Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος. Μέρος Α΄.


Εισαγωγή.Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε ανάμεσα στα 575-570 π.Χ. στην πόλη Κολοφώνα της Ιωνίας, μία πόλη πανάρχαια (κτίστηκε τον 11ο π.Χ. αιώνα), ανάμεσα στην Έφεσσο και στην Λέβεδο, Β.Α. της Σάμου(1). Σε ηλικία 25 ετών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κολοφώνα, η οποία, όπως και η υπόλοιπη Ιωνία, είχε καταληφθεί από τους Πέρσες (2). Περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της κυρίως Ελλάδος και της εγγύς Μεσογείου και τελικά κατέληξε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας, όπου και εγκαταστάθηκε. Στις μακροχρόνιες αυτές περιπλανήσεις του προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην έκανε τον πλανόδιο ραψωδό. Η διαμονή του σε τόσα πολλά και διαφορετικά μέρη του έδωσε την δυνατότητα να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του, καθώς του επέτρεψε να γνωρίσει ανθρώπους ποικίλων αντιλήψεων, να δει πράγματα διαφορετικά από όσα έβλεπε στην γενέτειρά του, να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμα των πόλεων που τον φιλοξενούσαν. Αρχαίες πηγές (Διογένης, ΙΧ, 18) τον αναφέρουν σαν αυτοδίδακτο. Το πιο πιθανό, όμως, είναι ότι θα είχε σπουδάσει την φιλοσοφία από τους μεγάλους δασκάλους της Μιλήτου, και έτσι όταν ξενιτεύτηκε θα ήταν ήδη ένας διαμορφωμένος στοχαστής. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ελέα έγραψε σε στίχους την «Κολοφώνος κτίσιν», στην οποία εξιστορούσε την ακμή και την παρακμή της πατρίδας του. Στην συνέχεια έγραψε, πάλι σε στίχους, την ιστορία της Ελέας: «Ο εις Ελέαν της Ιταλίας αποικισμός». Έγραψε επίσης ελεγείες (μελαγχολικά τραγούδια που τα συνόδευε πάντοτε αυλός) και σίλλους (πειρακτικά ποιήματα – σάτιρες). Σε ώριμη ηλικία έγραψε το «Περί φύσεως» σύγγραμμα του, στο οποίο ανέπτυσσε την κοσμοθεωρία του. Από τους αρχαίους και τους σύγχρονους θεωρείται ιδρυτής ή σε κάθε περίπτωση πρόδρομος της Σχολής της Ελέας (3).
Η θεολογία του Ξενοφάνη. Στην ενότητα αυτή, στηριζόμενοι στα διασωθέντα αποφθέγματα του, θα παρουσιάσουμε και θα σχολιάσουμε τις περί θρησκείας αντιλήψεις του Ξενοφάνη. Αντιλήψεις, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δοθέντος ότι σχεδόν στο σύνολο τους βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις κρατούσες θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής του, δίδοντας μας την δυνατότητα να σχηματίσουμε μία εικόνα για τις αντιρρήσεις και την κριτική που άσκησαν στην θρησκεία πρωτοπόροι διανοητές του καιρού εκείνου.
1) Αλλ’ οι βροτοί δοκέουσι γεννάσθαι θεούς, την σφετέρην δ’ εσθήτα έχειν φωνήν τε δέμας τε. (14).
Όμως οι θνητοί νομίζουν πως οι θεοί γεννιούνται και πως έχουν το δικό τους ρούχο, λόγο και κορμί.
Σχόλιο: Για τους Έλληνες ναι μεν οι θεοί ήσαν αθάνατοι, όχι όμως και αγέννητοι. Για την γέννηση των θεών είχαν πλασθεί διάφοροι μύθοι. Η θεογονία του Ησιόδου θεωρείται ως ένας από τους ομορφότερους τέτοιους μύθους. Όμως, πέρα από την ομορφιά της, όπως έχουμε ήδη επισημάνει (βλ. «Ησιόδου θεογονία: μία άλλη οπτική, Μάρτιος 2014), η Ησιοδική θεογονία εμπεριέχει την διαλεκτική σχέση παλαιάς-νέας θρησκείας, υπό την έννοια της Αριστοτελικής διαλεκτικής του δυνάμει-ενεργεία, πολλά χρόνια πριν διατυπώσει την σχέση αυτή ο Σταγειρίτης φιλόσοφος.
Ο Ξενοφάνης απορρίπτει την ησιοδική περί γενέσεως των θεών εκδοχή, θεωρώντας ότι οι θεοί δεν γεννήθηκαν, δεν μπορούν να γεννηθούν, γιατί οι θεοί υπήρχαν πάντοτε, ήσαν αεί, όπως αεί ήν και ο Κόσμος κατά την γνωστή ηρακλείτεια ρήση. Η επίδραση του Υλοζωϊσμού της Μιλήτου είναι προφανής. Οι θεοί, προσωποποιημένες δυνάμεις της Φύσης, υπάρχουν από ανέκαθεν, όπως ακριβώς και η φύση υπάρχει από ανέκαθεν. Συνεπώς, είναι αγέννητοι, όπως αγέννητος είναι ο Κόσμος μας, όπως αγέννητο είναι το Σύμπαν. Το μόνο που μπορούμε να πούμε για το Σύμπαν είναι ότι υπάρχει. Το μόνο που μπορούμε να πούμε για τους θεούς είναι ότι υπάρχουν. Αυτό κάνει και ο Ξενοφάνης.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι για τους Έλληνες δημιουργία εκ του μηδενός και θεός δημιουργός των πάντων ήσαν πράγματα αδιανόητα. Στο απόσπασμα αυτό παρατηρούμε, επίσης, ότι γίνεται ένας πρώτος έλεγχος της ανθρωπομορφικής παράστασης των θεών («… την σφετέραν δ’ εσθήτα έχειν φωνήν τε δέμας τε»), ένας έλεγχος, ο οποίος γίνεται αυστηρώτερος και καυστικώτερος σε επόμενα αποσπάσματα.
2) Πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος δι’ Ησίοδος τε όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και λόγος εστίν, κλέπτειν μοιχεύειν και αλλήλους απατεύειν. (11).
Στους θεούς έχουν προσάψει Όμηρος και Ησίοδος όσα είναι στους ανθρώπους και ντροπή και όνειδος, να μοιχεύουν και να κλέβουν και ο ένας τον άλλον να απατούν.
Σχόλιο: Οι θεοί είναι τέλεια όντα. Συνεπώς δεν μπορούν να έχουν τις κακίες, τα στραβά και τα ανάποδα των θνητών. Απ’ αυτήν την άποψη, όχι αδικαιολόγητα, ο Ξενοφάνης τα βάζει με τα δυο ιερά τέρατα του Ελληνισμού, τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο Ξενοφάνης, όμως, δεν ήταν ο μόνος που επέκρινε αυτούς τους δυο μεγάλους άνδρες. Ο Ηράκλειτος, ο οποίος δεν μασούσε τα λόγια του, ειρωνεύεται τον Όμηρο, για τον οποίο λέγει: «Ος εγένετο των Ελλήνων σοφώτερος πάντων» (21). Και συνεχίζει ακάθεκτος ο σοφός της Εφέσσου με τον Ησίοδο: «Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει. Ησίοδον γαρ αν εδίδαξε» (16). («Η πολυμάθεια δεν φωτίζει τον νου των ανθρώπων . αν ήταν έτσι, θα είχε φωτίσει τον νου του Ησίοδου»). Ο Ηράκλειτος, όπως έχουμε δει στο άρθρο «Πυθαγόρας ο Σάμιος: ο μυστικιστής» (Οκτώβριος 2013), στολίζει ανάλογα και τον Πυθαγόρα. Και δεν έχει καθόλου άδικο, όπως εξηγούμε στο παραπάνω άρθρο, στο οποίο και αποκαλύπτουμε τον πραγματικό Πυθαγόρα, και όχι αυτόν που μας πλασσάρουν σαν φιλόσοφο και επιστήμονα.
3) Αλλ’ ει χείρας έχον βόες ηέ λέοντες ή γράψαι χείρεσσι και έργα τελείν άπερ άνδρες, ίπποι μεν θ’ ίπποισι, βόες δε τε βουσίν ομοίας και <κε> θεών ιδέας έγραφον και σώματ’ εποίουν τοιαύθ’, οίον περ καυτοί δέμας είχον έκαστοι. (15).
Αλλά εάν χέρια είχαν τα βόδια, τα λιοντάρια, τα άλογα και ζωγράφιζαν και έκαναν έργα όπως οι άνθρωποι, τα άλογα με αλόγων όμοιες και τα βόδια με βοδιών τις μορφές θα ιστορούσαν τα των θεών, και τα κορμιά κάθε ζώο θα παρίστανε όπως είναι το σώμα του.
4) Αιθίοπές τε θεούς σφετέρους σιμούς μέλανάς τε θρήικές τε γλαυκούς και πυρρούς φασί πέλεσθαι. (16).
Οι Αιθίοπες νοιώθουν πως οι θεοί τους είναι μελαψοί, και οι Θρακιώτες πως είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες.
Σχόλιο: Στα αποσπάσματα αυτά ο Ξενοφάνης με τρόπο έξυπνο και πρωτότυπο σαρκάζει την τάση των ανθρώπων να θέλουν να παραστήσουν το θείο, να φαντασθούν πως είναι οι θεοί, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε ζωομορφικές ή ανθρωπομορφικές παραστάσεις, ανάλογες με τα δικά τους φυσιογνωμικά όσο και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Προηγήθηκε έτσι ο Ξενοφάνης κατά μερικούς αιώνες του Ludwig Feuerbach, που είπε το γνωστό: «κάθε ιδέα για τον θεό ή το θείο είναι ανθρωπομορφισμός». Ακόμη και όταν το θείο νοείται ως Πνεύμα (ο,τιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό), πάλι ο ανθρωπομορφισμός είναι αναπόφευκτος: η ουράνια οικογένεια (του ιουδαιοχριστιανισμού) είναι ένα ακριβές αντίγραφο της επίγειας πατριαρχικής (το πάλαι ποτέ) οικογένειας.
Πώς, όμως, αντιλαμβάνεται το θείον ο Ξενοφάνης; Αυτό μας το εξηγεί στα επόμενα αποσπάσματα.
5) Είς θεός εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος, ούτι δέμας θνητοίσι ομοίιος ουδέ νόημα. (23).
Ένας σε θεούς και ανθρώπους είναι ο μέγιστος θεός, και ούτε με θνητούς στο σώμα όμοιος είναι ούτε στον νου.
Σχόλιο: Το απόσπασμα αυτό, όπως και τα επόμενα (24, 25, 26) εμπεριέχουν την Ξενοφανική έννοια του θεού: Ανάμεσα σ’ όλους τους θεούς και τους ανθρώπους (4) ένας μόνο θεός είναι ο μέγιστος. Ο θεός αυτός, ανώνυμος, επομένως όχι κάποιος από τους λατρευόμενους γνωστούς και επώνυμους θεούς, δεν μοιάζει καθόλου με τους θνητούς ούτε στο σώμα ούτε στο πνεύμα, δεν λειτουργεί με αισθητήρια όργανα αλλά με το σύνολο της ουσίας του, και κινεί το σύμπαν με μόνη την πνευματική του ενέργεια, ενώ ο ίδιος παραμένει μόνιμα αμετακίνητος. Η μοναδικότητα αυτού του θεού (εἷς) συνάδει με την ενιαία υλοζωϊστική ουσία, την πρωταρχική και ενιαία ουσία του σύμπαντος, νοητή ως δομικό υλικό του, σύμφωνα με το πνεύμα και τις αντιλήψεις της Υλοζωϊστικής Σχολής της Ιωνίας. Συνεπώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο ξενοφανικός θεός ταυτίζεται με τον σύμπαντα κόσμο, ο οποίος είναι αγέννητος, άφθαρτος, άχρονος, αιώνιος. Το απρόσωπο της υλοζωϊστικής ουσίας επιτρέπει την αποφυγή ανθρωπομορφικών και ζωομορφικών παραστάσεων του θείου. Έτσι ο Ξενοφάνης αποδεικνύεται συνεπής προς τις προηγούμενα εκτεθείσες θέσεις του όσον αφορά στον τρόπο αντίληψης των θεών από τους ανθρώπους.
Και οι υπόλοιποι θεοί; Δεν είναι παρά εκφάνσεις, προεκτάσεις αυτού του μέγιστου θεού, οι οποίες εκδηλώνονται ως φυσικές δυνάμεις ή φυσικά φαινόμενα, στα οποία οι άνθρωποι δίνουν διάφορα ονόματα, όπως ακριβώς και στους πολυάριθμους και ποικιλώνυμους θεούς.
Το απόσπασμα αυτό έγινε αντικείμενο των μεγαλύτερων παρερμηνειών. Ο Ξενοφάνης εδώ δεν διακηρύσσει κανέναν μονοθεϊσμό, όπως θα ήθελαν θεολόγοι και θεολογίζοντες, πολύ δε περισσότερο την έλευση του Γιαχβέ. Ο μονοθεϊσμός ως ιδέα αναπτύχθηκε μερικούς αιώνες αργότερα, στα χρόνια της παρακμής, όταν διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες, τις οποίες περιγράφουμε και αναλύουμε στο σχετικό άρθρο («Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: οι θρησκείες στα χρόνια της παρακμής», Μάϊος 2014). Αντίθετα, μάλιστα, ο Ξενοφάνης κάνει επανειλημμένα λόγο για πολλούς θεούς, και τούτο είναι καταφανές σ΄ όλο του το έργο.


6) Ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ’ ακούει. (24).
Όλος βλέπει, όλος νοιώθει και ακούει ολόκληρος.
Σχόλιο: Ο μέγιστος αυτός θεός λαμβάνει αντίληψη της πραγματικότητας όχι με την βοήθεια αισθητηρίων οργάνων, αλλά με σύμπασα την ουσία του. Η οποία, ούτως ή άλλως, ως ενεργούσα και ως ενεργούμενη, αποτελεί αυτήν ταύτην την πραγματικότητα. Το απόσπασμα αυτό επιβεβαιώνει την περί του ξενοφανικού θεού θεώρηση, την οποία κάναμε στην προηγούμενη ενότητα. Εκείνο, όμως, που κάνει εντύπωση είναι το στοιχείο της υπέρβασης της αισθητηριακής εμπειρίας. Η αντίληψη αυτή αναπτύσσεται και στην επόμενη γενιά φιλοσόφων: «Κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων» (Ηράκλειτος). Θα ήταν, βέβαια, παράλειψη να μην αναφέρουμε την περίφημη ρήση του Επίχαρμου, η οποία έχει απολύτως επιβεβαιωθεί από την σύγχρονη επιστήμη: «Νους ορή και νους ακούει . τάλλα κωφά και τυφλά».
Τέθηκε, λοιπόν, το ερώτημα, το οποίο εξακολουθεί και απασχολεί και σήμερα, εάν και κατά πόσο τα αισθητήρια μας αποδίδουν πιστά την πραγματικότητα. Θα αποφύγουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα τι είναι πραγματικότητα, ένα θέμα ακανθώδες, το οποίο απαιτεί μακρά συζήτηση, και στο οποίο ο καθένας δίνει απάντηση ανάλογα με την φιλοσοφική σκοπιά, από την οποία το εξετάζει. Εκείνο που μπορούμε εν προκειμένω να πούμε είναι ότι τα αισθητήρια μας είναι φτιαγμένα όπως είναι φτιαγμένα για να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε σωστά και με ακρίβεια το άμεσο περιβάλλον, τον μακρόκοσμο, τον κόσμο μας, αυτό το συγκεκριμένο επίπεδο οργάνωσης της ύλης, μέσα στο οποίο κινούμαστε. Ένα ον, το οποίο θα μπορούσε να δει πέρα από το ορατό φως ή ακόμη και να διακρίνει μικροσκοπικά ή υπερμικροσκοπικά αντικείμενα και οντότητες, ή να ακούει υπερήχους ή υποήχους, ασφαλώς θα είχε μία διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η πραγματικότητα άλλαξε. Είναι αμφίβολο, όμως, εάν ένα τέτοιο ον θα μπορούσε να επιβιώσει στις δεδομένες γνωστές συνθήκες του κόσμου μας. Και η απόδειξη είναι ότι δεν υπάρχουν τέτοια όντα. Η Εξέλιξη έκανε επιλογή των συγκεκριμένων αισθητηρίων, με τα οποία είμαστε εφοδιασμένοι, και τα οποία ναι μεν είναι πεπερασμένων δυνατοτήτων όσον αφορά στην δυνατότητα αντίληψης του συνόλου της πραγματικότητας, δηλαδή και της εσώτερης ουσίας των πραγμάτων, πλην όμως τα αισθητήρια αυτά μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε με τρόπο απόλυτα αξιόπιστο αυτά που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, και έτσι να μπορούμε να ζούμε και να επιβιώνουμε με ασφάλεια, στον κόσμο μας. Επομένως οι αισθήσεις μας και μας εξαπατούν και δεν μας εξαπατούν. Μας υπηρετούν μέχρι εκεί που πρέπει, και μας «εξαπατούν» κρατώντας κρυφό το κατ’ αρχήν περιττό για την άμεση επιβίωσή μας. Συνεπώς απ’ αυτήν την άποψη ο Ξενοφάνης νομιμοποιείται να εγείρει θέμα εγκυρότητας της αισθητηριακής αντίληψης.
7) Αλλ’ απάνευθε πόνοιο νόου φρενί πάντα κραδαίνει. (25).
Και τα πάντα δίχως κόπο με τον νου του τα κινεί.
Σχόλιο: Αναγνωρίζεται η ισχύς του όντος, και εξαίρεται η υπεροχή του νου ως δύναμης που κινεί τον κόσμο. Η αντίληψη αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ελληνική γραμματεία από τον Όμηρο (ο Δίας σείει τον Όλυμπο μ’ ένα του νεύμα, Ιλιάς Α 530) ως το κινούν ακίνητον του Αριστοτέλη.
8) Αιεί δ’ εν ταυτώ μίμνει κινούμενος ουδέν, ουδέ μετέρχεσθαί μιν επιτρέπει άλλοτε άλλη. (26).
Πάντα στον ίδιο τόπο μένει τέλεια ακίνητος, μια και ούτε του ταιριάζει να τριγυρνάει από ‘δω και από εκεί.
Σχόλιο: Άλλη μία καινοτομία του Ξενοφάνη. Η ιδέα της ακινησίας του θεού δεν βρίσκεται ούτε στην Ιωνική φιλοσοφία ούτε στην θεολογία του Ησίοδου. Ίσως ο Ξενοφάνης να εμπνεύστηκε αυτήν την ιδέα από την αντίληψη περί του ακίνητου της Γης. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σαφή διαφοροποίηση από τις θέσεις της Ιωνικής φιλοσοφίας, διαφοροποίηση η οποία στην συνέχεια θα πάρει την μορφή της αντίθεσης με τον Παρμενίδη, ο οποίος ωστόσο παρά την προσπάθεια του δεν μπόρεσε να απογαλακτισθεί ολοκληρωτικά από τον τρόπο σκέψης της Ιωνικής Σχολής.
9) Και το μεν ουν σαφές ου τις ανήρ ίδεν ουδέ τις έσται ειδώς αμφί θεών τε και άσσα λέγω περί πάντων. ει γαρ και τα μάλιστα τύχοι τετελεσμένον ειπών, αυτός όμως ουκ οίδε. δόκος δ’ επί πάσι τέτυκται. (34).
Την αλήθεια δεν την ξέρει και ούτε θα βρεθεί κανείς για θεούς που να ‘χει γνώση και για όσα λέγω τούτα. κι αν βρεθεί κανένας πάλι λόγο που να πει σωστό, όμως δεν το ξέρει ο ίδιος . σ’ όλα μέσα πλέκεται η γνώμη.
Σχόλιο: Στο απόσπασμα αυτό επισημαίνεται η δυσκολία ή και αδυναμία προσπέλασης του ανθρώπου στην αντικειμενική και αδιαμφισβήτητη γνώση. Η γνώση (σαφές) είναι προνόμιο των θεών. οι άνθρωποι μπορούν μόνον να δοκούν, να εικάζουν, να έχουν γνώμη (δόκος). Η απαισιόδοξη αυτή προοπτική αίρεται στο απόσπασμα 18: «Δεν φανέρωσαν στους θνητούς οι θεοί απ’ αρχής τα πάντα, μα το καλύτερο με τον καιρό ζητώντας βρίσκουν». Εκείνο, λοιπόν, που μας λέει ο Ξενοφάνης είναι ότι: Ναι μεν η ακριβής γνώση των πραγμάτων παρουσιάζει δυσκολίες, όμως ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να σταματήσει να ερευνά, να μελετά, να μαθαίνει, να κατακτά διαρκώς την γνώση. Η θέση αυτή είναι ταυτόσημη με την θέση της Ρεαλιστικής Σχολής, όσον αφορά την δυνατότητα γνώσης του κόσμου, σ’ αντίθεση με την θετικιστική Σχολή, που όπως είδαμε στα τελευταία άρθρα, θεωρεί την επιστήμη ως ένα απλό λογιστικό εργαλείο και τον κόσμο μη γνώσιμο. Από τα βάθη των αιώνων ο Ξενοφάνης τελικά στέλνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας όσον αφορά στην πρόοδο της γνώσης και του πολιτισμού, ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στις ανεξάντλητες δυνατότητες που έχει ο άνθρωπος.

1 σχόλιο: