Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Σάτιρα: με ή χωρίς όρια;


Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό της σάτιρας. Κατά την γνώμη μας, λοιπόν, σάτιρα είναι η αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας με όρους και χαρακτηριστικά γκροτέσκο, δοσμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προσβάλλεται η προσωπικότητα των σχολιαζομένων ούτε να αποϊδεολογοποιούνται πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα. Το στοιχείο αυτό της γελοιογραφικής υπερβολής προκειμένου να τονιστεί το κακό και το άσχημο, βοηθάει τον κοινωνό της σάτιρας να έχει σαφέστερη αντίληψη για το σήμερα, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στο αύριο χωρίς τα λάθη του χθες. Συνεπώς η σάτιρα έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, αποτελεί δε ένα διακριτό όσο και επιθυμητό, για να μην πούμε αναγκαίο στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο και βοηθάει να ξεπεράσει τις κακές του πλευρές. Εκτός από την υπερβολή, η οποία φθάνει μέχρι της γελοιογραφίας χωρίς να γελοιοποιεί, άλλα μέσα έκφρασης της σάτιρας είναι η παρωδία, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία
             (Πηγή εικόνας:psychografimata.com) 
Ο χειρισμός του ισχυρού αυτού εργαλείου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και επιδεξιότητα. Υπάρχει μία λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην σάτιρα και στην ύβρη. Την οποία μπορεί κανείς εύκολα να περάσει και από παιδαγωγός να γίνει υβριστής. Οι σατιρογράφοι, επομένως, πέρα από την σατιρική δεινότητα, χρειάζεται να είναι προσωπικότητες ολοκληρωμένες, να έχουν αίσθηση του μέτρου, να έχουν σταθερές και αξίες στην ζωή τους, να έχουν γνώση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι, των ιδιαίτερων κοινωνικών και πολιτικών χαρακτηριστικών της κάθε εποχής, όπως και επίγνωση των επικίνδυνων ολισθημάτων στα οποία μπορεί να οδηγήσει μία άκριτη σάτιρα.
          Ωρισμένοι διατείνονται ότι η σάτιρα μπορεί να διακωμωδεί τα πάντα. Δηλαδή όχι μόνο το κακό και το άσχημο, αλλά και το καλό και το αγαθό. Και επειδή οι έννοιες αυτές αποκτούν περιεχόμενο μόνο σε σχέση μ’ ένα σύστημα αναφοράς, θα γίνουμε πιο συγκεκριμένοι φέρνοντας ένα παράδειγμα. Το Μολών Λαβέ  φερ’ ειπειν. 
                                 (Πηγή εικόνας:www.antinews.gr) 
Τί μηνύματα στέλνει το Μολών Λαβέ; Μηνύματα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας, ηρωϊσμού, μηνύματα αντίστασης στην τυρρανία, μηνύματα υπεράσπισης μέχρις εσχάτων των ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του ορθού λόγου, μήνυμα όπως να μαχόμαστε και να πέφτουμε όρθιοι γι’ αυτά που πιστεύουμε σαν σωστά, ακόμη κι όταν είμαστε πολύ λίγοι, ακόμη κι όταν είμαστε ένας. Εάν θέλουμε να διακωμωδήσουμε το Μολών Λαβέ, να το κάνουμε π.χ. Μολών φραπέ, που έχει και ομοιοκαταληξία, και ζωγραφίσουμε ένα κύπελλο φραπέ με την ελληνική σημαία καρφωμένη επάνω στον αφρό του καφέ, για να μην μένει καμμία αμφιβολία σχετικά με το τι θέλουμε να πούμε, τότε ακυρώνουμε αυτά τα μηνύματα και στέλνουμε τα ακριβώς αντίθετα: μηνύματα υποταγής και ατομικισμού. Η ιδεολογία η οποία αναπτύσσεται με τέτοιου είδους μηνύματα αναμφίβολα ουδόλως στενοχωρεί τους εγχώριους κρατούντες. Και ασφαλώς ούτε και εκείνους οι οποίοι επιθυμούν να πλήξουν «τα πολιτισμικά και ιστορικά μας αποθέματα», κατά την ρήση του γνωστού πάλαι ποτέ «μάγου της διπλωματίας» προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα δικά τους συμφέροντα και να επιτευχθούν οι στόχοι τους οποίους αυτοί έχουν θέσει.
          Ας φέρουμε, τώρα, ένα άλλο παράδειγμα. Τον πατέρα της Αττικής κωμωδίας. Τον Αριστοφάνη. 
Οι ίδιοι κύκλοι ισχυρίζονται ότι ο Αριστοφάνης διακωμωδούσε αδιακρίτως τα πάντα. Πόσο είναι αλήθεια αυτό; Ας ανατρέξουμε σε μία κατά την γνώμη μας αξιόπιστη ιστορική πηγή. Ο Γιάνης Κορδάτος στο βιβλίο του «Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου», εκδ. Μπουκουμάνη, Ε΄ έκδοση, 1974, σημειώνει: «… Κύριος στόχος του (του Αριστοφάνη) στάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και οι θεσμοί του, που σήκωσαν απερίγραπτες βρισιές και κοροϊδίες, χλευασμούς και κακογλωσσιές. Όπως και οι άλλοι, έτσι κι αυτός ανήκε στην ολιγαρχική παράταξη και στάθηκε όχι μόνο εχθρός του Περικλή, αλλά και φίλος των Σπαρτιατών στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε το φιλειρηνιστή και προπαγάνδιζε στους Αθηναίους με τρόπο, βέβαια, την ηττοπάθεια…» (σ. 258-259). Ας ανατρέξουμε στις κωμωδίες του Αριστοφάνη προκειμένου να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές του μεγάλου μας ιστορικού και στοχαστή. Στα 426, ένα χρόνο μετά την επιτυχία της πρώτης του κωμωδίας, ο Αριστοφάνης παράστησε μία άλλη, την κωμωδία οι Βαβυλώνιοι, στο όνομα πάλι του φίλου του Καλλίστρατου, λόγω του νεαρού της δικιάς του ηλικίας. Στην κωμωδία αυτήν επέκρινε δριμύτατα την εξωτερική πολιτική των Αθηνών, και κυρίως την συμπεριφορά της Αθήνας απέναντι στους συμμάχους της. Μάλιστα για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση την ανέβασε στην γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, γιορτή στην οποία κατά τα ειωθότα παρευρίσκονταν οι αντιπρόσωποι των συμμάχων της Αθήνας. Η ζημιά για την Αθηναϊκή πολιτεία και για την δημοκρατική παράταξη που κυβερνούσε την περίοδο εκείνη ήταν μεγάλη. Οι ολιγαρχικοί καταχειροκρότησαν τον ποιητή, οι δημοκρατικοί, όμως, έβραζαν από οργή. Ο Κλέων, ο αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης, ζήτησε να διωχτεί ο ποιητής, και να εφαρμοσθεί εναντίον του το απαγορευτικό ψήφισμα του 440. Φαίνεται, όμως, ότι δεν τα κατάφερε, γιατί την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, στην γιορτή των Ληναίων, ο Αριστοφάνης παράστησε την κωμωδία του Αχαρνής. Οι ολιγαρχικοί υποστηρικτές του Αριστοφάνη, είχαν αρκετή πολιτική δύναμη για να εμποδίσουν μία καταδίκη του εκλεκτού τους. Στους Αχαρνής ο Αριστοφάνης δεν τα βάζει μόνο με τον Κλέωνα, αλλά κατηγορεί και τον Περικλή και τους άλλους αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης, χωρίς να ξεχνάει τον Ευριπίδη. Κατηγορούσε ότι ο πόλεμος που διεξάγονταν δεν ήταν αμυντικός, όπως ισχυρίζονταν οι δημοκρατικοί, αλλά επιθετικός, και παρουσίαζε τους Ίωνες σαν απόλεμους, φοβιτσιάρηδες, συμφεροντολόγους και φίλους των Περσών. Όμως αυτά που έψελνε των Ιώνων (βλ. Αχαρνής, 100-120) στρέφονταν κατά των Αθηναίων που ήταν απόγονοι της Ιωνικής φυλής.
Από τότε ο Αριστοφάνης έγινε ακόμη πιο επιθετικός. Στην κωμωδία του Ιππής περιπαίζει και διακωμωδεί από την μια μεριά τον Κλέωνα, και από την άλλη τον δήμο, δηλαδή τον λαό της Αθήνας. Στην κωμωδία του αυτή, που είναι το πιο πικρόχολο και υβριστικό κατηγορητήριο που γράφτηκε ποτέ κατά της δημοκρατίας, έβαλε όλα του τα δυνατά για να ρεζιλέψει τον Κλέωνα και να παραστήσει ελεεινό, ανήθικο και συμφεροντολόγο τον Αθηναϊκό λαό. Πήρε μάλιστα και τα πρωτεία την χρονιά εκείνη, πράγμα που δείχνει ότι ο Κλέων δεν είχε ακόμη μεγάλη πολιτική επιρροή.
        Όμως σε λίγο τα πράγματα αλλάξανε και ο Κλέων συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη στα χέρια του. Ο Αριστοφάνης βλέποντας ότι ο Κλέων είχε γίνει ισχυρός δεν αποτόλμησε να τα βάλει μαζί του. Στην καινούρια του κωμωδία Νεφέλαι, που δίδαξε το 423, έχει σαν στόχο τον Σωκράτη και τους σοφιστές. Η διδασκαλία των τελευταίων είχε μεγάλη απήχηση στην νεολαία, και φυσικά στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίες θεωρούσαν τους σοφιστές σαν υπεύθυνους για την γενικώτερη κακή κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία. Οι ολιγαρχικοί ανησυχούσανε από την εξέλιξη του πολέμου, αλλά και από τις νέες ιδέες, οι οποίες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, όπως η κοινοκτημοσύνη των αγαθών και το ξαναμοίρασμα των χωραφιών. Μετά ήταν και οι δούλοι που είχαν αρχίσει να σηκώνουν κεφάλι και να μην είναι πλέον τυφλά υποτακτικοί. Για όλα αυτά οι ολιγαρχικοί θεωρούσαν υπαίτιους τους σοφιστές και τις διδασκαλίες τους. Ο Αριστοφάνης πιστός στην τάξη που εκπροσωπούσε, στην νέα του κωμωδία τα βάζει με τους σοφιστές, αφού δεν μπορούσε να τα βάλει με τον Κλέωνα.
          Ο ποιητής ξαναγυρίζει στην πολιτική σάτιρα με την κωμωδία του Σφήκες. Ο Κλέων είχε σκοτωθεί και οι ολιγαρχικοί αναθάρρησαν. Ο Αριστοφάνης αυτήν την φορά προσπαθεί να γελοιοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονταν η δικαιοσύνη στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Του ήταν αδιανόητο ότι οι δικαστές ήταν απλοί πολίτες και ότι την δικαιοσύνη την ασκούσαν λαϊκά δικαστήρια. Φυσικά δεν ξέχασε τον Κλέωνα ούτε, για μία φορά ακόμη, τους άλλους αρχηγούς των δημοκρατικών, ζωντανούς και πεθαμένους. Ζητούσε να αλλάξει το πολίτευμα για να σταματήσει η «αναρχία» και η προπαγάνδα των νέων ανατρεπτικών ιδεών.



Στα 414 εμφανίστηκε ξανά στην Αθηναϊκή Σκηνή με την κωμωδία του Όρνιθες. Σ’ αυτήν καμουφλάροντας τις πολιτικές του ιδέες σατιρίζει έμμεσα τους Αθηναίους. Από την μια μεριά, λέει, πως έτσι που κατάντησε η ζωή μέσα στο Άστυ δεν μπορεί κανείς να ευτυχήσει και να προκόψει, κι από την άλλη, κατηγορεί γι’ αυτά τους δημαγωγούς και τους δημοκρατικούς.
          Όταν πέθανε ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία του Βάτραχοι, για να διακωμωδήσει, και πεθαμένο ακόμη, τον μεγάλο ποιητή και στοχαστή, τον βαθιά δημοκρατικό «από σκηνής φιλόσοφο». Στα 392 ανέβασε την κωμωδία του Εκκλησιάζουσαι, όπου παρασταίνει τις Αθηναίες, με επικεφαλής την Πραξαγόρα, να συνεδριάζουν και να ρίχνουν το σύνθημα της κοινογαμίας και της γενικής μοιρασιάς. Η Πραξαγόρα πιθανώτατα είναι η γελοιογραφία της Ασπασίας.
          Το 388 ο Αριστοφάνης παράστησε την κωμωδία του Πλούτος. Παρά τις αρχικές ελπίδες που γεννάει το έργο για αναδιανομή του πλούτου, στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε και η κατάσταση μένει η ίδια.
          Από το σύντομο αυτό οδοιπορικό στις κυριώτερες κωμωδίες του μεγάλου αυτού Αττικού κωμωδιογράφου, αναδεικνύεται η πολιτική του φυσιογνωμία. Ο Αριστοφάνης σ’ όλη του την ζωή, κι αυτό φαίνεται στο έργο του, στάθηκε ένας πιστός εκπρόσωπος των συμφερόντων των ολιγαρχικών, και ένας αμείλιχτος διώκτης της δημοκρατίας, την οποία πολέμησε με πάθος που ξεπερνούσε εκείνο του Κρατίνου και του Εύπολι, δύο άλλων γνωστών κωμωδιογράφων, οι οποίοι επρόσκειντο στην ολιγαρχική παράταξη. Σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε περισσότερο είτε λιγώτερο, ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, έκανε αντιδημοκρατική προπαγάνδα, χωρίς φυσικά να ξεχνάει να υπερασπίζεται ό,τι σύμφερνε τους ολιγαρχικούς. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που σε καμμία του κωμωδία δεν τα βάζει με αυτούς τους τελευταίους. Ο Αριστοφάνης υπήρξε όχι μόνο εκπρόσωπος των ολιγαρχικών και της πλουτοκρατίας, αλλά εκπρόσωπος της πλέον συντηρητικής μερίδας των αντιπάλων των δημοκρατικών, αυτής που αντιδρούσε με σφοδρότητα σε κάθε νεωτεριστική κίνηση μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία. Η σάτιρα του ήταν φαρμακερή, γιατί είχε δυνατή σατιρική φλέβα, αλλά πάντοτε συγκεκριμένη.
          Από τις κωμωδίες των κωμωδιογράφων που επρόσκειντο στην δημοκρατική παράταξη δεν σώθηκε ούτε αράδα. Μας είναι γνωστά μονάχα εικοσιπέντε και παραπάνω ονόματα κωμικών ποιητών, χωρίς όμως και να ξέρουμε πόσες και ποιες κωμωδίες έγραψε ο καθένας. Πιστεύεται ότι η αντιολιγαρχική και αντιπλουτοκρατική τους σάτιρα ήταν τόσο τσουχτερή, που με την πρώτη ευκαιρία «κάποιοι» φρόντισαν να τις εξαφανίσουν ολοσχερώς (Γ. Κορδάτος, ίδια πηγή: 274).
          Επομένως, κάθε κωμωδιογράφος, είτε της μιας είτε της άλλης παράταξης, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, γιατί το έλεγε, πώς το έλεγε, πότε το έλεγε και για ποιόν το έλεγε. Η σάτιρά τους ήταν μεθοδικά στοχευμένη. Δεν ήταν μία σάτιρα «εφ’ όλης της ύλης», επί παντός επιστητού, περί των πάντων. Μία τέτοια προσέγγιση απεκδύει την σάτιρα από το παιδαγωγικό της στοιχείο, την υποβιβάζει σε επίπεδο ενός κοινού αστείου, ενός κοινού ανέκδοτου, ενός καλαμπουριού. Κάτι χειρότερο. Μία τέτοια ισοπεδωτική των πάντων σάτιρα δεν είναι τίποτε άλλο από ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ. Και ο μηδενισμός πάντοτε ευνοεί την κυρίαρχη ιδεολογία, την κάθε κυρίαρχη ιδεολογία. Διότι απέναντι σε κάτι που υπάρχει δεν αντιπαρατίθεται καμμία θέση παρά μόνον το τίποτα. Τίποτα στο οποίο οδηγεί η άρνηση των πάντων. Και ακόμη χειρότερα. Η στόχευση και η διακωμώδηση οραμάτων, αξιών, ιδανικών, προτύπων οδηγεί στην γελοιοποίηση και τελικά στην ακύρωση όλων εκείνων των στοιχείων με τα οποία χρειάζεται να είναι εφοδιασμένη μία κοινωνία όταν έρθει η δύσκολη ώρα να φυλάξει Θερμοπύλες.

                     (Πηγή εικόνας:redcarpet.gr) 
          Το τί θα σατιρίσει, συνεπώς, ο καθένας που έχει μία τέτοια ικανότητα, είναι συνάρτηση της χωροθέτησης του μέσα στις δομές της κοινωνίας, είναι συνάρτηση του ιδεολογικού του φορτίου, είναι συνάρτηση του βαθμού της κοινωνικής του συνειδητότητας. Ό,τι ήταν καλό για τον Κλέωνα ενοχλούσε και γίνονταν στόχος σάτιρας από τον Αριστοφάνη. Και εάν ο Κλέων είχε τις συγγραφικές ικανότητες του Αριστοφάνη θα σατίριζε ό,τι ο Αριστοφάνης θα θεωρούσε καλό και αγαθό.
          Στην περίπτωση της των πάντων διακωμώδησης, της χωρίς όρια σάτιρας, εάν μέν η επιλογή είναι συνειδητή τότε πρόκειται για δολιότητα. Διότι πίσω από μία τέτοια σάτιρα αποκρύπτονται οι πραγματικοί σκοποί, που δεν είναι άλλοι από την μέσω της παραγόμενης μηδενιστικής ιδεολογίας χειραγώγηση του πληθυσμού και έλεγχο της κοινωνίας. Στην ίδια πάλι περίπτωση εάν η επιλογή είναι μη συνειδητή στο όνομα μιας μεταμοντέρνας «προοδευτικότητας», ή μιας αχαλίνωτης περί «πλάκας» αντίληψης, τόσο ευρείας ώστε να φθάνει τα όρια του «μεγαλείου», τότε πρόκειται για επικίνδυνη παιδική αφέλεια. Οι υποστηρικτές μιας τέτοιας περί σάτιρας άποψης, όπως ήδη έχουμε πει, οδηγούν την κοινωνία σε μία πλήρη αποϊδεολογικοποίηση, παραδίδοντας την βαθέως υπνώττουσα έρμαιο των διαθέσεων των κάθε λογής εξουσιαστών. Γίνονται δηλαδή αντικειμενικά συνεργοί τους!
          Τα όσα, λοιπόν, λέγονται για σάτιρα των πάντων δεν είναι ούτε τόσο αθώα ούτε τόσο προοδευτικά. Εκτός εάν προοδευτικότητα είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των λίγων σε βάρος των πολλών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου