης, καθώς και των γνωστών φυσικών μεγεθών. Η Ειδική και στην συνέχεια η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας αποκάλυψαν την διαφορά και ταυτόχρονα την οντική ενότητα των δύο βασικών κατηγορημάτων της ύλης: της μάζας, ως μέτρου της αδράνειας, και της ενέργειας, ως μέτρου της κίνησης. Κατά την προσχετικιστική Φυσική η μάζα είναι αναλλοίωτο μέγεθος σε οποιονδήποτε μετασχηματισμό. Σύμφωνα με την Νευτώνεια Φυσική, καθώς και με την Θερμοδυναμική, η έννοια της μάζας ταυτίστηκε (και δυστυχώς συνεχίζει να ταυτίζεται), με την φιλοσοφική κατηγορία της ύλης. Η ύλη, όμως, είναι οντολογική κατηγορία. Δεν είναι επιστημονική έννοια. Εκφράζει στο επίπεδο του αφηρημένου – καθολικού, το συγκεκριμένο καθολικό:  Καθετί που υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τον παρατηρητή. Η λανθασμένη ταύτιση ενός φυσικού μεγέθους με μία φιλοσοφική κατηγορία προκαλεί συγχύσεις και αντιφάσεις.
Κατά τον Αϊνστάιν ύλη είναι και τα μαζικά και τα μη μαζικά σωμάτια. Τα μαζικά σωμάτια και τα πεδία. Η πεδιακή αντίληψη για την ύλη επιβεβαίωσε την θέση αυτήν του Αϊνστάιν, και κατήργησε την διχοτομία σωματίου και πεδίου.
Η ύλη δεν είναι κάτι το στατικό και το αμετάβλητο. Η ύλη έχει μία ιστορία στον χώρο και στον χρόνο. Αποτελεί μία ολότητα δυναμική, σε διαρκές γίγνεσθαι. Η ιστορικότητα των μορφών της ύλης έχει πολύ μεγάλη φιλοσοφική σημασία. Επιβεβαιώνει την διαλεκτική κοσμοαντίληψη απέναντι στις μεταφυσικές αιώνιες και αμετάβλητες «αρχές» και τους «έσχατους δομικούς λίθους» του Σύμπαντος. Το συμπέρασμα αυτό ασφαλώς αφορά το σήμερα προσιτό μέρος του Σύμπαντος, τον Κόσμο μας, μία έκταση περίπου 10-15 δισεκατομμυρίων ετών φωτός. Λογικό είναι να υποθέσει κανείς ότι διαφορετικές μορφές ύλης θα μπορούσαν να υπάρχουν και διαφορετικοί νόμοι θα μπορούσαν να ισχύουν σε άλλες περιοχές του Σύμπαντος, πέρα από την δική μας, καθώς και σε άλλες «στιγμές» του κοσμικού γίγνεσθαι.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι και στον ίδιο τον δικό μας Κόσμο, τα πράγματα σχετικά με την ύλη δεν είναι ακόμη απόλυτα ξεκαθαρισμένα. Όσα γνωρίζουμε για την ύλη του Κόσμου μας αφορούν την ορατή ύλη, η οποία υπολογίζεται ότι αποτελεί περίπου το 5% του δικού μας κομματιού του Σύμπαντος. Το υπόλοιπο 95% αποτελείται από την λεγόμενη «σκοτεινή ύλη» και την σκοτεινή ενέργεια. Για τις οποίες, υποθέσεις μόνον, μπορούμε να κάνουμε. Όλα αυτά δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία το ανεξάντλητο των μορφών της ύλης, το αέναο γίγνεσθαι, σ’  έναν κόσμο, που όπως σωστά προείπε ο σοφός της Εφέσου, «τα πάντα ρει».
ΠΗΓΕΣ:
Ε. Μπιτσάκης. Χώρος και Χρόνος. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση. Εκδ. Άγρα, Αθήνα 2014.
Ε. Μπιτσάκης. Η εξέλιξη των Θεωριών της Φυσικής. Εκδ. Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008.
L. Landau, Y. Rumer. Τι είναι η θεωρία της Σχετικότητας. Εκδ. Γ.Α. Πνευματικού, 
Αθήνα (μετάφραση Νίκος Κιάος και Αντώνης Μαργαρίτης).
Σύνδεσμοι: